Της Δέσποινα Συριοπούλου

Την προηγούμενη έγκριση του αμερικανικού Κογκρέσου πρέπει να εξασφαλίσει -όπως ορίζει η νομ. πράξη του BretonWoods-η αμερικανική Διοίκηση, πριν πει επισήμως το "ναι" (ή αντίστοιχα το "όχι") στις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στο ΔΝΤ (όπως συμφωνήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2010). Το μεγάλο ερωτηματικό που εκ των πραγμάτων προκύπτει είναι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καθυστερήσει να ζητήσουν την έγκριση του Κογκρέσου (είτε με την προηγούμενη σύνθεση, είτε με την νέα-113ο), όταν η παρέμβασή τους υπήρξε καθοριστική στην προώθηση των εν λόγω μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σύγχυση σε πολλές χώρες-μέλη του ΔΝΤ για την καθυστέρηση, την ώρα που εντείνεται η δυσαρέσκεια και -ίσως- η ανησυχία πολλών μελών για το μέλλον των αλλαγών στον Διεθνή Οργανισμό, όπως συμφωνήθηκαν.

Τον Δεκέμβριο του 2010 το ΔΝΤ αποφάσισε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις τόσο αναφορικά με την διακυβέρνηση (αλλαγές στο Εκτελεστικό Συμβούλιο) του οργανισμού, όσο και ως προς  τα ποσοστά συμμετοχής των χωρών μελών.  Μεταρρυθμίσεις που ως σήμερα τουλάχιστον δεν έχουν εφαρμοστεί, από την στιγμή που οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την υλοποίηση των αποφάσεων δεν έχουν καλυφθεί. Ουσιαστικά τα δύο βασικά ζητήματα που τίθενται πλέον προς αντιμετώπιση, όταν τελικά τεθούν σε πλήρη εφαρμογή, είναι πρώτον, ότι το ύψος των πόρων του ΔΝΤ δεν συμβαδίζει με την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα στην παγκόσμια οικονομία και το δεύτερο και -ίσως το πιο σημαντικό- ότι η εκπροσώπηση των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών στον διεθνή Οργανισμό δεν αντικατοπτρίζει τον αυξανόμενο ρόλο που έχουν στην παγκόσμια οικονομία. Για να τεθούν οι αλλαγές στο Εκτελεστικό Συμβούλιο και στην αύξηση του ποσοστού συμμετοχής, όπως αποφασίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2010, απαιτείται η έγκριση των 3/5 των μελών του Οργανισμού (τα 113 από τα 188 μέλη) που συνολικά συγκεντρώνουν  85% της συνολικής δύναμης των ψήφων. Μέχρι και την περασμένη Τρίτη για τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, 146 μέλη έχουν αποδεχτεί τις μεταρρυθμίσεις, συγκεντρώνοντας ποσοστό 70,39%, ενώ για την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής απαιτείται πρώτα η έγκριση των προτεινόμενων αλλαγών για το Εκτελεστικό Συμβούλιο, και στην συνέχεια η αποδοχή της αύξησης συμμετοχής από το 70% του συνολικής ποσόστωσης του Οργανισμού.  

Έκθεση της ειδικής (προπαρασκευαστικής) υπηρεσίας έρευνας του αμερικανικού Κογκρέσου προς την αρμόδια επιτροπή του σώματος για τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στο ΔΝΤ υπογραμμίζει την σιγή ιχθύος των ΗΠΑ -ως προς το αίτημα προς το Κογκρέσο να εγκρίνει την δέσμη των μεταρρυθμίσεων-, διευκρινίζοντας ότι "αντο Κογκρέσο δεν εγκρίνει τις μεταρρυθμίσεις, -καθορίζοντας αντίστοιχα και την αμερικανική θέση στο ΔΝΤ- δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Σε αυτή την περίπτωση" όπως συνεχίζει η έκθεση, "είναι πολύ πιθανό οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την έντονη αντίδραση των υπόλοιπων μελών του διεθνούς οργανισμού, αφού παρακωλύουν την εφαρμογή αλλαγών που εγκρίθηκαν από την πλειοψηφία των χωρών μελών". Οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν/ενθαρρύνουν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (μη έγκρισης των μεταρρυθμίσεων), ότι η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί "να χρησιμοποιήσει την φωνή της", (φυσικά ως ο μεγαλύτερος μέτοχος του ΔΝΤ), προωθώντας μια άλλη-διαφορετική σειρά μεταρρυθμίσεων.

 

Παρουσιάζοντας τις θέσεις των θετικά αλλά και αρνητικά διακείμενων προς τις μεταρρυθμίσεις, η έκθεση εκτιμά ότι το τρίτο -όπως ονομάζεται- πακέτο των μεταρρυθμίσεων δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σημειώνεται ότι δεν θα υπάρχουν μεγάλες αλλαγές, τόσο στις οικονομικές δεσμεύσεις προς το ΔΝΤ, όσο και στην εκπροσώπηση. "Αν και η δύναμη της αμερικανικής ψήφου θα μειωθεί ελαφρώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθήσουν να διατηρούν το δικαίωμα της αρνησικυρίας", αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων, εκτιμάται ότι οι προωθούμενες αλλαγές είναι απαραίτητες για την διατήρηση της αποτελεσματικότητας και νομιμότητας του ΔΝΤ ως το κεντρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για την διεθνή μακροοικονομική σταθερότητα, ενώ αναγκαία κρίνεται η αύξηση των πόρων που απατούνται για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων. Παράλληλα χαρακτηρίζεται άδικη η μη-επαρκής εκπροσώπηση των αναδυόμενων οικονομιών στο ΔΝΤ, μειώνοντας την υποστήριξη αρκετών άλλων χωρών μελών του ΔΝΤ για προγράμματα και πρωτοβουλίες. Στην αντίπερα όχθη, οι πολέμιοι των μεταρρυθμίσεων, εντάσσουν στην επιχειρηματολογία τους την δυσπιστία τους προς τις αναδυόμενες οικονομίες για το αν υποστηρίζουν τα ήδη υπάρχοντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, διατυπώνοντας την άποψη ότι ενδέχεται οι χώρες αυτές να αυξήσουν την δύναμή τους μες τον οργανισμό, επιλέγοντας να ακολουθήσουν μια οικονομική-εμπορική στρατηγική, η οποία δεν είναι ευθυγραμμισμένη με την αντίστοιχη των ΗΠΑ. Ιδιαίτερη σημασία φαίνεται να έχει ιδίως σε μια τέτοια ανάλυση, η σημείωση εντός της έκθεσης, ότι πολλοί αναλυτές απορρίπτουν το επιχείρημα ότι το ΔΝΤ χρειάζεται μεγαλύτερη χρηματοδότηση να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, δεδομένου ότι η Ευρώπη έχει τους οικονομικούς πόρους να απαντήσει στην κρίση. Θεωρούν δε ότι αν το ΔΝΤ πρέπει να παίξει έναν ρόλο στην ευρωπαϊκή κρίση, αυτός θα έπρεπε να είναι μόνο μέσω τεχνικής βοήθειας ή επίβλεψης της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται.

Επικρίσεις

Η αδυναμία πάντως του ΔΝΤ να προχωρήσει γρήγορα η εφαρμογή της δέσμης των μεταρρυθμίσεων έχει προκαλέσει συζητήσεις, παρασκηνιακές και μη, για την παρατηρούμενη κωλυσιεργία. Πολλοί αναλυτές, σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της συνολικής εικόνας, αποδίδουν την καθυστέρηση στην ίδια την φύση του οργανισμού, ο οποίος  παρουσιάζει μια άκαμπτη και ουσιαστικά χωρίς ευελιξία οργανωτική δομή. Hπιο μεγάλη πρόκληση, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, που αντιμετωπίζει το ΔΝΤ είναι η αποκαλούμενη "υπέρ-εκπροσώπηση" των ευρωπαϊκών οικονομιών, και ιδιαίτερα αυτή των οικονομιών της ευρωζώνης, καταλογίζοντας ως σφάλμα τόσο της Ευρώπης, όσο και των ΗΠΑ την μεγάλη απροθυμία των ηγετών  να εμπλακούν εποικοδομητικά και άλλοι νέοι παίκτες, στους οποίους θα επιτραπεί η ανάληψη σημαντικής δράσης εντός των υφιστάμενων θεσμών». Έτεροι διατυπώνουν την άποψη ότι η ανάληψη περισσοτέρων ευθυνών εκ μέρους των αναπτυσσόμενων χωρών θα μπορούσε να ανακουφίσει σημαντικά τον βαθμό πίεσης προς τις ανεπτυγμένες χώρες, ειδικά στο ζήτημα της διαδικασίας της δημοσιονομικής εξυγίανσης".

Μια από τις τελευταίες πάντως αντιδράσεις, ήταν και αυτή του Τούρκου αναπληρωτή Πρωθυπουργού, Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος σε συνέντευξή του την περασμένη Τρίτη στην φιλοκυβερνητική εφημερίδα Ζαμάν επέκρινε την καθυστέρηση στην εφαρμογή του ήδη συμπεφωνημένου τρίτου πακέτου των μεταρρυθμίσεων, υποστηρίζοντας ότι "δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελών του ΔΝΤ". Ο Τούρκος αξιωματούχος επεσήμανε -χωρίς ωστόσο να τις κατονομάσει- ότι "κάποιες χώρες αντιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις, διότι θα χάσουν από τις νέες αυτές αλλαγές", ενώ με την απόφαση να εκλέγονται και οι 24 του εκτελεστικού συμβουλίου (μέχρι σήμερα οι 19 μόνο εκλέγονταν), "χώρες σαν την Τουρκία, θα αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή".    

*Δημοσιεύτηκε στον ΕΠΕΝΔΥΤΗ στις 9-2