Των Joshua Aizenman, Ilan Noy

Οι χώρες που έχουν βιώσει στο παρελθόν τραπεζικές κρίσεις είναι λιγότερο ευάλωτες σε αυτές στο μέλλον; Αυτό το άρθρο υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα, οι προηγούμενες κρίσεις μπορούν να καταστήσουν τις μελλοντικές κρίσεις πιο πιθανές. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία από μια διαδικασία μάθησης από τα παρελθόντα λάθη, καθώς οι αρχές συχνά υστερούν του ρυθμού καινοτομίας του τραπεζικού κλάδου. Η προετοιμασία για την αποφυγή της προηγούμενης κρίσης δεν αποτρέπει την επόμενη, και φαίνεται ότι το δόγμα «too big to fail» παρέχει κάλυψη για τις τράπεζες, γεγονός που καθυστερεί την ημέρα της προσαρμογής. Κοιτάζοντας τις πρόσφατες τραπεζικές κρίσεις, οι Gourinchas και Obstdeld (2012) έχουν προσδιορίσει ότι οι εγχώριες πιστωτικές εκρήξεις και η ανατίμηση των νομισμάτων είναι οι πιο σημαντικοί προάγγελοι μελλοντικών τραπεζικών κρίσεων τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Μια αισιόδοξη εκτίμηση είναι ότι οι χώρες που προηγουμένως πέρασαν τραπεζικές κρίσεις , τείνουν να είναι πιο προσεκτικές. Η αποτελεσματική και γρήγορη προσαρμογή του επίσημου και του χρηματοπιστωτικού τομέα στα χρηματοοικονομικά ρίσκα, μπορεί να μειώσει την πιθανότητα των μελλοντικών τραπεζικών κρίσεων. Ωστόσο, ενδεχόμενη καθυστερημένη προσαρμογή –συνήθως αναβολές- μπορεί να συνεπάγεται ότι οι προηγούμενες κρίσεις δεν επηρεάζουν την πιθανότητα μελλοντικών κρίσεων.

Αυξημένη πιθανότητα τραπεζικής κρίσης;
Στη μελέτη των Aizenman και Noy (2012), εξετάζουμε τα στοιχεία και κατά περίεργο τρόπο, δεν κατορθώσαμε να βρούμε κάποια αποτελεσματικά μαθήματα από τις παρελθούσες τραπεζικές κρίσεις. Μια πρόσφατη εμφάνιση μιας τραπεζικής κρίσης, κατά μέσο όρο, δεν μειώνει και μπορεί ακόμη και να αυξήσει την πιθανότητα μελλοντικών κρίσεων. Εξετάζουμε επίσης τους παράγοντες που καθορίζουν το βάθος των τραπεζικών κρίσεων. Βρήκαμε ότι για τις χώρες με εισοδήματα μετρίου επιπέδου, η μεγαλύτερη διαφάνεια των λογαριασμών κεφαλαίων συνδέεται με χαμηλότερη πιθανότητα εμφάνισης τραπεζικής κρίσης, με χαμηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων στη διάρκεια της κρίσης και με υψηλότερα επίπεδα «χαμένης» παραγωγής στον απόηχο της κρίσης. Ωστόσο, δεν βρίσκουμε κανένα στοιχείο ότι η ιστορία προηγούμενης έκθεσης του τραπεζικού κλάδου σε επεισόδια συστημικής κρίσης, φαίνεται να έχει σημασία.

Ιστορία και τραπεζικές κρίσεις
Εκτιμούμε την πιθανότητα εμφάνισης μιας τραπεζικής κρίσης, χρησιμοποιώντας ένα πίνακα διακρατικών στοιχείων για τραπεζικές κρίσεις, με βάση τα πρόσφατα, ανανεωμένα στοιχεία για αντίστοιχες κρίσεις των Laeven και Valencia (2012). Χρησιμοποιούμε στοιχεία για το 1980-2010, για όλες τις χώρες που υπάρχουν διαθέσιμα. Για τις μεταβλητές ελέγχου, βασιζόμαστε σε πρόσφατες προηγούμενες έρευνες. Επιπλέον, προσθέτουμε δύο ελέγχους. Πρώτον, την ιστορία των τραπεζικών κρίσεων για κάθε χώρα –έναν δυαδικό δείκτη που εμφανίζει εάν η τραπεζική κρίση έλαβε χώρα στην προηγούμενη δεκαετία- και δεύτερον, ένα παρόμοιο μέτρο της ιστορίας των νομισματικών κρίσεων. Επειδή η εμφάνιση της κρίσης θα επηρεάσει όλες αυτές τις μεταβλητές, περιλαμβάνονται στον προσδιορισμό με ένα χρόνο υστέρηση.

Οι διαφορές μεταξύ χωρών με υψηλά και μεσαία εισοδήματα
Μια αξιοσημείωτη παρατήρηση είναι ότι από τη στιγμή που περιλαμβάνουμε τα στοιχεία από τα πιο πρόσφατα χρόνια, η συχνότητα των τραπεζικών κρίσεων δεν έχει κάποια διαφορά μεταξύ των χωρών με υψηλά και μεσαία εισοδήματα. Ιστορικά ωστόσο, οι χώρες με μεσαία εισοδήματα ήταν πιο εκτεθειμένες στις τραπεζικές κρίσεις. Για το δείγμα των (28) χωρών με υψηλά εισοδήματα, το εκτιμώμενο μοντέλο φαίνεται να είναι μέτρια χρήσιμο στην πρόβλεψη των τραπεζικών κρίσεων. Ανακαλύπτουμε ότι μια προηγούμενη εμπειρία στις τραπεζικές κρίσεις αυξάνει την πιθανότητα να συμβεί μια άλλη. Για το δείγμα των (74) χωρών με μεσαία εισοδήματα, η τραπεζική ιστορία είναι θετική και σημαντική (αν και το δείγμα είναι περίπου το μισό από αυτό των χωρών με υψηλό εισόδημα). Στο δείγμα των χωρών με μεσαίο εισόδημα, οι μεταβλητές της ιστορίας των νομισματικών κρίσεων αυξάνουν επίσης την πιθανότητα μιας τραπεζικής κρίσης (περίπου το μισό από το συντελεστή της τραπεζικής κρίσης). Ανακαλύπτουμε επίσης ότι η υψηλότερη τραπεζική ρευστότητα μειώνει την πιθανότητα μιας τραπεζικής κρίσης, ενώ η πιστωτική επέκταση πριν από την κρίση, την αυξάνει.

Η τρέχουσα κρίση
Εστιάζοντας στην περίοδο 2008-2010, το εκτιμώμενο μοντέλο παρέχει ισχυρή ικανότητα πρόβλεψης. Η μεταβλητή της τραπεζικής ιστορίας είναι θετική και σημαντική, όπως και με το δείγμα μεγαλύτερης χρονικής περιόδου, αλλά με μεγαλύτερο συντελεστή. Επίσης διερευνούμε τους καθοριστικούς παράγοντες του μεγέθους των τραπεζικών κρίσεων, με βάση τη νεότερη έκδοση των στοιχείων της τραπεζικής κρίσης (Laeven και Valencia 2012), όπου οι συγγραφείς επίσης περιλαμβάνουν τρεις μεταβλητές για την μέτρηση του βάθους της κρίσης:

Την απώλεια παραγωγής, υπολογιζόμενη ως απόκλιση του ΑΕΠ από μια υπολογισμένη τάση
Το δημοσιονομικό κόστος, ως ποσοστό του ΑΕΠ
Το υψηλότερο επίπεδο που έφθασαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μετρούμενο ως ποσοστό επί τοις εκατό των συνολικών δανείων.

Αποτελέσματα
Έχουμε βρει ότι η υψηλότερη ανάπτυξη του ΑΕΠ πριν από την κρίση, συνδέεται με λιγότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η μεγαλύτερη διαφάνεια λογαριασμών κεφαλαίων, σχετίζεται με τα χαμηλότερα επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων και με υψηλότερα επίπεδα οικονομικών διαταραχών, όπως καταμετράται από τη «χαμένη» παραγωγή. Για το δημοσιονομικό κόστος της κρίσης, ο μόνος σημαντικός (και θετικός) συντελεστής είναι ο δείκτης συμμετοχής σε πρόγραμμα του ΔΝΤ. Επίσης δεν βρίσκουμε στοιχεία ότι η ιστορία προηγουμένων τραπεζικών κρίσεων έχει σημασία για το βάθος της τρέχουσας κρίσης που βιώνουμε.

Οι ρυθμιστικές αρχές παίζουν κρυφτούλι
Μια πιθανή εξήγηση για την αποτυχία μας να ανιχνεύσουμε μια μαθησιακή διαδικασία από προηγούμενες τραπεζικές κρίσεις, είναι ότι οι ρυθμιστικές αρχές και οι αρχές χάραξης πολιτικής μαθαίνουν, αλλά με έναν ρυθμό που δεν συνάδει με τη δυναμική εξέλιξη της σύγχρονης τραπεζικής. Οι ρυθμιστικές αρχές συχνά ετοιμάζονται να αποτρέψουν την τελευταία κρίση, και όχι την επόμενη, καθώς τα περιγράμματα των μελλοντικών τρωτών σημείων είναι ασαφή. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια πιθανή λύση μπορεί να επισημάνει την ανάγκη για επιβράδυνση της διάδοσης των χρηματοοικονομικών καινοτομιών, αντιμετωπίζοντάς τις ως επικίνδυνες μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Αυτή η επιφυλακτική στάση μπορεί να αναδείξει την ανάγκη για πιο αυστηρή μόχλευση και ποσοστά αποθεματικών, και να μπλοκάρει την εισαγωγή χρηματοοικονομικών καινοτομιών που μπορεί να είναι «πολύ έξυπνες κατά το ήμισυ», για χρήστες και για τις ρυθμιστικές αρχές.

Too big to fail
Μια πιο προβληματική ερμηνεία είναι ότι η υψηλή πολιτική επιρροή πάνω στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι πιθανό να μειώσει τους πόρους που διατίθενται για τις ρυθμιστικές αρχές, και την ικανότητά τους να επιβάλλουν τακτικές που κρίνονται υπερβολικά δαπανηρές για και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτή η ανησυχία οφείλεται κυρίως στο δόγμα του «too big to fail», όπου ο υπερβολικός κίνδυνος που συνδέεται με την ανάληψη υψηλού ρίσκου από τα τραπεζικά συστήματα, απαιτοεί αντικρουόμενες σχέσεις μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών και του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πολιτικές με στόχο την περιστολή της πολιτικής επιρροής σε μεγάλους τραπεζικούς οργανισμούς, μπορεί να βοηθήσει. Ωστόσο, τέτοιες πολιτικές ίσως είναι δύσκολο να εφαρμοστούν σε χώρες που υπάρχουν λίγοι και μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί «παίκτες» με άνετες διασυνδέσεις με την πολιτική διαδικασία και με μεγάλους ομίλους.

Ερμηνεύουμε τα αποτελέσματά μας ως συνεπή με μια διαφορετική προσέγγιση ανά κλάδο, προσαρμοσμένα σε υποθετικές κρίσεις. Ο ιδιωτικός κλάδος, λόγω των αυστηρότερων περιορισμών, προσαρμόζεται ταχύτερα, ενώ η κυβέρνηση προσαρμόζει με μικρότερη ταχύτητα ύστερα από μια κρίση. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος μπορεί να βρεθεί μεταξύ των δύο. Το δόγμα «too big to fail», συνδεδεμένο με τις μεγάλες τράπεζες, παρέχει σε αυτές έναν πιο ήπιο περιορισμό των προϋπολογισμών, καθυστερώντας την ημέρα της προσαρμογής. Για κάποιες, καθυστερώντας τη χρεοκοπία. Περιστασιακά, ο διαχωρισμός μεταξύ των τραπεζών και του δημόσιου τομέα είναι σκοτεινός, καθυστερώντας περαιτέρω τις αναγκαίες προσαρμογές του χρηματοπιστωτικού τομέα.

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)