Του Μάριου Ευρβιάδη, καθηγητή διεθνών σχέσεων

Σήμερα, ημέρα του Δημοψηφίσματος στην Τουρκία, συμπληρώνονται 30 χρόνια από το πραξικόπημα του 1980. Μόνο τυχαία λοιπόν δεν είναι η επιλογή της ισλαμικής κυβέρνησης του Ερντογάν να επιλέξει της 12η Σεπτεμβρίου για το δημοψήφισμα για την τροποποίηση του Συντάγματος του 1982. Το σύνταγμα αυτό υπήρξε πνευματικό παιδί της χούντας του Στρατηγού Κενάν Εβρέν και του κεμαλικού κατεστημένου.Ωστόσο, τα φαινόμενα παραπλανούν. Μόνο τροποποίηση του Συντάγματος του 1982 επιδιώκουν οι ισλαμιστές. Δεν πρόκειται για καινούριο Σύνταγμα. Αρνήθηκαν να  επιδιώξουν κάτι τέτοιο. Προτείνουν μόνο εκείνες τις αλλαγές που θα τους επιτρέψουν να κερδίσουν τον αγώνα εξουσίας από τους κεμαλιστές. Ο αγώνας αυτός δεν είναι μεταξύ «κοσμικών» και «μη κοσμικών» δυνάμεων. Είναι ένας αγώνας ανάμεσα σε Τούρκους μουσουλμάνους και μουσουλμάνους Τούρκους. Πιο ορθά ανάμεσα σε Τούρκους σουνίτες και σουνίτες Τούρκους. Όλοι οι υπόλοιποι στην Τουρκία –περίπου 40% του πληθυσμού- δεν είχαν και παραμένουν χωρίς λόγο στην Τουρκία του Κεμάλ. Αυτοί είναι οι  Κούρδοι, οι αλεβίτες και όλοι οι υπόλοιποι μη Τούρκοι, δηλαδή Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ασσύριοι και οι λοιπές εθνικές ομάδες στην Τουρκία, που ξεπερνούσαν τις 70.

 

Υπό το παραπάνω πρίσμα, ισλαμιστές και κοσμικοί (σεκουλαριστές) Τούρκοι είναι υποστηρικτές του καθεστωτικού κεμαλισμού, η ιδεολογία του οποίου καθοριστηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) ως «ένα έθνος, ένα κράτος, μια πατρίδα, μια σημαία». Αυτό ακριβώς επαναλαμβάνει ο Ερντογάν και οι Ισλαμιστές. Ένα είναι το τουρκικό κράτος – αυτό των Τούρκων σουνιτών. Όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να γνωρίζουν τη θέση τους και να συμπεριφέρονται ανάλογα. Μέσω του τουρκισμού και του σουνιτισμού, το εκάστοτε τουρκικό καθεστώς επιδιώκει την εκβιαστική ομογενοποίηση μιας πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής κοινωνίας.

 

Το χουντικό πραξικόπημα του 1982 απαγορεύει δια ροπάλου τα θεμελιακά δικαιώματα των Κούρδων, των Αρμενίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων και ό,τι έχει απομείνει από τους Έλληνες. Είναι ένα ρατσιστικό Σύνταγμα που διδάσκει την ρατσιστική υπέροχη των (σουνιτών) Τούρκων. Επιβάλλει επίσης 10% εθνική οροφή ως προαπαιτούμενο για να εισέλθει πολιτικό κόμμα στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Το Δημοψήφισμα  Ερντογάν της 12ης Σεπτεμβρίου δεν ακυρώνει τις παραπάνω διατάξεις. Παραμένει δηλαδή το εθνικό όριο του 10% για κομματική παρουσία στην Εθνοσυνέλευση. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο  που η ηγεσία των πολιτικά οργανωμένων Κούρδων της Τουρκίας ζητά από τους Κούρδους να μποϋκοτάρουν το Δημοψήφισμα.

 

Με την στήριξη της ΕΕ των ΗΠΑ και γενικά της Δύσης,  οι ισλαμιστές του Ερντογάν έδωσαν μεγάλη μάχη και την κέρδισαν όταν το 2007  οι κεμαλιστές προσπάθησαν να θέσουν εκτός νόμου το κυβερνών κόμμα μέσω ενός «δικαστικού πραξικοπήματος». Η αποτυχία αυτή χαιρετίσθηκε μέσα στην Τουρκία και έξω ως μια μεγάλη δημοκρατική κατάκτηση. Όταν όμως λίγο αργότερα ένα παρόμοιο πραξικόπημα, δικαστικό δηλαδή, συντελέστηκε κατά του κουρδικού κόμματος του οποίου η πολιτική δράση κρίθηκε ως «διασπαστική» της ενότητας του τουρκικού έθνους και το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, η σιωπή των δυνάμεων του εκδημοκρατισμού μέσα στην Τουρκία και έξω υπήρξε εκκωφαντική.

 

Το φαινομενικά πολιτικό παράδοξο είναι ότι η χούντα του Εβρέν του 1980 και το ελεγχόμενο από το χουντικό Σύνταγμα του 1982 πολιτικό σύστημα, έκανε δυνατή την επικυριαρχία του σουνιτικού Ισλάμ στο καθεστωτικό σύστημα. Οι κεμαλιστές αρχίζοντας από τον ίδιο τον Κεμάλ, επιστράτευσαν το Ισλάμ κατά των εχθρών της Τουρκίας. Ο Κεμάλ τιμήθηκε και τιμάται μέχρι σήμερα ως Γαζής, δηλαδή πολεμιστής της πίστης. Ταυτόχρονα οι κεμαλιστές έστρεψαν το Ισλάμ και εναντίον των εσωτερικών εχθρών –των μη σουνιτών Τούρκων. Επί εποχής Κενάν Εβρέν για παράδειγμα, χτίστηκαν στην Τουρκία περισσότερα τζαμιά απ’ όσα χτίστηκαν μεταξύ 1923 και 1980.

 

Επί εποχής Κενάν Εβρέν οικοδομήθηκε και θεώρηση της «τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης», ένα πάντρεμα δηλαδή του τουρκικού εθνικισμού με το σουνιτικό Ισλάμ.

 

Αυτό που λαμβάνει χώρα σήμερα ανάμεσα στους σουνίτες Τούρκους (ισλαμιστές) και τους Τούρκους σουνίτες (κεμαλιστές) είναι ότι οι πρώτοι απαιτούν το μερίδιό τους στη νομή της εξουσίας και στην καθημερινότητα της πολιτικής ζωής. Απαιτούν να πάρουν και να διαθέτουν στους υποστηρικτές τους μερίδιο της πίττας. Ωστόσο, σε  ζητήματα υψηλής πολιτικής μέσα στην Τουρκία έναντι των μη Τούρκων και σ’ αυτά της εξωτερικής πολιτικής, οι ισλαμιστές δεν διαφέρουν ποσώς από τους κεμαλιστές.

 

Η κληρονομιά των Γαζήδων πριν από τον Κεμάλ, με τον Κεμάλ και αυτή του Εβρέν του 1980, σφραγίζουν την Τουρκική ταυτότητα και συμπεριφορά. Η συμπεριφορά αυτή ούτε δημοκρατική είναι ούτε πλουραλιστική. Παραμένει αταβιστική και εξόχως ρατσιστική για όσους αρνούνται να ομογενοποιηθούν ή να αναφωνήσουν ομαδικά πόσο περήφανοι είναι που είναι Τούρκοι.