Του Νίκου Λυγερού

Όταν ο χειμώνας ξεπέρασε το λευκό, δεν μπορούσαμε πια να ζεσταθούμε παρά μόνο μαζί, αλλιώς κανείς μας δεν θα τον άντεχε μόνος. Τα δάκτυλά μας έσπαζαν σαν ξερά κλαδιά που άφησαν τη ζωή, αλλά δεν σταματήσαμε ούτε στιγμή να γράφουμε την ιστορία όταν οι άλλοι παρέμεναν σκλάβοι του καθεστώτος, διότι δεν ήθελαν να αντισταθούν στη βαρβαρότητα ενός συστήματος που κατασπάραζε τους ανθρώπους, λες και ήταν έντομα ανώφελα στην ταξική κοινωνία. Τα κεριά μας, μας φώτιζαν ίσα ίσα για να δούμε τα γράμματα που άφηνε η πένα μας πάνω στο γέρικο χαρτί, πάντα έτοιμο για τη θυσία του έργου.

Κι εσύ πάντα ντυμένη με τα πανέμορφα ρούχα σου, με κοίταζες σιωπηλή μέσα στην αγκαλιά σου. Ήσουν πάνω μου και πρόσεχες κάθε λάθος που θα μπορούσα να κάνω. Ήθελες να είναι τέλεια η προκήρυξη για να μάθει όλος ο κόσμος ότι υπάρχει η αντίσταση και ότι η θυσία ήταν έτοιμη. Πρόσεχες τα χέρια που αγαπούσες, ενώ ήξερες ήδη ποιος ήταν ο σκοπός τους και τι θα κρατούσαν σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες, για μερικά δευτερόλεπτα μονάχα. Ύστερα ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός και θα ερχόταν η άνοιξη για τους άλλους ακόμα κι αν εμείς δε θα την προλαβαίναμε.