Άρθρο στα ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ του γνωστού για τις «αιρετικές» απόψεις του αμερικανού οικονομολόγου Νουριέλ Ρουμπινί
Εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα τις τελευταίες εβδομάδες, το όνομά μου αναφέρθηκε συχνά σε μέσα ενημέρωσης τα οποία προφανώς το χρησιμοποίησαν ως μέσο για να προωθήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Τις περισσότερες φορές οι αναφορές αυτές παραποιούν παλαιότερές μου παρατηρήσεις ή σε κάποια περίπτωση αποδίδουν απλά σχόλια τα οποία ουδέποτε έκανα. Αφού ορισμένα ελληνικά μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να με τοποθετούν εντός της δικής σας πολιτικής σκηνής, θα ήθελα να θέσω τα πράγματα στη σωστή τους βάση σχετικά με το τι έχω πει στο παρελθόν και τις πραγματικές μου σκέψεις για την ελληνική οικονομία και το ελληνικό χρέος.
Τον Σεπτέμβριο οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης ενέκριναν την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου των 110 δισ. ευρώ που χορηγήθηκε στην Ελλάδα την περασμένη άνοιξη. Σε αυτή την πιο πρόσφατη ένεση ρευστότητας- 6,5 δισ. ευρώ- το ΔΝΤ πρόσθεσε 2,5 δισ. ευρώ και το σύνολο διαμορφώθηκε σε 9 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, του Γιώργου Παπανδρέου, εφάρμοσε μια εντυπωσιακή, πολιτικά τολμηρή δημοσιονομική προσαρμογή κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, ιδιαίτερα όσον αφορά τις δαπάνες. Τα φορολογικά έσοδα, αντίθετα, υπολείπονται του στόχου πιέζοντας περισσότερο τις αρχές να επιταχύνουν τους ρυθμούς είσπραξής τους με δεδομένη την ύφεση που γίνεται βαθύτερη και την ευρύτατα διαδεδομένη κουλτούρα της φοροδιαφυγής. Η έλλειψη ελέγχου των δαπανών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο θέτει συνεχώς σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους της κυβέρνησης.
Οπως αναμενόταν, η αξιέπαινη απόδοση του δημοσιονομικού μετώπου επήλθε με κόστος μια απότομη κάμψη στην οικονομική δραστηριότητα- μια μείωση της εγχώριας ζήτησης, με την κατανάλωση να πέφτει και τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να βυθίζονται. Η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας αυξάνουν τον κίνδυνο μιας αρνητικής σπειροειδούς διαδικασίας, όπου η υπερβολική περικοπή δαπανών οδηγεί σε χαμηλότερα φορολογικά έσοδα και σε επιπλέον μέτρα λιτότητας. Οι διαρθρωτικές αλλαγές για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι του προγράμματος αλλά για να υλοποιηθούν χρειάζονται περισσότερο χρόνο από τα τρία χρόνια του πακέτου στήριξης. Στην περίπτωση της Γερμανίας τη δεκαετία του ΄90, όπου είχαν υποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις με ενθουσιασμό, χρειάστηκε μία δεκαετία. Το μάθημα: οι περικοπές μισθών και μια προσαρμογή των τιμών είναι απαραίτητα, επιφέρουν όμως υψηλό οικονομικό κόστος.
Πρόσφατες έρευνες της ΕΚΤ και του ΔΝΤ δείχνουν ότι δεν είναι αναγκαία, επιθυμητή, ούτε πιθανή η χρεοκοπία ενός κράτους μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως είναι η Ελλάδα. Στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, η σχολή αυτής της σκέψης υποστηρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, όπως συνέβη σε παλαιότερες περιπτώσεις χρεοκοπίας κρατών, αλλά τα μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα ενόψει των σημαντικών υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος και του συστήματος υγείας. Η ανάλυση αυτή διατείνεται ότι το χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο θα προκαλούσε ένα ευρύ «κούρεμα» στους υφιστάμενους κατόχους ομολόγων, δεν θα προσέφερε μεγάλη ανακούφιση.
Η Ελλάδα, ίσως αδίκως, προσείλκυσε δυσανάλογα πολλή προσοχή και έλαβε πολύ λίγους επαίνους για τη σοβαρότητα με την οποία έχει αρχίσει τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Αλλά τα προβλήματα παραμένουν- δεν είναι συνωμοτικό εφεύρημα κατόχων ομολόγων. Για να αντιμετωπιστούν προβλήματα του μεγέθους του χρέους της Ελλάδας- και εδώ μπορούμε να αντικαταστήσουμε οποιονδήποτε αριθμό άλλων χωρών της ευρωζώνης, ή ακόμη και τη Βρετανία, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ- πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από πρωτοσέλιδους τίτλους και παραποιήσεις. Ο ελληνικός λαός χρειάζεται μια πορεία προς τα μπρος, όπου οι αγορές θα ανταποκριθούν θετικά και η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να επιστρέψει στον δρόμο της ανάπτυξης. Πιστεύω ότι μια ομαλή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους οδηγεί ακριβώς στον δρόμο αυτό.