Ένα ενδιαφέρον e-mail έλαβε σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times τον περασμένο μήνα ο Ευρωπαίος Επίτροπος Olli Rehn, από υψηλόβαθμο στέλεχος της Deutsche Bank που του πρότεινε να υιοθετήσει η Ευρώπη μια πιο σκληρή στάση απέναντι στα hedge funds που είχαν αγοράσει ελληνικά ομόλογα. Χαρακτηριστικά, προέτρεπε τους αξιωματούχους να χρησιμοποιήσουν έναν νόμιμο μηχανισμό που θα τα ανάγκαζε να πουλήσουν σε χαμηλότερη τιμή από αυτή που θα αποδέχονταν οικειοθελώς.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η κίνηση αυτή θα ήταν νόμιμη και δεν θα αναστάτωνε τις αγορές, όπως υποστήριζε ο Hakan Wohlin. Με την κίνηση αυτή που θα ανάγκαζε τα hedge funds να πουλήσουν σε χαμηλή τιμή  στα 28 με 30 σεντς τα ομόλογα αντί 34- 35 σεντς που στόχευαν, η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει σημαντική μείωση χρέους σε λογικό κόστος.

Στην τελευταία όμως «αναμέτρηση» των ιδιωτών επενδυτών για το ελληνικό χρέος, η Ευρώπη «έχασε». Με τα hedge funds και τα χρηματοοικονομικά lobby να προειδοποιούν για κρίση στην αγορά, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι απέρριψαν την σκληρή γραμμή προσέγγισης. Έτσι οι κερδισμένη της διαδικασίας ήταν τα hedge funds που απέσπασαν μεγαλύτερα κέρδη από αυτά που αρκετοί ανέμεναν.

Για κάποιους ειδικούς το τελευταίο κεφάλαιο στο ελληνικό «δράμα» αποτελεί ακόμα μια ένδειξη για τον τρόπο που οι Ευρωπαίοι χειρίστηκαν διάφορα στάδια της κρίσης. 

Φέτος στην Ελλάδα, τα λεγόμενα «ληστρικά» funds όπως το Dart Management πληρώθηκαν στο ακέραιο μετά την άρνησή του να δεχτεί να υποστεί ζημιές ως μέρος της διάσωσης ύψους 100 δισ. ευρώ που συμφώνησε η Ελλάδα με την Ευρώπη τον Μάρτιο. 

Όπως επισημαίνει το άρθρο επικαλούμενο τραπεζίτες και επενδυτές ήταν αμερικανικά και ευρωπαϊκά hedge funds όπως το Greylock Capital, Fir Tree, Brevan Howard και Third Point. Τα κέρδη σε πολλούς εξ’ αυτών έφτασαν και κάποιες φορές ξεπέρασαν το 100%.

Θα έπρεπε σύμφωνα με τoυς New York Times να ευχαριστήσουν το IIF,  που έπεισε τις Βρυξέλες , τη Ρώμη και τη Μαδρίτη ότι, μια πιο επιθετική προσέγγιση στα hedge funds θα δημιουργούσε ένα νέο γύρο χάους στην αγορά.

Σύμφωνα με την προειδοποίηση του IIF εάν η Αθήνα έθετε σε εφαρμογή τους νομικούς μηχανισμούς, γνωστά ως CACs (ρήτρες συλλογικής ευθύνης) οι επενδυτές θα σταματούσαν να αγοράζουν ομόλογα των «αδύναμων» ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό θα αποτελούσε αρνητική εξέλιξη τόσο για την Ισπανία όσο και για την Ιταλία. 

Γνώστες αυτού του επιχειρήματος ήταν ένας στενός «κύκλος» τραπεζιτών και δικηγόρων μεταξύ των οποίων ο Wohlin της Deutsche Bank και ο Adam Lerrick πρώην τραπεζίτης και πρόσωπο που σχετίζεται με το American Enterprise Institute.

Αυτοί σύμφωνα με το δημοσίευμα, υποστήριξαν ότι τα CACs έχουν νόμιμη λειτουργία να βοηθήσουν χώρες κοντά στην πτώχευση να συνάψουν συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους τους με την πλειοψηφία των ομολογιούχων και την ελάχιστη νομική αναστάτωση από επενδυτές που επιθυμούν να μείνουν εκτός συμφωνίας.

Όλες οι χώρες της ευρωζώνης θα εκδώσουν χρέος την επόμενη χρονιά και θα έχουν τέτοιες ρήτρες στα συμβόλαια των ομολόγων τους αποδεικνύοντας ότι δεν προκαλούν αναταραχή στην αγορά.

Ο Wihlin που ήταν επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος στην Ελλάδα για το buyback ανέφερε ότι, δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να σχολιάσει τις επαφές του με τους πελάτες συμπεριλαμβανομένου του e-mail, που εξετάστηκε από την εφημερίδα.

«Η τιμή που πλήρωσε η Ελλάδα ήταν δίκαιη», δήλωσε και πρόσθεσε ότι, πρέπει να δοθούν τα εύσημα στον επίσημο τομέα που εκτέλεσε μια συμφωνία δίκαιη για τους φορολογούμενους και δεν προκάλεσε αναταραχή στις αγορές».

Σύμφωνα με την εφημερίδα, hedge fund που άνηκε στην Citigroup είχε επενδύσει στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας, Willwm H. Buitter υπολόγιζε στο 90% την πιθανότητα να εγκαταλείψει η Ελλάδα το ευρώ.

Στο mail του προς τον Olli Rehn o Wohlin υποστήριξε ότι, δεν υπήρχε τίποτα να φοβούνται στην χρήση των CACs.  Αντίθετα, έγραψε ότι αυτές χρησιμοποιούνται στις περισσότερες αναδιαρθρώσεις και οι επενδυτές αναμένουν και από την Ελλάδα να τις χρησιμοποιήσεις. Ίσως, όπως σχολιάζουν οι NYT, να είχε δίκιο σε κάποιο βαθμό.

Ένας ακόμα που ενεπλάκη στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν και ο επικεφαλής του IIF, Charles Dallara ο οποίος έφτασε στην Αθήνα στα μέσα Νοεμβρίου για να πει στην κυβέρνηση ότι η ενεργοποίηση των CACs θα ήταν καταστροφική για την χώρα και την ευρωζώνη.  Οι προειδοποιήσεις του είχαν αντίκρισμα. Δεν θα γινόταν χρήση των CACs , τα hedge funds είχαν και πάλι πλεονέκτημα. 

«Δεν θα απαντήσω καν στο τηλέφωνο για ο,τιδήποτε λιγότερο από 35 σεντς», ένας κάτοχος μεγάλης ποσότητας ελληνικού χρέους δήλωσε. Για ευχάριστη έκπληξη της αγοράς αντί της μέσης τιμής των 28 σεντς που είχε συμφωνηθεί, η προσφορά έγινε με μια μέση τιμή της τάξης των 33 σεντς. Μια εβδομάδα αργότερα η συμφωνία είχε «κλείσει».

Πηγή