Η πανωλεθρία της Κύπρου υπογραμμίζει την ανάγκη αλλά και τις δυσκολίες μιας τραπεζικής ένωσης στην Ευρωζώνη, σχολιάζουν σε κοινό άρθρο τους τρία στελέχη του ΔΝΤ. Ο Giovanni Dell’ Ariccia, αναπληρωτής επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Σπουδών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Petya Koeva Brooks, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, και ο Thierry Tressel, οικονομολόγος του Τμήματος Έρευνας του ΔΝΤ, σχολιάζουν ότι για να υπάρξει μία τραπεζική ένωση, είναι απαραίτητα τρία κρίσιμα συστατικά: κοινή ρυθμιστικό πλαίσιο, κοινός μηχανισμός εξυγίανσης και κοινό «δίχτυ ασφαλείας».

Η εξουσία της άσκησης ελέγχου και οι πόροι για τις διασώσεις πρέπει να λειτουργούν παράλληλα, σχολιάζουν. Προσθέτοντας ότι οι ηγέτες της Ευρωζώνης έχουν κάνει τα πρώτα κρίσιμα βήματα, αλλά το ενιαίο νόμισμα δεν θα είναι ποτέ σταθερό, έως ότου επιτευχθεί πράγματι η τραπεζική ένωση.

Πριν από την κρίση, το κοινό νόμισμα και η ενιαία αγορά προωθούσαν τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση, σημειώνουν. Οι τράπεζες και οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί λειτουργούσαν με ευκολία από χώρα σε χώρα και οι πιστώσεις κατευθύνονταν εκεί όπου υπήρχε ζήτηση – και τα χαρτοφυλάκιά τους διαφοροποιούνταν όλο και περισσότερο. Η διατραπεζική αγορά λειτουργούσε ομαλά, και οι νομισματικές συνθήκες ήταν σχετικά ομοιόμορφες σε όλη την Ευρωζώνη. Υπήρχαν ασφαλώς και «παρενέργειες», όπως οι μεγάλες ροές κεφαλαίων εντός Ευρωζώνης και οι συνακόλουθη συσσώρευση ανισορροπιών στον κρατικό και στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά, σε γενικές γραμμές, η υβριδική χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, βασισμένη σε ένα ενιαίο νόμισμα και μία κοινή αγορά, σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα σε εθνικό επίπεδο «δίχτυα ασφαλείας» και εποπτικούς μηχανισμούς, έδειχναν να εξυπηρετούν ικανοποιητικά την Ευρωζώνη.

Η παραπάνω αρχιτεκτονική, ωστόσο, λόγω εγγενών αντίρροπων τάσεων, χρειάζεται σήμερα τρία στοιχεία προκειμένου να είναι επιτυχές το βήμα προς την τραπεζική ενοποίηση.

Ένας ενιαίος εποπτικός μηχανισμός, μόνος του, θα καταφέρει ελάχιστα στο να «σπάσει» τον φαύλο κύκλο μεταξύ τραπεζών και εθνικών κυβερνήσεων, σχολιάζουν. Ειδικότερα, η έλλειψη ενός αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης θα παρεμπόδιζε την αποτελεσματικότητα του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού και την έγκαιρη λήψη αποφάσεων, υποχρεώνοντας τις εθνικές αρχές να αντιμετωπίζουν τις δημοσιονομικές συνέπειες από τις εποπτικές αποφάσεις των άλλων.

Επίσης, η ανακεφαλαιοποίηση ή η εκκαθάριση των τραπεζών, όσο και οι μηχανισμοί εγγύησης των καταθέσεων, θα στερούνται αξιοπιστίας, χωρίς τις απαραίτητες διασφαλίσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο και χωρίς συμφωνίες για την κατανομή των βαρών.

Επιπλέον, η διασφάλιση κοινών μηχανισμών ασφαλείας, αλλά χωρίς αποτελεσματική εποπτεία και χωρίς μηχανισμό εκκαθάρισης, θα δημιουργούσε κίνητρα στρέβλωσης, μετατοπίζοντας, μεταξύ άλλων, τα βάρη στο επίπεδο της Ευρωζώνης.

Με λίγα λόγια, η εξουσία λήψης αποφάσεων και οι απαραίτητοι πόροι πρέπει να πηγαίνουν «χέρι-χέρι».

Η Ευρώπη κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και, μάλιστα (δεδομένων των θεσμικών περιορισμών), με αξιέπαινη ταχύτητα, αναφέρουν ο συντάκτες του άρθρου. Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός κοινού ρυθμιστικού πλαισίου και ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, και ο στόχος τώρα είναι να συμφωνήσουν τα μέλη της Ευρωζώνης -μέχρι τον Ιούνιο του 2013- πάνω στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας άμεσης ανακεφαλαιοποίησης και σε ένα μηχανισμό εκκαθάρισης που θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία το 2014.

Υπάρχουν βέβαια δυσκολίες, που σχετίζονται με την πρακτική εφαρμογή μιας αποτελεσματικής κοινής εποπτείας. Είναι σημαντικό, όμως, να αποφευχθεί η στασιμότητα στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η συμφωνία για ένα πλαίσιο και ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα είναι ζωτικής σημασίας.

Είναι αυτή η λύση στην ευρωπαϊκή κρίση;

Προφανώς, μια τραπεζική ένωση δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα της Ευρωζώνης, σημειώνουν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Αλλά μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία επούλωσης. Διαθέτοντας κοινούς πόρους που διατίθενται μέσω του ESM θα βοηθήσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και την εκκαθάριση στις περιπτώσεις όπου μια εθνική οικονομία δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει.

Σε κάθε περίπτωση, η χρηστή διακυβέρνηση και ο έλεγχος θα πρέπει να διασφαλίζονται ενιαία, μέσω της ΕΚΤ. Η κοινή εποπτεία θα μετριάσει επίσης και τις ρυθμιστικές αποκλίσεις. Όλα αυτά θα περιορίσουν τον κατακερματισμό των χρηματοπιστωτικών αγορών, θα συμβάλουν στην αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και των επιπτώσεών της στην πραγματική οικονομία, διευκολύνοντας εν τέλει την οικονομική ανάκαμψη.

Μεταξύ άλλων σχολιάζουν ότι, κοιτάζοντας προς τα πίσω, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι μια αποτελεσματική κοινή εποπτική αρχή θα μπορούσε να έχει περιορίσει κάποια «ανοίγματα» των τραπεζών σε ορισμένους κινδύνους.

Για παράδειγμα, αναφέρουν χαρακτηριστικά, αν υπήρχαν από πιο νωρίς εποπτικές αρχές με πανευρωπαϊκή αρμοδιότητα (στο σύνολο της Ευρωζώνης), αναμφισβήτητα θα είχαν αποτρέψει τη διόγκωση κινδύνων που σχετίζονται με το μέγεθος, τη δομή και την ανάληψη ρίσκου, με τον τρόπο που αυτοί οι κίνδυνοι διογκώθηκαν σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, ή η Κύπρος.

πηγή

 

πηγή

Πηγή:www.capital.gr