της Έρμας Βασιλείου

Τον δρόμο για τη γιαγιά μου, στο χωριό,  τον θυμάμαι καλά σαν να τον πέρασα σήμερα. Κι ας ήμουν πολύ μικρή όταν τον πρωτοπάτησα από τη Λεμεσό ως τα Πολεμίδια. Θυμάμαι σαν μεγάλωσα κι άλλους δρόμους, όχι μόνο στη Λεμεσό αλλά κι εκεί που  ο εχθρός πατάει σήμερα τη γη μου.

Δεν θα το αναγνωρίσω πια το σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό.  Άλλαξε η Κύπρος με το χρόνο,  άλλαξε το χωριό, άλλαξαν όλα, ακόμα και τα σύμβολα του δίκιου.

Είμαι πολύ κοινωνική και δεν αδίκησα ποτέ κανέναν. Και δεν είναι ανάγκη ν’ ανήκεις σε αστερισμό δικαίων για να δικαιούσαι ένα δίκιο. Αυτοί που το δικαιούνται είναι εκείνοι που το έχουν χάσει. Και όλοι μας έχουμε χάσει κατά καιρούς το δίκιο μας. Μα όλοι, πάλι μπορούμε να το δώσουμε πίσω.

Έζησα σαν Κύπρια της διασποράς περισσότερο από τα δύο τρία της ζωής μου.  Και σαν τέτοια, κι από τόσο μακριά, είτε Κονγκό λέγεται αυτό, είτε Αγγλία, είτε πνευματική Γαλλία (γιατί μεταναστεύει κανείς και πνευματικά) είτε μακρινή και απομονωμένη Αυστραλία, δεν αφαίρεσε ποτέ κανείς το σχήμα των συμβόλων της Κύπρου από τα μάτια μου. Η καρδιά μου, μετά από τόσες αλλαγές και μετακομίσεις, μετά από τόσες επαναστάσεις να μη «φύγει» από το τώρα, έφυγε και κέρδισε την ελευθερία της, αλλά ποτέ δεν έχασε το χρώμα της στο θάνατο των συμβόλων. Η καρδιά μου ίσως να μη μου ανήκε ποτέ αλλά ανήκε πάντα στην Κύπρο. Για μένα -κι εύχομαι για τα περισσότερα παιδιά της- το σύμβολο παρέμεινε η Κύπρος και λέγεται ακόμα Κύπρος. Για τούτο, δεν αισθάνθηκα ποτέ μειονεκτικά να μιλήσω τη λαλιά μου, δεν αισθάνθηκα ποτέ μειονεκτικά να πω πως οι παππούδες μου ήταν αγρότες και δεν αισθάνθηκα ποτέ άσχημα να πω πως το επίθετο του πατέρα μου πριν τον υποχρεώσουν οι «καλαμαράδες», οι δάσκαλοι, να το αλλάξει στο δημοτικό σχολείο, το 1931 και να το κάνει ελληνικό, ήταν Τρέππας. Γιατί ήταν ένας  Τρέππας ο πρώτος του πρόγονος στην Κύπρο, που σήμαινε «περαστικός», «διαβάτης». Αργότερα η λέξη πήρε την έννοια του παράνομα περαστικού. Αρχικά ήταν απλά ένας «trespasser» για την Ιερουσαλήμ, ίσως ένας σταυροφόρος. Γιατί το “tres” προέρχεται από το λατινικό «trans», «δια, στα αγγλικά through» και το «pass» είναι και παραμένει η λέξη βαίνω. Δια-βαίνω. Εκείνος ο πάππος μου ήταν όπως οι περισσότεροι «διαβάτες» στην Κύπρο, τον καιρό του Μεσαίωνα, ένας tre(s)passer, ένας περαστικός, σημερινός κι αυριανός, που αγάπησε την Κύπρο τόσο ώστε να μείνει εκεί, και γίνει δικός της, χωρίς να έχει βλέψεις πάνω της. Να γίνει νόμιμος για πάντα. Χωρίς να θέλει να την σπαράξει. Χωρίς να θέλει να την κουβαλήσει έξω από την ιστορία, χωρίς να εποφθαλμιά το χώμα της, χωρίς να θέλει ν’ αφαιρέσει την ταυτότητα εκείνων που πέρασαν από αυτήν και παρέμειναν δικοί της, χωρίς να θέλει να πουλήσει τα σύμβολα και πιστεύω της στις μεγάλες δημοπρασίες της Ευρώπης, χωρίς να θέλει να αφανίσει όσα περνούν από μια διαδικασία ιστορική. Χωρίς να θέλει να την υποχρεώσει σε αλλαγές πέραν απ’ εκείνες που υποχρεώνει ο χρόνος,  χωρίς να θέλει να πάρει τα κληρονομικά της, χωρίς να θέλει να περάσει, παρά μόνο σαν ξένος διαβάτης,  χωρίς να θέλει να την λεηλατήσει και να φύγει. Χωρίς, με λίγα λόγια, να την χρησιμοποιήσει.

Σαν γλωσσολόγος, σήμερα, το γνωρίζω πως το πατρωνυμικό Τρέππας είναι από ρομανική γλώσσα και πως κάποιος δικός μου παλιός, Νορμανδός, ή Βενέτικος ή Ταλιάνος, με λίγα λόγια Φράγκος, άνθρωπος δηλαδή της Δύσης στην ευρύτερή του έννοια, μέσα στα χρόνια που έφυγαν, ήταν τότε ένας ξένος. Ένας ξένος ωστόσο που αγάπησε τον τόπο αυτό, και άφησε το σπέρμα του να γεννηθεί εκεί, και να γίνει του τόπου, όπως γεννήθηκα κι εγώ απ’ αυτό. Ένας ξένος που έγινε Κύπριος σε σημείο που να μη γνωρίζει πια τα πατρογονικά του μέσα στους αιώνες, αλλά να αναγνωρίζει το δίκιο του κάθε λαού. Γιατί από ξένος και περαστικός έγινε δικός. Κάποιος Τρέππας έγινε Κύπριος «τόπακας», και δεν θα θυμότανε ποτέ τίποτε άλλο από την Κύπρο. Δεν το μεμψιμοιρώ πια αυτό το επίθετο. Δεν το υποχρεώνω σε ταπείνωση. Είμαστε όλοι μας από το ένα ή το άλλο σπέρμα, περαστικό ή όχι, αλλά που έμεινε, είτε λέγεται ελληνικό, είτε περσικό, είτε φοινικικό, είτε βενετσιάνικο, είτε φράγκικο, είτε ακόμα κι άλλο. Ακόμα και το προϊστορικό ετεοκυπριακό. Αυτό που έχει σημασία είναι το σύμβολο, αυτό που δεν αφήνει άλλα να εισχωρήσουν επικίνδυνα ανάμεσα στ’ αδέλφια που δέχονται την συγγένεια των συμβόλων και μετατρέπουν το αίμα του καθενός σε πατρίδα αιώνια, αυτήν που δίνει μια ταυτότητα, ταυτότητα που δεν σε κάνει θρασύ, δεν σε κάνει αφιλόξενο. Ταυτότητα που σε δένει σε μια ελπίδα για συνέχιση, σε σμίγει σε ένα είναι, σε ένα λαό: αυτόν που σε κάνει να βλέπεις στον ύπνο σου τις πόλεις της Κύπρου σε κουκκίδες και να λες έχω πατρίδα, είναι αυτό το μέρος που βλέπεις, που το κυκλώνει η θάλασσα. Ξέρω και γράφω στο μυαλό μου το κάθε ακρογιάλι της, το κάθε ακρωτήρι της, την κάθε πόλη της, τα σημειώνω με φωτεινές κουκκίδες πριν με πάρει ύπνος.

Και ξαφνικά μια μέρα οι εικόνες άλλαξαν. Η εικόνα της Κύπρου, η εικόνα του εχθρού η εικόνα των δικών.  Η εικόνα των δικών κυρίως που έχουν μασκαρευτεί για πάντα σε μια παρέλαση οινοπνευματωδών αισθημάτων που κι οι ίδιοι δεν έχουν ξεμεθύσει από τη σκέψη τους, για να μπορούν να δουν τι πάει να πει πατρίδα.  Παζαρεύουν τις φωτεινές κουκκίδες που ενώνουν αυτό το σύμβολο. Το πιοτό της φιλοδοξίας τους μεθάει. Και μακάρι να ήμουν σήμερα μια μικρή λουστράκος (το γραμματικό λάθος στο γένος θα μας πειράξει τώρα;) να γυαλίζω τα παπούτσια εκείνων που ξέρουν να περιμένουν τη συμπλήρωση μιας ταυτότητας, παρά εκείνων που την αφαιρούν αφού πιστεύουν τυφλά πως ήταν πάντα συμπληρωμένη και δική τους.

Οι φονταμενταλιστές δεν μ’ ενοχλούν, ούτε οι αιθεροβάμονες, ούτε ακόμα και οι νοσταλγοί όπως είμαι του λόγου μου. Με ενοχλούν όσοι εκμεταλλεύονται τα πιστεύω του καθενός για να στήσουν παγίδες, παγίδες για όλους, και για τ’ αδέλφια τους ακόμα.

Πεθαίνουμε σήμερα από όλων τις σφαίρες. Εχθρός σου σήμερα είναι όποιος θέλει αυτή τη λεηλασία. Είναι όποιος σου λέει πως «δεν γίνεται» πως «είσαι μικρός» πως «είσαι αδύναμος» «πως πρέπει να λυθείς με το μαχαίρι, γιατί πιέζει ο χρόνος». Ο χρόνος δεν πίεσε ποτέ. Είναι όποιος σου λέει πως η θάλασσα κόβεται από μόνη της.  Κόπηκε κάποτε. Στην ’Εξοδο. Όποιος λέει όσα λεν οι δυνατοί που έχουν αμέτρητα κατασκευασμένα κριτήρια, όποιος λέει όσα δεν θα ήθελε ν’ ακούσει ένας Κύπριος προπάππος, ακόμα κι αν λεγόταν Τρέππας πριν οκτώ αιώνες.

Και ξαφνικά η λέξη trespass άλλαξε. Απέκτησε επιπρόσθετες έννοιες ένας περαστικός. Απέκτησε την έννοια του « enter unlawfully», και άλλαξε κυριολεκτικά και μεταφορικά η λέξη. Και ο διαβάτης δεν είναι πια προσκυνητής. Δεν είναι ο φιλοξενούμενος της καρδιάς  αλλά ο σφαγέας της.

Δεν μπορώ να είμαι φιλική με όσους δεν λατρεύουν μια πατρίδα που τους δόθηκε με τόση καλοσύνη. Δεν μπορώ να παραδώσω ένα σπίτι όταν αυτό το διαβαίνουν γιατί θέλουν να το κατεδαφίσουν. Και δεν μπορώ να μιλήσω για προσκυνητές νηστείας που ξεκουράζονταν παλιά σ’ αυτό γιατί τους έπιανε η θάλασσα Οι λέξεις στο δρόμο… έχασαν τα ρούχα τους. Πώς να τις ντύσω πάλι; Δεν είναι πια το σημείο, η Κύπρος, όπου αποφάσισε το αίμα των προγόνων μου να προσκυνήσει, πριν φτάσει στα Ιεροσόλυμα, κι όπου ένας άκακος, περαστικός πελεγρίνος, ένας προσκυνητής το έκανε προσκύνημα. Είναι το πέρασμα κάθε παράνομου διαβάτη. Και δεν  μπορώ να την παραδώσω σε όσα δεν είναι της συνείδησης. Δεν μπορώ να μη δω την διαφορά μεταξύ του κληροδοτώ και του κληρονομώ. Το κληρονομώ έχει μια παθητική αποδοχή. Δεν μπορείς να την αλλάξεις και είναι σε γενικές γραμμές άσχετη με τη θέλησή μας. Το κληροδοτώ έχει μια ενέργεια από την πλευρά του «δωρητή». Και όσο αθώο κι αν ακούγεται κι όσο αθώο κι αν είναι, γιατί ουσιαστικά έτσι πρέπει να είναι, έχει και τρωτά, αυτή η ενέργεια. Και όσα κληροδοτούνται μπορεί να είναι και ενεργητικά πλαστά, σε φόρμα πολιτικής ιδέας, ιδέας που περιέχει εκρηκτικές ύλες. Και μέσα σε όλα τα άλλα του καλά, το κληροδότημα έχει και εκείνα τα μετρημένα δυσοίωνα κι εκείνα τα επικίνδυνα φαύλα. Σαν το αίμα που αφήνουμε να φαίνεται στο νου όταν πολεμούμε είναι, ή όταν θελήσουμε να πάρουμε στα χέρια τις υποχρεωτικές κληροδοτήσεις των άλλων, εκείνων που έχουν διυλίσει την ιστορία με θρασύτητα…

Εμείς θέλουμε να πάρουμε το σύμβολό μας πίσω με αγάπη, να το πάρουμε με πολλή δουλειά, με πιστότητα, με λεπτομερειακή προσοχή να μην πληγώσουμε, να μην ξεσηκώσουμε ανταρσίες στο πλοίο μας που λέγεται Κύπρος.  Την Κύπρο εκείνων που ξέρουν να φυλάνε τις αξίες της καλοσύνης της.

Ναι, οι λέξεις αλλάζουν έννοιες. Το ίδιο και οι άνθρωποι όταν μεθύσουν.

Τα χέρια μας είναι γεμάτα από το αίμα των δικών μας. Είναι συμβολικό το αίμα, όπως κι αν το μετρήσεις.  Κι αν είναι γιατί σηκώσαμε από το χώμα ένα θανάσιμα τραυματισμένο από μια ιδέα, για να τον σώσουμε, είναι άγιο. Αν είναι γιατί λερώσαμε με μιαρή ιδέα την ιστορία μένει από μας παράνομα λαθραίο τέτοιο αίμα.

Παρακαλώ το παρόν να μας συχωρέσει που βρισκόμαστε μακριά από την Κύπρο. Μα κι έτσι ακόμα είμαστε κοντά της όταν μπορούμε να φτιάχνουμε ό,τι ενώνει, και ό,τι ανήκει χωρίς όρους σ’ αυτήν, και που ακόμα δημιουργείται για τη σωστή καταγραφή της ιστορίας.  Την  ιστορία του κάθε διαβάτη, ξένου ή δικού, έννομου ή παράνομου, κληρονόμου ή κληροδοτούμενου, από άλλες ανάγκες, πνευματικές ή οινοπνευματικές της αφρόνου δόξας! Γιατί εμείς που μένουμε μακριά της μπορεί να είμαστε περισσότερο παιδιά της από αυτούς που μένουν στο χώμα της αλλά είναι περαστικοί, διαβάτες της.