Του  

Οι Αμερικανοί που είναι πολύ τυχεροί γιατί έχουν ακόμα δουλειές τείνουν να παραμένουν σε αυτές περισσότερο χρόνο. Μια νέα έκθεση του Census Bureau δείχνει ότι η μέση διάρκεια παραμονής σε μία θέση εργασίας το έτος 2012 ήταν η υψηλότερη τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
 
Το Employment Benefit Research Institute δήλωσε στις 19 Δεκεμβρίου ότι ο μέσος χρόνος παραμονής σε μία δουλειά για μισθωτούς Αμερικανούς εργαζόμενους ηλικίας 25 και άνω ήταν 5,4 έτη από την αρχή του 2012. Ο χρόνος αυτός ξεπερνά τα 4,7 έτη του 2000, όταν ο ρυθμός προσλήψεων ήταν υψηλός και ήταν εύκολο για όσους παραιτούνταν να βρουν αλλού δουλειά.

 
Το έτος 2013 «αναμένεται παρόμοιο με την τριετία 2010-12» από την άποψη ότι οι άνθρωποι θα παραμένουν στην παλιά τους δουλειά, είπε σε συνέντευξή του ο Craig Copeland, ανώτερος ερευνητής του EBRI που συνέταξε τη σχετική  έκθεση. «Το ποσοστό της ανεργίας εξακολουθεί να είναι υψηλό. Ενώ δημιουργία νέων θέσεων δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα».
 
Το EBRI ναι μεν βασίστηκε σε στοιχεία της Απογραφής που δημοσιεύτηκαν από την Υπηρεσία Στατιστικής της Εργασίας των ΗΠΑ τον Οκτώβριο αλλά προχώρησε πολύ πιο βαθιά στα νούμερα από ότι η κρατική υπηρεσία. (Μια άλλη διαφορά: Το BLS επικεντρώθηκε στους εργαζόμενους 16 ετών και άνω, ενώ το EBRI εστίασε στους εργαζόμενους 25 ετών και άνω).
 
Η μέση διάρκεια παραμονής στην εργασία για τους άντρες ήταν 40% μεγαλύτερη από ό,τι για τις γυναίκες το 1983: 5,9 έτη παραμονής για τους άνδρες έναντι 4,2 ετών για τις γυναίκες. Η συρρίκνωση του παραγωγικού και μεταποιητικού κλάδου καθώς και η ένταξη σε σωματεία μείωσαν τη μέση παραμονή των ανδρών. Η μέση παραμονή των γυναικών αυξήθηκε γιατί περισσότερες γυναίκες τώρα ακολουθούσαν καριέρες και η απασχόλησή τους δεν ήταν πλέον συγκυριακή ή περιστασιακή. Φέτος, η διαφορά ήταν μόλις 2%: 5,5 έτη για τους άνδρες και 5,4 έτη για τις γυναίκες.

Η επικρατούσα άποψη ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν πιο σταθερή δουλειά πράγματα ισχύει: Η μέση διάρκεια απασχόλησης στο δημόσιο τομέα ήταν 8,3 έτη για μισθωτούς εργαζόμενους ηλικίας 20 ετών και άνω, δηλαδή σχεδόν διπλάσια από τα 4,3 έτη των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
 
Υπάρχει επίσης ένα άλλο στοιχείο ενδεικτικό της ανασφάλειας των απασχολούμενων της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Η Υπηρεσία Στατιστικής της Εργασίας αναφέρει ότι το ποσοστό παραίτησης τον Οκτώβριο –ο αριθμός των εργαζομένων που παραιτήθηκαν από τις δουλειές τους ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης – ήταν 1,5%. Το ποσοστό αυτό είναι κατά ένα τρίτο χαμηλότερο από το αντίστοιχο του Δεκεμβρίου 2007, το αποκορύφωμα του τελευταίου κύκλου εργασίας. Και δεν είναι πολύ υψηλότερα από το ιστορικό χαμηλό του 2009 του 1,2%.

Ένα τελευταίο πράγμα για τη διάρκεια παραμονής σε μία δουλειά που αξίζει να σημειωθεί: ότι σε γενικές γραμμές, είναι αρκετά σύντομη. Το φαινόμενο "job for life" είναι σπάνιο. Αυτό έχει επιπτώσεις στη δημόσια πολιτική. Πολλοί εργαζόμενοι σε εταιρείες με παραδοσιακό συνταξιοδοτικό σύστημα φεύγουν προτού να συγκεντρώσουν σημαντικές συνταξιοδοτικές παροχές. Και άνθρωποι με λογαριασμό συνταξιοδοτησης 401(k) που πηδούν από εταιρία σε εταιρία θα μπορούσαν να «κάψουν» τις αποταμιεύσεις τους, εάν λάβουν εφάπαξ πληρωμές αντί να αναπροσαρμόζουν τα παλιά τους σχέδια με νέα. Γράφει ο Copeland: «Οι εγγραφές σε εξαρτώμενα από το εισόδημα προγράμματα πρόνοιας θα μπορούσαν να αυξηθούν σημαντικά εάν ένας μεγάλος αριθμός συνταξιούχων εξαντλήσει πρόωρα τα αποθέματά των αποταμιεύσεων».