Οι εφημερίδες κλείνουν, η δημοσιογραφική δουλειά απαξιώνεται και οι επιχειρηματίες των μέσων ενημέρωσης επαναπαύονται στα πλούτη που αποκόμισαν από την δευτερογενή χρήση των μέσων τους –ήτοι εκείνων που προήλθαν από μπίζνες, προμήθειες του δημοσίου, δημόσια έργα κλπ– και από τον δανεισμό που κατέληγε στις τσέπες τους

του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου, Εφημερίδα “Αποκαλύψεις”

Το τέλος αυτής της δύσκολης χρονιάς σημαδεύτηκε με την απόφαση για αναστολή έκδοσης μιας ακόμα εφημερίδας (VETO). Προηγήθηκαν το ημερήσιο ΒΗΜΑ και η ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, έπονται, απ’ ότι λέγεται, κι άλλες, ενώ ακόμα και τηλεοπτικοί σταθμοί φυτοζωούν, αναγκάζοντας τις τράπεζες να εκπονούν σχέδια επιβίωσης για να μην τιναχθεί στον αέρα, ως ντόμινο, ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς.

Παλιά έλεγαν πως όταν κλείνει μία εφημερίδα χάνεται ένα κομμάτι από το οικοδόμημα της Δημοκρατίας. Σήμερα ελάχιστοι το πιστεύουν. Ακούγεται βαρύγδουπο και αφελές όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους και ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού πέρασε «μαύρα» Χριστούγεννα.

Στις μέρες μας ελάχιστοι συμπαθούν τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους. Οι πολίτες θεωρούν πως αποτελούμε συστατικό μέρος του συστήματος πολιτικής εξουσίας που καθήμαξε τον τόπο και τον έφερε στο χείλος της χρεοκοπίας.

Δυστυχώς η –εν μέρει ορθή- κριτική αυτή δρα ισοπεδωτικά.

Στο σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» που γέμισε με αφίσες και φέϊγ βολάν το κέντρο της Αθήνας, ελάχιστοι κάνουν τον κόπο να αντιτάξουν πως «δεν είναι όλοι το ίδιο».

Είναι σαν το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου. Ο κόσμος πιστεύει πως κόμματα εξουσίας και επιχειρηματικοεκδοτική διαπλοκή έδρασαν από κοινού και ρήμαξαν τις προμήθειες, τις κοινοτικές επιδοτήσεις, τα δημόσια έργα.

Έχει, ωστόσο, τη σημασία του, το να κλείνει ακόμα μία εφημερίδα, μέσα στην σημειολογία της (ελληνικής) κρίσης, μέσα στη γενικότερη κατάρρευση του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.

Δεν είναι της ώρας να αναζητήσει κανείς τους λόγους που οδήγησαν τα μέσα ενημέρωσης στην μεγαλύτερη κρίση που γνώρισαν ποτέ.

Δεν είναι μόνο η «νεκρή» διαφημιστική αγορά (λόγω των δραστικών περικοπών σε όλες τις διαφημιζόμενες επιχειρήσεις) που έφερε τα πράγματα εδώ που τα έφερε –και πόσα θα δούμε ακόμα, ουδείς μπορεί να προβλέψει…

Ούτε το γεγονός ότι επί πολλά χρόνια το πολιτικό σύστημα συντηρούσε μέσα ενημέρωσης, συνήθως μέσω ανοχής στις κραυγαλέες περιπτώσεις φοροδιαφυγής, κρατικής διαφήμισης και υπέρογκου δανεισμού- εν γνώση του ότι ποτέ δεν πρόκειται να εξοφληθεί.

Ούτε καν ότι κάποιοι από το χώρο μας αποφάσισαν να τρέξουν μία ξέφρενη κούρσα τυφλού και υπερβολικά δαπανηρού ανταγωνισμού καθιστώντας τις εφημερίδες μικρά κινητά σούπερ μάρκετ, προσφέροντας από dvd τελευταίας χολιγουντιανής εσοδείας μέχρι αυτοκίνητα και σπίτια.

Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως και η ίδια η κοινωνία, βυθισμένη στον ευδαιμονισμό των δύο τελευταίων δεκαετιών υπέθαλψε αυτή την τακτική και προτίμησε τον καναπέ από την ανάγνωση και την κατανάλωση από την ανάλυση, την κριτική και την ουσιαστική πληροφορία.

Φτάσαμε, όμως, στο «διά ταύτα». Οι εφημερίδες κλείνουν, η δημοσιογραφική δουλειά απαξιώνεται και οι επιχειρηματίες των μέσων ενημέρωσης επαναπαύονται στα πλούτη που αποκόμισαν από την δευτερογενή χρήση των μέσων τους –ήτοι εκείνων που προήλθαν από μπίζνες, προμήθειες του δημοσίου, δημόσια έργα κλπ– και από τον δανεισμό που κατέληγε στις τσέπες τους.

Υπάρχει λύση για όλα αυτά; Οι κυνικοί θα υποστηρίξουν πως οι νόμοι στην ελεύθερη αγορά είναι σκληροί και θα λειτουργήσουν μόνο υπέρ εκείνων που έχουν αντοχές. Ουδείς θα αναζητήσει πως και γιατί κατόρθωσαν ορισμένοι να έχουν αυτές τις αντοχές.

Οι πιο ρομαντικοί θα επιμείνουν να κάνουν δημοσιογραφία και να επιβιώνουν οριακά. Όσο μπορούν να επιβιώνουν.

Και μένει στον κόσμο να καταλάβει την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο λευκό χαρτί της εφημερίδας και στο κίτρινο χαρτί εκείνων που αμπαλάρουν, απλώς, «δουλειές».

Καλή χρονιά…