Της ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΑΣ ΠΕΛΩΝΗ
«Η Ελλάδα θα προσέλθει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με την αυτοπεποίθηση και την αποφασιστικότητα που της δίνουν η πληρότητα, η σαφήνεια και η ουσία των επιχειρημάτων της», δήλωνε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Γιώργος Κουμουτσάκος στις 17 Νοεμβρίου του 2008, τη μέρα που η ΠΓΔΜ προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εναντίον της Ελλάδας.

Το πώς φτάσαμε από την «αυτοπεποίθηση» στην καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, είναι η ιστορία μιας σειράς λαθών που έγιναν μέχρι το Βουκουρέστι.

«Θα έχουμε την ευκαιρία να υποβάλουμε σχετικά υπομνήματα, αναπτύσσοντας λεπτομερώς τις ελληνικές θέσεις για τις απροκάλυπτες και συνεχείς παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την ΠΓΔΜ», δήλωνε την ίδια μέρα, ενώ η τότε υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη παραδεχόταν ότι η προσφυγή ήταν «ένα ενδεχόμενο, το οποίο είχε εξετάσει το υπουργείου Εξωτερικών εδώ και μήνες».

Η αλήθεια είναι ότι ο σκοπιανός Πρωθυπουργός Νίκολα Γκρούεφσκι είχε απειλήσει με την προσφυγή, όταν διαφαινόταν ότι η Ελλάδα θα αντετίθετο στην πρόσκληση της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.

Ηταν πριν από το Βουκουρέστι. Τότε, υπήρξαν επανειλημμένες εισηγήσεις υψηλόβαθμων παραγόντων του υπουργείου Εξωτερικών να καταγγελθεί από την Ελλάδα η Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία ούτως ή άλλως είχε γίνει «κουρελόχαρτο» από την εθνικιστική συμπεριφορά των Σκοπίων. Δεν ήταν λίγοι όσοι ήταν πεπεισμένοι ότι από τη στιγμή που η γειτονική χώρα θα προσέφευγε στο Δικαστήριο για παραβίαση της Συμφωνίας με πρόσχημα το ελληνικό «βέτο», επρόκειτο για μια χαμένη για την Ελλάδα υπόθεση. Ομως, οι εισηγήσεις δεν έγιναν δεκτές, καθώς η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών θεωρούσε τότε πως η Αθήνα δεν έπρεπε να ρίξει λάδι στη φωτιά.

Η δεύτερη εναλλακτική που εξετάστηκε και, σύμφωνα με έμπειρους αναλυτές, θα ήταν και η ορθότερη, θα ήταν να προχωρήσει η Ελλάδα σε αντιπροσφυγή, να ισχυριστεί δηλαδή, ότι η ΠΓΔΜ ήταν αυτή που με τη συμπεριφορά της παραβίασε επανειλημμένα την Ενδιάμεση Συμφωνία. Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας τακτικής, θα ήταν ότι οι δύο υποθέσεις θα συνδικάζονταν και, άρα, το Δικαστήριο δεν θα απέρριπτε, όπως έκανε τη Δευτέρα, αλλά θα εκτιμούσε περισσότερο τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς.

Παρότι η επίσημη γραμμή σήμερα είναι πως η αντιπροσφυγή δεν έγινε επειδή αν τα στοιχεία δεν κρίνονταν επαρκή από το Δικαστήριο, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μπούμερανγκ για την Ελλάδα (να ανοίξει δηλαδή ζητήματα που η Αθήνα δεν ήθελε να ανοίξει) οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι η μη κατάθεση αντιπροσφυγής ήταν πολιτική επιλογή του 2008.

Οπως και να ‘χει, όλοι αναγνωρίζουν σήμερα ότι το βασικό διπλωματικό ολίσθημα της ελληνικής πλευράς δεν ήταν η αντίρρηση στην πρόσκληση της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αλλά το γεγονός ότι διατυπώθηκε από επίσημα κυβερνητικά χείλη πριν και μετά το Βουκουρέστι και μάλιστα από τον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή. Δηλαδή, δεν ήταν η ουσία της υπόθεσης με την οποία δεν ασχολήθηκε το Δικαστήριο, αλλά η συμπεριφορά της Ελλάδας στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου και μόνο αυτό για το οποίο καταδικάστηκε.

ΤΑ ΝΕΑ