Ο ξαφνικός ξεπεσμός της Κύπρου από την ηλιόλουστη ευημερία στη ζοφερή οικονομική εξαθλίωση, σίγουρα έπεσε βαρύς για πολλούς από τους πολίτες του νησιού –έμοιαζε περισσότερο με «γδάρσιμο» παρά με κούρεμα.Ωστόσο, η κατάρρευση δεν ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα ενός τυχαίου «παραπατήματος» ή μίας μετατόπισης στον άξονα. Ήταν το τέλος μίας μακράς διαδρομής, μίας πορείας εφησυχασμού και διαφθοράς που έφτασε στα όριά της.

Έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από την τραυματική διαίρεση του νησιού της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1974, ένα πραξικόπημα, εμπνευσμένο από την Αθήνα με στόχο την ενοποίηση της Κύπρου με την Ελλάδα, οδήγησε στην τουρκική εισβολή στο νησί. Το βόρειο τρίτο παραμένει σε μεγάλο βαθμό απομονωμένο υπό την τουρκική κηδεμονία.

Ωστόσο, δεν ήταν πολύ αργότερα, όταν ο ελληνικός κυπριακός νότος ξεκίνησε την οικονομική του πορεία η οποία θα οδηγούσε εν τέλει στην κατάρρευση: ουσιαστικά «στοιχημάτισε» το ελληνικό μέρος του νησιού στην οικοδόμηση ενός τραπεζικού κέντρου με χαμηλούς φόρους, υψηλές αποδόσεις και επιεικείς κανονισμούς, με άνετα στρώματα βοηθητικών υπηρεσιών όσον αφορά τον έλεγχο και τη νομοθεσία, τον «σχηματισμό εταιρειών» και τη διαχείριση των θαλάσσιων μεταφορών, τα ακίνητα και ούτω καθεξής. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το σύστημα αυτό λειτούργησε εξαιρετικά.

Αυτή τη στιγμή, οι απλοί Ελληνοκύπριοι αισθάνονται θύματα των βάναυσων εξωτερικών δυνάμεων μίας Γερμανοκρατούμενης Ευρώπης. Ωστόσο, η Κύπρος επωφελήθηκε από τις βάναυσες εξωτερικές εξελίξεις. Η Κύπρος πλούτισε από τη δυστυχία των γειτόνων της• η απόφασή της να επιλέξει αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο τραπεζικών δραστηριοτήτων, διαμορφώθηκε από τη διάλυση του Λιβάνου, της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης.

Η Βηρυτός ήταν το αδιαμφισβήτητο οικονομικό και υπηρεσιακό κέντρο, που έπαιζε το ρόλο του «μεσάζοντα» μεταξύ της Δύσης και της Μέσης Ανατολής των πετροδολαρίων, μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου το 1975. Δεδομένου ότι ο φυλετικός αυτός πόλεμος συνεχίστηκε με διαφορετικές μορφές μέχρι το 1990, με δύο ακόμα πολέμους με το Ισραήλ να προστίθενται σε αυτόν, η Κύπρος απέκτησε κομμάτια των τραπεζικών δραστηριοτήτων της Βηρυτού, αλλά φαινομενικά λίγες από τις δήθεν συντηρητικές τραπεζικές συνήθειες του λιβανικού κεφαλαίου –όπως τα υψηλά επίπεδα διατάξεων και κανονισμών ενάντια στα επισφαλή δάνεια και τις υψηλές αναλογίες καταθέσεων προς δανείων.

Δε χρειάζεται να πάμε πιο μακριά από το να κοιτάξουμε την καταστροφική έκθεση των κυπριακών τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα, μία αγορά την οποία γνώριζαν καλά οι χρηματιστές της Βηρυτού, αλλά με την οποία ήταν επιφυλακτικοί.

Μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος στο Λίβανο, οι πόλεμοι για τη διαδοχή στη Γιουγκοσλαβία βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη. Οι τραπεζίτες και οι πολιτικοί στην Κύπρο προσέφεραν στον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, τον ισχυρό άντρα της Σερβίας, μία «σανίδα σωτηρίας», επιτρέποντάς του να αποφύγει τις δυτικές κυρώσεις και τη δίωξη για τους πολέμους στη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Μέχρι τότε, η Κύπρος είχε αποκτήσει κύρος ως τραπεζικός προορισμός, επαρκής ώστε η κλειστή ελίτ να επωφεληθεί έντονα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την άνοδο των ολιγαρχών της Ρωσίας και, στη συνέχεια, από την αβεβαιότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υπό τους απρόβλεπτους κανόνες του Βλαντιμίρ Πούτιν. Τα ρωσικά δισεκατομμύρια, κάνοντας τον κύκλο τους μέσω της Κύπρου, έδωσαν τεράστια ώθηση στην οικονομία του νησιού. 

Από την άποψη του κατά κεφαλήν εισοδήματος, οι Κύπριοι τετραπλασίασαν τις πραγματικές τους αποδοχές, σε συνεχή χρήματα, μεταξύ 1975 και 2011, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα• σε ονομαστική αξία, ή σε τρέχοντα δολάρια ΗΠΑ, ο ΟΗΕ καταγράφει αύξηση στα κέρδη ανά κεφαλή από $1.451 σε $30,523, κατά την ίδια περίοδο.

Παρά το γεγονός ότι η Κύπρος χρησιμοποίησε τους κοινούς δεσμούς της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας για να ενδυναμώσει τις σχέσεις της, εισήχθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (το 2004) και στο ευρώ (το 2008), ορίστηκε από το ΔΝΤ ως προηγμένη οικονομία (το 2011), και έγινε ακόμα και «σεμνός χρηματοδότης» στον προϋπολογισμό της ΕΕ, μαζί με τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς. Όλα πήγαιναν τέλεια.

Κανείς –συμπεριλαμβανομένων, μέχρι πρόσφατα, και των αγορών- δε φαίνεται να ενημέρωσε τους Κύπριους ότι οι φορολογικοί παράδεισοι δεν ήταν πια της μόδας• ότι οι τεράστιες χρηματοπιστωτικές φούσκες που συνδέονται με τα μικρά νησιά (βλέπε Ισλανδία) έσκαγαν• ή ότι οι πολιτικοί στη βόρεια ΕΕ δέχονταν τόσο σκληρή κριτική σχετικά με τη «διάσωση» του νότου που, σίγουρα, δεν θα στήνονταν στην ουρά για να βοηθήσουν τους πλούσιους ρώσους καταθέτες.

Η Κύπρος, άλλωστε, δεν έχει κάνει πολλούς φίλους στην ΕΕ, εξαιτίας της σκόπιμης κωλυσιεργίας πάνω στο σχέδιο των ΗΕ του 2004 για την επανένωση του νησιού και τις προβληματικές σχέσεις με την Τουρκία.

Η ειρωνεία του παρόντος δράματος είναι ότι η μοναδική παρηγοριά –η ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στα παράκτια ύδατά της- θα ωθήσει την Κύπρο προς την Τουρκία, την πιο εύκολα προσβάσιμη αγορά αερίου, καθώς η Κύπρος χρειάζεται να βρει τρόπους να αντικαταστήσει τον χαμένο πλούτο που δημιουργούσε μέσω του τραπεζικού της συστήματος.

Ο παλιός τρόπος έχει χαθεί για πάντα.

πηγή