Του Γιώργου Παυλόπουλου

Ποτέ στη διάρκεια των τριών προηγούμενων ετών, από τότε δηλαδή που έσκασε η βόμβα της Lehman Brothers, δεν είχαν διατυπωθεί τόσο δραματικές προειδοποιήσεις για το μέλλον του ευρώ και της Ε.Ε. και μάλιστα ταυτόχρονα, από τόσους πολλούς ηγέτες της Ευρώπης.

«Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιο είναι το όραμά μας», είπε την Πέμπτη ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ξεκαθαρίζοντας ότι ο ίδιος και η κεντρική τράπεζα δεν μπορούν ούτε θέλουν να υποκαταστήσουν το ρόλο των κυβερνήσεων και των πολιτικών. «Οφείλουμε να αποφύγουμε τη διάχυση της κρίσης, εάν επιθυμούμε να αποτρέψουμε την αποσύνθεση της Eυρωζώνης», προειδοποίησε την ίδια μέρα ο επίτροπος Όλι Ρεν. «Διακυβεύονται έξι δεκαετίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ξεκαθάρισε από την πλευρά του ο Μάριο Μόντι, καθώς η Ιταλία αισθάνεται ήδη την απειλή της επερχόμενης θύελλας.

«Τι θα γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση; Ο ένας δρόμος οδηγεί στην πλήρη διάλυση του ευρώ, με όλες τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο. Ο άλλος περιλαμβάνει μια άνευ προηγουμένου μεταφορά πλούτου από τη μία χώρα στην άλλη, με αντάλλαγμα την παράδοση της εθνικής κυριαρχίας. Ο καθένας χώρια ή όλοι μαζί σε ένα υπερκράτος – αυτές δείχνουν να είναι σήμερα οι εναλλακτικές λύσεις», έγραφε το βρετανικό περιοδικό Economist στο προηγούμενο τεύχος του – τασσόμενο σαφώς υπέρ της δεύτερης επιλογής. «Βρισκόμαστε πολύ κοντά στη διάλυση. Είτε θα προχωρήσουμε μπροστά πολύ γρήγορα είτε θα υποχωρήσουμε, αποσυντιθέμενοι», συμφώνησε με τις δηλώσεις του ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ, ένας από τους φανατικότερους υπέρμαχους της ολόπλευρης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Μήπως ξαφνικά συνειδητοποίησαν οι πάντες ότι μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την Eυρωζώνη (πιθανόν δε και από την Ε.Ε.) δεν είναι τόσο απλή υπόθεση και θα ανοίξει τον aσκό του Αιόλου;

Αυτή είναι, αναμφίβολα, η μία πλευρά του νομίσματος: ύστερα από 60 σχεδόν χρόνια συνεχών διευρύνσεων, που πρόσθεταν στην ευρωπαϊκή σημαία το ένα αστέρι μετά το άλλο, μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε την έναρξη της αντίστροφης πορείας, με άδηλη κατάληξη. Και, φυσικά, όσο κι αν κάποιοι (για ευνόητους λόγους) δεν το παραδέχονται, θα αποτελούσε μια στρατηγική ήττα για τις ελίτ της Ευρώπης και τις φιλοδοξίες τους, υπονομεύοντας παράλληλα τη θέση τους στη νέα εποχή, των μεγάλων ανταγωνισμών και ανακατατάξεων.

Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά, η οποία τις τελευταίες μέρες κυριαρχεί, καθώς η Ισπανία οδεύει με μαθηματική ακρίβεια προς την καρμανιόλα των Μνημονίων. «Το επείγον ερώτημα ποιος θα προσφέρει τα χρήματα που χρειάζεται η Ισπανία για να παραμείνει ζωντανή, είναι η τελευταία πρόκληση με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, καθώς η Ισπανία εκτοπίζει ταχύτατα την Ελλάδα από το επίκεντρο της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη», έγραφαν χαρακτηριστικά οι New York Times, την Πέμπτη.

Πράγματι, στο μεγάλο αδελφό της Ιβηρικής όλα σχεδόν θυμίζουν τα όσα είχαν προηγηθεί της ένταξης Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας στους μηχανισμούς στήριξης: οι «τρύπες» στον προϋπολογισμό και τις τράπεζες αποδεικνύονται πολύ μεγαλύτερες από ό,τι έλεγε η κυβέρνηση, το κόστος δανεισμού αγγίζει το επικίνδυνο όριο του 7%, ενώ αυξάνεται κατακόρυφα η εκροή κεφαλαίων από τη χώρα – μάλιστα, έχει εκτιναχθεί και ο αριθμός των Ισπανών που αγοράζουν ακίνητα στο… Λονδίνο!

Με απλά λόγια: Εάν στη μικρή και αδύναμη Ελλάδα (το ΑΕΠ της οποίας αντιστοιχεί μόλις στο 2% του ευρωπαϊκού) το διακύβευμα είναι κυρίως πολιτικό, στην Ισπανία δοκιμάζονται συνολικά οι αντοχές του οικοδομήματος της Ε.Ε. και των μηχανισμών του (συμπεριλαμβανομένων των EFSF και ESM), που ήδη δέχονται αφόρητες πιέσεις. Βλέποντας δε την τροπή που παίρνουν οι εξελίξεις, οι περισσότεροι μοιάζουν να συμφωνούν ότι η Ευρώπη και κυρίως η υπερδύναμή της, η Γερμανία, δεν είναι σε θέση να αντέξουν τη «δίδυμη κρίση», πολύ δε περισσότερο να βγουν αλώβητες από αυτήν.

Αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η χώρα αντέχει την έξοδο από το ευρώ, ενώ μπορεί και να βγει ωφελημένη

Η οικονομία της Ισπανίας έχει διπλάσιο μέγεθος από ό,τι οι αντίστοιχες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας μαζί. Η χρηματοδότηση των αναγκών της, λοιπόν, απαιτεί πολύ περισσότερα κεφάλαια, σε μια περίοδο «στενότητας» στις αγορές – κι αυτό, ασφαλώς, την καθιστά πολύ πιο ευάλωτη σε κερδοσκοπικές πιέσεις και εκβιασμούς.

Επίσης, αν και το δημόσιο χρέος της είναι σχετικά χαμηλό, μεγάλο μέρος του βρίσκεται στα χέρια εγχώριων πιστωτών, καθιστώντας τα προβλήματα στην αναχρηματοδότησή του ακόμη πιο επώδυνα για τη χώρα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Ισπανία έχει τεράστιο άνοιγμα με τα «ανοίγματα» των ιδιωτών της, τα οποία τη φέρνουν στην τρίτη θέση παγκοσμίως όσον αφορά στο συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, το μέγεθος της ισπανικής οικονομίας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αποτελούν πλεονέκτημα και ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για κάθε κυβέρνηση.

Ορισμένοι δε αναλυτές τολμούν να πουν ότι αυτά ακριβώς τα στοιχεία επιτρέπουν στη Μαδρίτη να επιλέξει, εφόσον το επιθυμεί, ακόμη και την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Παρουσιάζουν, μάλιστα, επιχειρήματα τα οποία συνάδουν με αυτή την επιλογή και καθιστούν την Ισπανία δύσκολη «αντίπαλο» για τη Μέρκελ.