Ο αστυνομικός σίγουρος για τα λεγόμενά του επέμενε πως δεν θα μπορούσε να έχει βιάσει τη νεαρή γιατί ένας μουλάς τούς είχε παντρέψει πριν από τη σεξουαλική επαφή. «Αφότου εγκριθεί ο γάμος, οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή δεν θεωρείται βιασμός» δήλωσε ο 42χρονος Κχονταϊντάτν, ο οποίος πριν εμπλακεί στην υπόθεση εργαζόταν στην αφγανική Αστυνομία. Ο αδελφός του, ο Γκχουλάμ Σακχί, ο οποίος κατηγορείται από την κοπέλα για συμμετοχή στην απαγωγή της, δήλωσε πως «στην κουλτούρα των Παστούν, τα κορίτσια δεν έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν τη γνώμη τους αναφορικά με ποιον θα παντρευτούν. Οποιον επιλέξουν οι γονείς τους για εκείνες, εκείνον πρέπει να παντρευτούν». Επίσημα, κανένας από τους δύο άνδρες δεν έχει κατηγορηθεί και αμφότεροι αρνούνται τους ισχυρισμούς της νεαρής.
Οι εισαγγελείς, τα μέλη της οικογένειας και οι υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαφωνούν με την περιγραφή των όσων συνέβησαν στη Λαλ Μπίμπι. Ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι απήχθη και βιάστηκε δίχως να έχει πραγματοποιηθεί γάμος. Αντιμάχονται επίσης την ιδέα ότι ο γάμος υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να θεωρηθεί νόμιμος ή να απαλλάξει κάποιον από την κατηγορία του βιασμού. Σύμφωνα με τον Μοχαμέντ Σαρίφ Σαφί, στρατιωτικό εισαγγελέα του Κουντούζ, την πόλη όπου συνέβη το περιστατικό, ο αναγκαστικός γάμος δεν αναγνωρίζεται από τον αφγανικό νόμο ενώ οι συνεντεύξεις που έδωσαν οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση αποδεικνύουν πως αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μονάχα η μοίρα της νεαρής Λαλ. Η υπόθεσή της αναδεικνύει τη διατήρηση των φυλετικών ηθών, την ευθραυστότητα των νέων νόμων για την προστασία των γυναικών και την ισχύ των ένοπλων ανδρών.

Οι γονείς της νεαρής αποφάσισαν να απευθυνθούν στις Αρχές και να κοινοποιήσουν την υπόθεσή της, με αποτέλεσμα να εμπλακεί και ο Πρόεδρος του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάι, ο οποίος απαίτησε να προσέλθουν οι κατηγορούμενοι ενώπιον της δικαιοσύνης και να αφοπλιστεί η μονάδα στην οποία συμμετείχε ο κατηγορούμενος αστυνομικός. Ομως, μέλη του αφγανικού Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας θεωρούν πως η αντιμετώπιση της υπόθεσης με τον συγκεκριμένο τρόπο ενδέχεται να αμαυρώσει την εικόνα της νεοσύστατης τοπικής Αστυνομίας, ενός δικτύου στρατιωτικών εκπαιδευμένων από τους Αμερικανούς και επιφορτισμένου με το καθήκον της διατήρησης της τάξης και της αντιμετώπισης των Ταλιμπάν. Από την άλλη πλευρά, εισαγγελείς και ακτιβιστές, παρ’ όλο που συμφωνούν πως η ασφάλεια είναι απαραίτητη, επιδιώκουν να δείξουν ότι το Αφγανιστάν έχει αλλάξει και πως η ισχύς των όπλων δεν είναι υπεράνω του κράτους δικαίου.

«Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αναλφάβητοι και αμόρφωτοι» – ισχυρίζεται Μοχαμέντ Σαρίφ Σαφί – «κανένας δεν τους εξήγησε ποια είναι η δουλειά τους, δεν έχουν κανέναν κώδικα συμπεριφοράς, οι περισσότεροι είναι πρώην μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων που διατηρούν τη νοοτροπία που είχαν και πριν από 15 χρόνια. Θεωρούν πως μπορούν ακόμη να σκοτώνουν και να βιάζουν δίχως να τιμωρούνται. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι δεν είχαν αποτέλεσμα τα τόσα χρήματα που η διεθνής κοινότητα έχει δαπανήσει για τη βελτίωση της κατάστασης των γυναικών στο Αφγανιστάν. Η κακομεταχείρισή τους είναι φαινόμενο καθημερινό. Οι τραγικές συνθήκες ζωής τους δεν έχουν αλλάξει».