Του Κώστα Πικραμένου

 Το Ελληνικό Κράτος (της Συνθήκης του Λονδίνου,1830) βρίσκεται σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, σε φάση υπαρξιακού προβληματισμού. Ενώ η συμμετοχή της Ελλάδος στις δομές της ΕΟΚ (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση) εμπέδωσε τις δημοκρατικές αρχές (κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, αποστρατικοποίηση της πολιτικής ζωής κλπ), η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας βασίστηκε σε ένα παρασιτικό σύστημα  1) αδιαφανούς απορρόφησης  Ευρωπαϊκών κονδυλίων (επιδοτήσεις, Διαρθρωτικά Ταμεία κλπ), 2) Φτηνού τουριστικού προϊόντος χαμηλής ποιότητας 3) ρουσφετολογικών προσλήψεων στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα.

Η ψεύτικη ευημερία που προσέφερε η Ευρωπαϊκή Ένωση για 30 χρόνια τελείωσε ή τελειώνει το 2013 (έτος λήξης του ΕΣΠΑ). Η σημερινή πολιτική και οικονομική ελίτ παρακολουθεί αμήχανη τη μετάβαση της σύγχρονης Ελλάδος σε μία εποχή που θα χαρακτηρίζεται από μαζική ανεργία, ύφεση και εγκληματικότητα η οποία θα οδηγεί τα δυναμικά τμήματα της κοινωνίας μας (νέοι επιστήμονες, ελεύθεροι επαγγελματίες κλπ) να μεταναστεύουν εκεί που παράγεται ο παγκόσμιος πλούτος (Σκανδιναβία, Κίνα, Ινδία, Τουρκία, Ρωσία, Περσικός Κόλπος). 

Η σημερινή Ελληνική πολιτική και οικονομική ελίτ θα πρέπει παράλληλα να “διαχειριστεί” μία ανερχόμενη οικονομικά, διπλωματικά και στρατιωτικά Τουρκία η οποία επιθυμεί να παίξει τουλάχιστον περιφερειακό ρόλο τον 21ο αιώνα.

 Οι επιλογές της Ελληνικής ελίτ είναι δύο:

 Το αισιόδοξο σενάριο:

  1. Η ανόρθωση της οικονομίας μέσω της παραγωγής προϊόντων τα οποία θα καταναλώνει η παγκόσμια αγορά στις δεκαετίες που έρχονται. Τα προϊόντα αυτά θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από υψηλή τεχνολογική προστιθέμενη αξία. Η βιοτεχνολογία, η νανο-τεχνολογία, τα φωτοβολταϊκά, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, η υγεία αποτελούν τους στρατηγικούς τομείς. Ο Τουρισμός που θα απευθύνεται στις μεσαίες τάξεις αναδυόμενων οικονομιών όπως της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας και του Περσικού Κόλπου αποτελεί επίσης στρατηγική επιλογή. Όλα αυτά βέβαια απαιτούν επενδύσεις τόσο σε οικονομικούς πόρους όσο και ανθρώπινους. Εδώ βρίσκεται η ευθύνη των Ελληνικών τραπεζών και των Ελλήνων εφοπλιστών. Αν δεν επενδύσουν μαζικά τα υπερ-κέρδη τους στους εν λόγω τομείς η Ελλάδα θα βρεθεί σε επίπεδα Βουλγαρίας της δεκαετίας του ’90.

 Το απαισιόδοξο σενάριο:

  1. Η σταδιακή ένταξη της Ελλάδος στη δυναμική που δημιουργεί η Τουρκική οικονομία. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου θα αποκτήσουν άμεση οικονομική εξάρτηση από τη γείτονα χώρα, η οποία με αιχμή του δόρατος το λιμάνι της Σμύρνης και τα τουριστικά θέρετρα του Bodrum (Αλικαρνασσός) και Μαρμαρά θα “συντηρεί” κατ’ ουσίαν τους εναπομείναντες κατοίκους της Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσων. Ήδη οι τοπικές κοινωνίες στα νησιά του Αν. Αιγαίου στρέφουν τις ελπίδες τους στη Μικρασιατική Ακτή. Τούρκοι επιχειρηματίες θα εξαγοράσουν προβληματικές Ελληνικές επιχειρήσεις δημιουργώντας σταδιακά ένα ενιαίο οικονομικό χώρο γύρω από το Αιγαίο με κέντρο αποφάσεων την Κων/πολη. Αυτή τη φορά δε οι “Νέοι Φαναριώτες” θα είναι η μεσαία συντηρητική μουσουλμανική τάξη της Τουρκίας. Η γνώση της Τουρκικής γλώσσας θα θεωρείται σε λίγα χρόνια απαραίτητο προσόν για επαγγελματική σταδιοδρομία.

 Η επιλογή της κυβέρνησης του ΓΑΠ για προωθημένη Ελληνο-Τουρκική συνεννόηση και λύση “όλων των προβλημάτων” εξυπηρετεί τη δεύτερη επιλογή. Η συν-διαχείριση του Αιγαίου (υπόγειου και υπέργειου) και της Ανατολικής Μεσογείου εξυπηρετεί τη νέο-οθωμανική στρατηγική του Τούρκου ΥΠΕΞ Ahmet Davutloglu ο οποίος μιλάει καθαρά για οικονομική αλληλεξάρτηση και μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες της Τουρκίας. Βέβαια η αλληλεξάρτηση λειτουργεί υπέρ του οικονομικά –δημοσιονομικά ισχυρού κράτους.

Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα του 2030 (200 χρόνια από τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους) θα είναι μία νέο-οθωμανική οικονομική επαρχία όπως η Βοσνία –Ερζεγοβίνη, τα Σκόπια, η Αλβανία, η Βουλγαρία, το Κόσοβο, το Ιρακινό Κουρδιστάν, η Συρία. Και βέβαια όλα αυτά χωρίς η Τουρκία να είναι καν μέλος της Ε.Ε.

 Βέβαια μέχρι το 2030, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, θα έλεγε και ο κυρ Μήτσος στο καφενείο. Είναι και αυτό μία άποψη….!