Ενώ ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν πως το βασικό δίδαγμα από το βάπτισμα του πυρός της ευρωζώνης είναι το γεγονός ότι χρειάζεται περισσότερη δημοσιονομική και τραπεζική ολοκλήρωση για να παραμείνει ζωντανή, πολλοί οικονομολόγοι το είχαν ήδη επισημάνει αυτό και πριν από την εισαγωγή του ευρώ, το 1999. Τα πραγματικά διδάγματα από την κρίση του ευρώ βρίσκονται αλλού –και είναι πραγματικά καινούρια και αποτελούν έκπληξη.

Η προϋπάρχουσα «σοφία» σχετικά με τις νομισματικές ενώσεις, υπαγορεύει την αξιολόγηση της επιτυχίας τους με βάση δύο παράγοντες. Πρώτον, το πόσο παρόμοιες ή ανόμοιες είναι οι περιοχές που πρόκειται να ενοποιηθούν, σε σχέση με το πόσο ευάλωτες είναι οι οικονομίες τους στους εξωτερικούς κραδασμούς. Όσο πιο όμοιες είναι οι περιοχές, τόσο καλύτερα θα λειτουργήσει η νομισματική περιοχή, διότι οι πολιτικές μπορούν να εφαρμοστούν ομοιόμορφα σε όλη την επικράτεια.

Αν οι οικονομικές δομές είναι ανόμοιες, τότε γίνεται σημαντικό το δεύτερο κριτήριο: Το αν υπάρχουν δηλαδή, εν ισχύ, ρυθμίσεις που θα είναι σε θέση να απορροφήσουν τους ασύμμετρους αυτούς κραδασμούς. Οι δύο βασικές ρυθμίσεις, τις οποίες τονίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι, είναι οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, οι οποίες αμβλύνουν τους κραδασμούς στις πληγείσες περιοχές, και η ελεύθερη διακίνηση του εργατικού δυναμικού, η οποία επιτρέπει στους εργαζομένους αυτών των περιοχών, να μετακινηθούν στις λιγότερο πληγείσες περιοχές.

Η ειρωνεία είναι ότι η ώθηση προς τη νομισματική ένωση ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της αναγνώρισης των ασυμμετριών. Έτσι, στον απόηχο των υποτιμήσεων της στερλίνας και της λίρας στις αρχές του 1990, που είχαν ως αποτέλεσμα δυσμενείς εμπορικούς κραδασμούς σε Γαλλία και Γερμανία, το δίδαγμα τότε ήταν ότι χρειαζόταν ένα ενιαίο νόμισμα προς αποφυγή τέτοιου είδους επαναλαμβανόμενων κρίσεων.

Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό παρέβλεψε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των νομισματικών ενώσεων: η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου –απαραίτητα χαρακτηριστικά μίας νομισματικής ένωσης- μπορούν να γίνουν (και έγιναν) η πηγή των ασύμμετρων κραδασμών. Με άλλα λόγια, οι νομισματικές ενώσεις, πρέπει να ανησυχούν και για τους ενδογενείς, όσο και για τους εξωγενείς, κραδασμούς.

Η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων οδήγησε στη ροή πλεονασμάτων από μεγάλους αποταμιευτές όπως η Γερμανία προς εισαγωγείς όπως η Ισπανία, ενώ η αντίληψη της εξάλειψης του συναλλαγματικού κινδύνου οδήγησε στην επιδείνωση αυτών των ροών. Για τους επενδυτές, τα ισπανικά περιουσιακά στοιχεία έμοιαζαν με πολύ καλή επένδυση, επειδή οι δυνάμεις της οικονομικής σύγκλισης που εξαπολύθηκαν από το ευρώ θα ανέβαζαν σίγουρα τις τιμές τους –και επειδή δεν υπήρχε πια πεσέτα που θα μπορούσε να χάσει την αξία της.

Αυτές οι ροές κεφαλαίου δημιούργησαν άνθηση –και απώλεια της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας- σε ορισμένες περιοχές, η οποία ακολουθήθηκε από μία αρκετά προβλέψιμη πτώση. Στο βαθμό που οι νομισματικές και οι δημοσιονομικές ρυθμίσεις αποτυγχάνουν να μειώσουν ή να εξαλείψουν τον ηθικό κίνδυνο, θα παραμένει αναλογικά υψηλός ο κίνδυνος ότι αυτές οι ροές κεφαλαίου θα δημιουργούν ενδογενείς ασύμμετρους κραδασμούς.

Μία δεύτερη άποψη από την εμπειρία της ευρωζώνης, την οποία προέβαλε ο οικονομολόγος Paul de Grauwe, είναι ότι οι νομισματικές ενώσεις ενδέχεται να είναι επιρρεπείς σε αυτοτροφοδοτούμενες κρίσεις ρευστότητες, καθότι ορισμένες ευάλωτες περιοχές (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, και Ιταλία σε διάφορα σημεία) δεν έχουν τα δικά τους νομίσματα. Μέχρι που επενέβη, τον περασμένο Αύγουστο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για να γίνει, πέρα από κεντρική τράπεζα της Γερμανίας και της Γαλλίας, και κεντρική τράπεζα των πληγεισών χωρών της περιφέρειας, οι τελευταίες ήταν σαν αναδυόμενες οικονομίες που είχαν δανειστεί σε ξένο νόμισμα και αντιμετώπιζαν απότομες εκροές κεφαλαίων. Οι «απότομες αυτές διακοπές», όπως τις αποκαλούν οι οικονομολόγοι Guillermo Calvo και Carmen Reinhart, ανέβασαν τα ασφάλιστρα κινδύνου και αποδυνάμωσαν τις δημοσιονομικές θέσεις των πληγεισών χωρών. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε αύξηση του κινδύνου, και ούτω καθεξής, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο πτώσης, ο οποίος είναι βασικό χαρακτηριστικό των αυτοτροφοδοτούμενων κρίσεων.

Η καταλληλότερη ίσως αναλογία είναι το παράδειγμα της Νότιας Κορέας. Στον απόηχο της κατάρρευσης της Lehman Brothers το 2008, η Νότια Κορέα χρειαζόταν δολάρια, τα οποία δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν οι εγχώριοι αποταμιευτές. Έτσι, σύναψε συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ για να καλύψει τη ζήτηση της Νότιας Κορέας για ξένο νόμισμα. 

Φυσικά, η κρίση του ευρώ δεν ήταν μία απλή κρίση ρευστότητας. Πολλές χώρες στην περιφέρεια (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία), ήταν οι ίδιες υπεύθυνες για τις συνθήκες που οδήγησαν και διατήρησαν την κρίση, και ενδέχεται να υπάρχουν θεμελιώδη ζητήματα φερεγγυότητας τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν, ακόμη και αν λυθεί το πρόβλημα της ρευστότητας.

Τέλος, ένα λιγότερο αναγνωρισμένο δίδαγμα από την κρίση του ευρώ, αφορά το ρόλο και την επιρροή των κυρίαρχων μελών της νομισματικής ένωσης. Προβάλλεται συχνά το επιχείρημα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως κύριος εκδότης αποθεματικού νομίσματος, απολαμβάνουν ένα «εξωφρενικό προνόμιο», όπως το ονόμασε περίφημα ο Γάλλος Υπουργός Οικονομικών Valéry Giscard d’Estaing τη δεκαετία του 1960, υπό τη μορφή του χαμηλού κόστους δανεισμού (ένα προνόμιο το οποίο εκτιμάται ότι αξίζει έως και 80 μονάδες βάσης).

Υπήρχε πάντα ένα μειονέκτημα –το οποίο αγνοούταν προηγουμένως, ωστόσο είναι ιδιαίτερα εμφανές στη μερκαντιλιστική εποχή μας- σε αυτό το υποτιθέμενο προνόμιο. Εάν οι επενδυτές συρρεύσουν προς τα «ασφαλή» χρηματοοικονομικά στοιχεία των ΗΠΑ, οι κεφαλαιακές αυτές ροές οφείλουν να κρατήσουν το δολάριο πολύ πιο ισχυρό από ότι θα ήταν υπό άλλες συνθήκες, γεγονός που από μόνο του σημαίνει σημαντικό κόστος, ιδιαίτερα σε εποχές αδρανών πόρων και πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής.

Ωστόσο, στην περίπτωση της Γερμανίας, το εξωφρενικό προνόμιο έχει έρθει δίχως κόστος, χάρη και μόνο στην νομισματική ένωση. Η αδυναμία στην περιφέρεια, έχει οδηγήσει στη ροή του κεφαλαίου πίσω προς τη Γερμανία, ως περιφερειακό ασφαλές καταφύγιο, μειώνοντας έτσι το γερμανικό κόστος δανεισμού. Ωστόσο, καθότι το ευρώ είναι άρρητα συνδεδεμένο και με αδύναμες οικονομίες όπως της Ελλάδας, της Ισπανίας, και της Πορτογαλίας, είναι και αυτό πολύ πιο αδύναμο από ότι θα ήταν το γερμανικό μάρκο. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία είχε το διπλά εξωφρενικό προνόμιο του χαμηλότερου κόστους δανεισμού και του ασθενέστερου νομίσματος –ένα κατόρθωμα το οποίο είναι αδύνατο να επιτύχει ένα νόμισμα μίας μη νομισματικής ένωσης, όπως το δολάριο των ΗΠΑ.

Το μέλλον της ευρωζώνης θα καθοριστεί, πάνω από όλα, από την πολιτική. Ωστόσο, η πορεία της ευρωζώνης έχει βελτιώσει, και έχει αλλάξει για πάντα, την κατανόησή μας σχετικά με τις νομισματικές ενώσεις. Και αυτό θα ισχύει, ανεξάρτητα από το αν ή όχι η ευρωζώνη επιτύχει τη στενότερη δημοσιονομική και τραπεζική ενοποίηση που χρειάζεται για τη διατήρησή της.

πηγή