Του Θανου Π. Ντοκου, Γενικού διευθυντή του ΕΛΙΑΜΕΠ

Ο κατάλογος των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα παραμένει, δυστυχώς, αρκετά μακρύς. Αναμφίβολα δεν πρόκειται για μια φυσιολογική ή ικανοποιητική κατάσταση, ιδιαίτερα εφόσον κεντρική επιδίωξη της Τουρκίας είναι να γίνει πλήρες μέλος σε μια ένωση δημοκρατικών κρατών στην οποία ανήκει και η Ελλάδα.

Στα «παραδοσιακά» σημεία τριβής προστέθηκε την τελευταία δεκαετία και το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης. Η Ελλάδα κατηγορεί την Τουρκία ότι δεν εμποδίζει τη διέλευση παράνομων μεταναστών προς την Ελλάδα, παραβιάζοντας τόσο τις συμβατικές υποχρεώσεις της, όσο και τις σχέσεις καλής γειτονίας.

Πόσο ακριβείς είναι αυτές οι κατηγορίες;
Είναι γεγονός ότι η Τουρκία αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα «περάσματα» για πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες από την Αφρική και, κυρίως, από την Ασία. Η δε ουσιαστική κατάργηση της ταξιδιωτικής θεώρησης (βίζα) για υπηκόους χωρών της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής εξυπηρετεί μεν άλλους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά διευκολύνει και την παράνομη μετανάστευση από τις χώρες αυτές. Η παραμονή όλων αυτών των ανθρώπων στην τουρκική επικράτεια δεν είναι επιθυμητή ούτε για την Τουρκία, ούτε για τους ίδιους τους μετανάστες, τελικός προορισμός των οποίων είναι χώρες της Δυτικής Ευρώπης ή της Βόρειας Αμερικής. Ο επαναπατρισμός τους, εθελοντικός ή υποχρεωτικός, ομολογουμένως δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Η Τουρκία φαίνεται να επέλεξε λοιπόν τη λύση χαμηλότερου κόστους για την ίδια: τη διευκόλυνση της συνέχισης του ταξιδιού των παράνομων μεταναστών προς την Ευρώπη, διαμέσου της Ελλάδας.

Δεν εγκαλεί φυσικά κανείς την τουρκική κυβέρνηση για τη δράση δουλεμπορικών κυκλωμάτων. Τέτοια κυκλώματα λειτουργούν, δυστυχώς, και στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες. Είναι τέτοια τα αναμενόμενα κέρδη που μόνο άμεσα εφαρμόσιμες εξοντωτικές ποινές μπορούν να βάλουν ένα σχετικό φραγμό στη δράση των σύγχρονων δουλεμπόρων (συμπεριλαμβανομένων και των εμπόρων ανθρώπινης σαρκός).

Υπάρχουν, όμως, σαφείς ενδείξεις, που τεκμηριώνονται και από μαρτυρίες του προσωπικού της Frontex, ότι οι επίσημες τουρκικές αρχές «κάνουν τα στραβά μάτια». Ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα αν πρόκειται για χρηματισμό των αρμοδίων ή οδηγίες από ανώτερα κλιμάκια. Οποια και αν είναι η εξήγηση, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Η Ελλάδα κατακλύζεται από παράνομους μετανάστες που εισέρχονται σε ελληνικό έδαφος, είτε διά ξηράς μέσω των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θράκη είτε διά θαλάσσης, αποβιβαζόμενοι σε κάποιο από τα εκατοντάδες ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Οταν συλλαμβάνονται από τις ελληνικές αρχές ή τη Frontex και κατατίθεται αίτημα επανεισδοχής τους, σπανιότατα η απάντηση των τουρκικών αρχών είναι καταφατική, παρά την ύπαρξη διμερούς συμφωνίας που προβλέπει αυτή ακριβώς τη διαδικασία.

Τον τελευταίο καιρό η τουρκική πλευρά συνδέει την υποχρέωσή της να συνεργαστεί με την Ελλάδα και την Ε.Ε. σε ζητήματα ελέγχου της παράνομης μετανάστευσης με την κατάργηση ή χαλάρωση των περιορισμών για έκδοση βίζας για Τούρκους επισκέπτες στην Ελλάδα και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι γεγονός ότι η ευκολότερη έκδοση βίζας θα ωφελούσε τουριστικά τη χώρα μας. Ωστόσο, πρόκειται για απόφαση που δεν μπορεί να ληφθεί μόνο από την Ελλάδα, ενώ είναι γνωστές οι σχετικές ευαισθησίες Γερμανών, Αυστριακών και άλλων Ευρωπαίων σχετικά με την ελεύθερη μετακίνηση Τούρκων υπηκόων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, βίζες και λαθρομετανάστευση αποτελούν δύο τελείως διαφορετικά ζητήματα και δεν πρέπει να επιχειρείται η σύνδεσή τους με κανένα τρόπο.

Η τουρκική στάση στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης συμβάλλει στην πρόκληση σημαντικού προβλήματος στην ελληνική ασφάλεια και κοινωνική σταθερότητα, αλλά και στις σχέσεις της με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και δεν νοείται να συνεχιστεί. Εχει δε αυξανόμενο κόστος και για την εικόνα της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ως αποτέλεσμα τόσο των ελληνικών αιτιάσεων, όσο και των αναφορών της Frontex και άλλων ευρωπαϊκών υπηρεσιών. Ασφαλώς η ευκταία λύση θα ήταν μια κοινή προσπάθεια με την Τουρκία, με οικονομική στήριξη -αν απαιτηθεί- από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν θα απάλλασσε την Ε.Ε. από την ανάγκη άμεσης αλλαγής του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ στην κατεύθυνση της δικαιότερης κατανομής των μεταναστευτικών βαρών μεταξύ των μελών της Ε.Ε.

Η σημερινή τουρκική πολιτική ηγεσία δείχνει να θέλει να απομακρυνθεί από ορισμένες πρακτικές του παρελθόντος σε διάφορα ζητήματα. Η αποτελεσματική συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας στο ζήτημα του ελέγχου της παράνομης μετανάστευσης, σε συνδυασμό με τον περιορισμό άλλων συμπεριφορών στο Αιγαίο που επιβαρύνουν τις διμερείς σχέσεις χωρίς προφανές όφελος για την Τουρκία, θα αποτελούσε μια εξαιρετική βάση για την ουσιαστική αναβάθμιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.