του ταξίαρχου ε.α. Βασίλειου Γιαννακόπουλου

 
Μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ και σε μια χρονική περίοδο επιδείνωσης των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπένιαμιν Νετανιάχου, επισκέφθηκε την Αθήνα, προκειμένου σε πρώτη φάση να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ενίσχυσης των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων.
 
Και οι δύο πλευρές δήλωσαν ότι αποβλέπουν στη δημιουργία σχέσεων συνεργασίας στους τομείς:
 
Της οικονομίας, τη στιγμή που η ελληνική πλευρά αναζητεί «εναγωνίως» την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο όγκος των διμερών συναλλαγών το 2008 παρουσίασε κάμψη. Στην Ελλάδα έχουν πραγματοποιηθεί αξιόλογες ισραηλινές επενδύσεις, ενώ οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών εμφανίζουν περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης.
 
Της άμυνας, όπου σύντομα αναμένεται να αποφασιστεί η επαναδιεξαγωγή των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων, οι οποίες διεκόπησαν με απόφαση του Ελληνα υπουργού Αμυνας μετά την επίθεση των Ισραηλινών Ειδικών Ναυτικών Δυνάμεων κατά των ακτιβιστών του στολίσκου «Free Gaza». Στον τομέα της άμυνας πιθανόν να προκύψει και μελλοντική συνεργασία μεταξύ των αμυντικών βιομηχανιών των δύο χωρών.
 
Του τουρισμού, καθώς μετά την επιδείνωση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις αύξησης των Ισραηλινών τουριστών στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μικρή πτωτική τάση της τάξης του 10% κατ’ έτος εξαιτίας του ότι η τουριστική αγορά της χώρας μας κατέστη σημαντικά ακριβότερη για το μέσο Ισραηλινό μετά την καθιέρωση του ευρώ, την άνοδο των τιμών και την κατασκευή σύγχρονων ξενοδοχειακών μονάδων στη νότια Τουρκία.

– Του περιβάλλοντος, της ενέργειας και της καινοτομίας.

Υπό το βλέμμα της Αγκυρας και του αραβικού κόσμου
Η ελληνική πλευρά γνωρίζει ότι αυτή η επίσκεψη παρακολουθείται στενά και θα αναλυθεί τόσο από τη γειτονική Τουρκία όσο και από τον αραβικό κόσμο. Για το λόγο αυτό ο Ελληνας πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, πριν από τη συνάντησή του με τον Ισραηλινό ομόλογό του πραγματοποίησε τηλεφωνικές επαφές με τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ, τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, και με το γενικό γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου, Αμρ Μούσα. Επίσης, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Δημήτρης Δρούτσας, «απέκλεισε» το ενδεχόμενο η προσέγγιση με το Ισραήλ να επηρεάσει τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία.

Μελλοντικός διαμεσολαβητής;
Είναι γεγονός ότι στην παρούσα φάση η Ουάσιγκτον επιδιώκει την επανέναρξη των ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών. Ομως, η πιθανότητα να αναλάβει η Αθήνα διαμεσολαβητικό ρόλο θεωρείται απομεμακρυσμένη για τρεις κυρίως λόγους:

– Πρώτον, σε αυτή τη χρονική στιγμή το Ισραήλ δεν προτίθεται να συναινέσει στη δημιουργία κατάλληλου κλίματος για τη διεξαγωγή έμμεσων ή άμεσων ειρηνευτικών συνομιλιών. Το Ισραήλ γνωρίζει πολύ καλά ότι το «παλαιστινιακό πρόβλημα» έχει λάβει περιφερειακό χαρακτήρα και για να επιλυθεί θα πρέπει να διαπραγματευθεί ταυτόχρονα με αρκετές αραβικές χώρες (Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Συρία, Λίβανος, Ιορδανία και Σαουδική Αραβία), αλλά και με δρώντες στην περιοχή, τους οποίους σήμερα θεωρεί ως «τρομοκρατικές οργανώσεις» (Χαμάς και Χεζμπολάχ).

-Δεύτερον, το «Κουαρτέτο» (ΟΗΕ, ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ρωσία) που έχει αναλάβει τη διευθέτηση του παλαιστινιακού προβλήματος αναμένεται σύντομα να προτείνει στις δύο πλευρές την έναρξη των ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών, οπότε οποιαδήποτε διπλωματική πρωτοβουλία από ελληνικής πλευράς συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.

– Τρίτον, και σημαντικότερο, η παλαιστινιακή πλευρά παραμένει μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ, οπότε οποιαδήποτε προσπάθεια του Μαχμούντ Αμπάς να διαπραγματευθεί με τους Ισραηλινούς θα προκαλέσει αφενός την αντίδραση των Παλαιστινίων της Λωρίδας της Γάζας (Χαμάς) και αφετέρου την αμφισβήτηση οποιασδήποτε συμφωνίας.

Ισραήλ – Τουρκία και η Αθήνα
Εδώ και περίπου ένα χρόνο η πορεία των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων δημιουργούσε προϋποθέσεις ενίσχυσης της ελληνο-ισραηλινής συνεργασίας. Ομως, η ελληνική πλευρά «αμφιταλαντεύθηκε» προκειμένου να καταλήξει στην απόφαση αυτή, καθώς ανέμενε μια σειρά εσωτερικών και εξωτερικών αντιδράσεων. Η ελληνική κυβέρνηση, πέρα από τα προβλήματα της οικονομικής κρίσης, γνώριζε ότι θα αντιμετώπιζε και την αντίδραση των κομμάτων της αριστεράς, της Αγκυρας που για ευνόητους λόγους δεν θα επιθυμούσε να «αντικατασταθεί» από την Αθήνα, της μερίδας του ελληνικού λαού που τρέφει αντισημιτικά αισθήματα, αλλά και του αραβικού κόσμου που παρατηρεί με δυσπιστία την προσέγγιση Ελλάδας – Ισραήλ. Πράγματι, η επίσκεψη του Νετανιάχου στην Αθήνα «πυροδότησε» τις αναμενόμενες αντιδράσεις, αλλά η απόφαση της Αθήνας έχει ήδη ληφθεί και αναμένονται τα επόμενα βήματα των δύο πλευρών μετά τη διήμερη επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού.

Αυτό που θα πρέπει να αποκωδικοποιηθεί στην παρούσα προσέγγιση με το Ισραήλ είναι οι εβραϊκές προθέσεις. Δηλαδή, αν πράγματι το Ισραήλ επιθυμεί να ενισχύσει τις σχέσεις του με την Ελλάδα -αντικαθιστώντας έως ένα βαθμό το μέχρι σήμερα ρόλο της Τουρκίας- ή προσπαθεί να πιέσει την κυβέρνηση Ερντογάν προκειμένου βραχυπρόθεσμα να αποκατασταθούν οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις.

Στη Μέση Ανατολή
Στη μεταψυχροπολεμική περίοδο η Ελλάδα προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες διεθνείς συνθήκες και παράλληλα να αναπτύξει μια πιο συνεκτική και πιο ευέλικτη περιφερειακή πολιτική. Στην προσπάθειά της αυτή αξιοποιεί παράγοντες, όπως η συμμετοχή της στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, η γεωπολιτική της θέση, οι παραδοσιακά καλές της σχέσεις με τον αραβικό κόσμο και η αξιοπιστία της γενικότερα στις διεθνείς σχέσεις. Ομως, παρεμποδίζεται -ενίοτε καταλυτικά- από σοβαρές δυσκολίες που δεν οφείλονται μόνο σε δικές της αδυναμίες, αλλά και σε προβλήματα που προκύπτουν από τις ραγδαίες διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις, τις οποίες «δυσκολεύεται» να παρακολουθήσει. Σχετικά με το «παλαιστινιακό πρόβλημα», από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα ακολουθεί μια πολιτική η οποία χαρακτηρίζεται ως «φιλοαραβική».

Η Ελλάδα υποστηρίζει την επιτυχή κατάληξη της ειρηνευτικής διαδικασίας στο πλαίσιο του Οδικού Χάρτη (Road Map Peace Plan) με στόχο την επίτευξη συμφωνημένης λύσης στη βάση της αρχής των δύο κρατών και των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως επαναδιατυπώθηκαν στη Διάσκεψη της Αννάπολης το Νοέμβριο του 2007. Επιπρόσθετα, η χώρα μας υποστηρίζει τη συνολική επίλυση του «Μεσανατολικού», με τη συμπερίληψη και της συρο-λιβανικής πτυχής του, καθώς και της αρχής «land for peace» της Διάσκεψης της Μαδρίτης.

Η Αθήνα ασκεί την πολιτική της υποστηρίζοντας τους Παλαιστίνιους ως προς τη λύση του προβλήματος από νομικό-οικονομική πλευρά, αλλά και με μια «δυσπιστία» προς το Ισραήλ, η οποία εκφράστηκε με την «αργοπορημένη» αναγνώριση του ισραηλινού κράτους (αρχές της δεκαετίας του 1990).
Από το 1990 οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Ισραήλ έχουν αναβαθμιστεί από το «επίπεδο των διπλωματικών αντιπροσωπειών» στο «επίπεδο των πρεσβειών».


Διαμεσολάβηση των Αθηνών

Αν η Αθήνα επιδιώκει να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο στη Μέση Ανατολή προκειμένου να αντικαταστήσει την «ανενεργό» τουλάχιστον προς το παρόν Αγκυρα, τότε θα πρέπει να ιεραρχήσει τα θέματα στα οποία θα μπορούσε η διπλωματία της να στεφθεί με επιτυχία. Οπως προαναφέρθηκε, το Ισραήλ δεν προτίθεται να συναινέσει στην επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών για το παλαιστινιακό. Ομως, πολύ πιθανόν να ενδιαφερόταν για την επανέναρξη των συρο-ισραηλινών συνομιλιών. Ανάλογο ενδιαφέρον υπάρχει και από την πλευρά της Δαμασκού. Στο παρελθόν στις συνομιλίες αυτές διαμεσολαβούσε η Αγκυρα, συνεπώς μια διπλωματική επιτυχία προς αυτή την κατεύθυνση θα απέφερε σημαντικό κέρδος, καθώς θα συντελούσε αφενός στη μερική «αποδυνάμωση» του άξονα Αγκυρας – Δαμασκού και αφετέρου θα έπειθε τον αραβικό κόσμο για τις προθέσεις της Αθήνας.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ταξίαρχος ε.α. Πολεμικής Αεροπορίας Πρώην Γεωστρατηγικός Αναλυτής ΓΕΕΘΑ απόφοιτος της Σχολής Πολέμου και του Centre d’ Εtudes Diplomatiques et Strategiques ( www.geostrategy.gr ).