Της Clara Marina O΄Donnell

Την τελευταία δεκαετία, οι ΗΠΑ έχουν ξοδέψει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή μιας ασπίδας η οποία θα τις προστατεύει από τους πυρηνικούς πυραύλους της Βορείου Κορέας ή του Ιράν. Μέχρι στιγμής, η ασπίδα αυτή δε δουλεύει. Ευτυχώς για τους Αμερικανούς, ούτε η Πιονγκγιάνγκ ούτε η Τεχεράνη έχει πυρηνικούς πυραύλους που θα μπορούσαν να πλήξουν τις ΗΠΑ. Δυστυχώς όμως, το πρόγραμμα αμύνης πυραύλων της Αμερικής έχει αναστατώσει Κίνα και Ρωσία, δύο χώρες οι οποίες όντως διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια που θα μπορούσαν να πλήξουν τις ΗΠΑ. 

Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής στο ΝΑΤΟ θα έπρεπε να προσπαθήσουν να πείσουν την Ουάσιγκτον να περιορίσει τις φιλοδοξίες που τρέφει για την πυραυλική της άμυνα για τα επόμενα λίγα χρόνια. Αυτό όχι μόνον θα επιτρέψει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να ξοδέψει τον αμυντικό της προϋπολογισμό ο οποίος όλο και συρρικνώνεται σε πιο πιεστικές στρατιωτικές ανάγκες, αλλά θα βελτιώσει επίσης την ασφάλεια της Ευρώπης με τη μείωση των εντάσεων μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας. 

Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά, οι ΗΠΑ παρουσιάζονται όλο και περισσότερο θορυβημένες από την πιθανότητα επίθεσης με πυρηνικά όπλα από «ύποπτα» κράτη. Το 1998, μια ομάδα μελέτης υπό την προεδρία του Donald Rumsfeld προέβλεψε ότι η Βόρεια Κορέα και το Ιράν θα μπορούσαν να κατέχουν διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους μέσα σε μια πενταετία. Σήμερα, όμως, το Ιράν δεν έχει ούτε διηπειρωτικούς πυραύλους, αλλά ούτε πυρηνική βόμβα. Τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, μια έκθεση από το γραφείο πληροφοριών του Πενταγώνου (που δόθηκε στη δημοσιότητα κατά λάθος) περιείχε την αξιολόγηση «με μέτρια εμπιστοσύνη» ότι η Πιονγκγιάνγκ θα μπορούσε να κατασκευάσει μια πυρηνική συσκευή η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε έναν πύραυλο. Ωστόσο ακόμη δεν υπάρχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο πως οι πύραυλοι της Βορείου Κορέας είναι ικανοί να πλήξουν την Αμερική. 

Παρά το γεγονός ότι η αμερικανική ηπειρωτική χώρα δε βρίσκεται επί του παρόντος σε κίνδυνο, ο κάθε πρόεδρος μετά από τον George HW Bush προσπάθησε να αναπτύξει σε εθνικό επίπεδο άμυνες που μπορούν ν’ αντικρούσουν μια περιορισμένη επίθεση από βαλλιστικούς πυραύλους. Αναβιώνοντας μερικές από τις φιλοδοξίες του Προέδρου Ronald Reagan σχετικά με τον «Πόλεμο των Άστρων», οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει από το 2004 αντιπυραυλικά συστήματα στην Αλάσκα και την Καλιφόρνια. Τόσο η κυβέρνηση του George W Bush, όσο και αυτή του Obama είχαν επίσης διάφορα σχέδια για την ανάπτυξη αντιπυραυλικών συστημάτων που έχουν τη δυνατότητα αναχαίτισης διηπειρωτικών πυραύλων στις βάσεις στην Ευρώπη (Η κυβέρνηση Obama, σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, έχει επίσης αναπτύξει αντιπυραυλικά συστήματα στην Ευρώπη για την προστασία των Ευρωπαίων και των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή από επιθέσεις με πυραύλους μικρότερου βεληνεκούς από το Ιράν. Από μία απειλή, δηλαδή, η οποία δεν υπάρχει). Τον Μάρτιο, ο Υπουργός Άμυνας, Chuck Hagel, ανακοίνωσε ότι λόγω τεχνικών προβλημάτων και δημοσιονομικών περιορισμών, οι ΗΠΑ αναστέλλουν τις προσπάθειές τους για την κατασκευή αντιπυραυλικών συστημάτων με βάση τους την Ευρώπη. Είπε επίσης ότι ως απάντηση στην πολεμοχαρή στάση του νέου ηγέτη της Βόρειας Κορέας, οι ΗΠΑ θα προσθέσουν 14 αντιπυραυλικά συστήματα στη Δυτική τους Ακτή και ίσως να αναπτύξουν επίσης λίγα περισσότερα στην Ανατολική Ακτή. 

Η κυβέρνηση Obama έπραξε σοφά που ακύρωσε το ευρωπαϊκό σκέλος των στρατηγικών σχεδίων της αντιπυραυλικής άμυνάς της. Αρκετές πρόσφατες μελέτες είχαν επισημάνει την ύπαρξη σημαντικών ελλείψεων στο εν λόγω πρόγραμμα. Για παράδειγμα, μια έκθεση του 2012 από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αντιπυραυλικά συστήματα στην Ευρώπη θα ενεργούσαν πολύ αργά για να σταματήσουν έναν εισερχόμενο πύραυλο. Αλλά οι ΗΠΑ θα πράξουν κακώς εάν αυξήσουν τον αριθμό των αντιπυραυλικών συστημάτων τους στη Δυτική κι ενδεχομένως και στην Ανατολική Ακτή. Σύμφωνα με μελέτες ούτε τα αντιπυραυλικά συστήματα στην Αλάσκα και την Καλιφόρνια λειτουργούν σωστά. Σύμφωνα με το Γραφείο Κυβερνητικής Λογοδοσίας του Κογκρέσου (GAO), δέκα από τα 30 αντιπυραυλικά συστήματα βασίζονται σε τεχνολογία που δεν έχει αντικρούσει ούτε ένα πύραυλο κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής τους περιόδου. Το GAO εκτιμά ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για την αποκατάσταση αυτής της τεχνολογίας και θα στοιχίσει στους φορολογούμενους των ΗΠΑ 700 εκατομμύρια δολάρια επιπλέον. Ο Hagel έχει υποσχεθεί να διορθώσει αυτά τα λάθη πριν την ανάπτυξη των νέων αντιπυραυλικών συστημάτων. Όμως, το Πεντάγωνο δεν έχει ακόμη βρει μια λύση σχετικά με ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα. Κανένα εκ των αντιπυραυλικών συστημάτων του μπορεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σε μία εισερχόμενη κεφαλή και στα συντρίμμια ή στους αντιπερισπασμούς (οι βαλλιστικοί πύραυλοι μπορούν κάλλιστα να μεταφέρουν υλικό αντιπερισπασμού αντί για πυρηνικές κεφαλές). 

Οι προσπάθειες της στρατηγικής αντιπυραυλικής αμύνης της Αμερικής έχουν κάνει τους φορολογούμενους των ΗΠΑ να πληρώσουν για ένα όπλο το οποίο δε λειτουργεί για να αντιμετωπίσει μια απειλή η οποία δεν υπάρχει. Έχουν επίσης ανταγωνιστεί την Κίνα και τη Ρωσία. Και οι δύο χώρες ανησυχούν ότι οι αμερικανικές τεχνολογικές καινοτομίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τα στρατηγικά τους αποτρεπτικά όπλα. Η Μόσχα είναι πολύ δυσαρεστημένη. Το Κρεμλίνο έχει ζητήσει νομικές εγγυήσεις ότι οι ΗΠΑ δεν θα κατευθύνουν τις αντιπυραυλικές τους άμυνες έναντι των στρατηγικών πυρηνικών όπλων της Ρωσίας. Για να καθησυχάσει τη Ρωσία, η κυβέρνηση Obama έχει ενθαρρύνει τη Μόσχα να συνεργαστεί με το ΝΑΤΟ στο αντιπυραυλικό του πρόγραμμα εναντίον των ιρανικών πυραύλων μικρού και μεγάλου βεληνεκούς (Η Μόσχα είναι λιγότερο θορυβημένη από την άμυνα του ΝΑΤΟ εναντίον των Ιρανικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς, διότι τα αντιπυραυλικά συστήματα που χρησιμοποιούνται θα ενεργήσουν πολύ αργά για να σταματήσει ένα ρωσικό στρατηγικό πύραυλο). Η Ουάσιγκτον είναι επίσης πρόθυμη να παράσχει στη Μόσχα πολιτικές εγγυήσεις πως τα πυρηνικά αποτρεπτικά όπλα δε βρίσκονται σε κίνδυνο. 

Αλλά μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Obama έχει αρνηθεί να δώσει στη Ρωσία νομικές εγγυήσεις για τα παραπάνω. Οι ΗΠΑ έχουν ανακοινώσει τέτοιες δεσμεύσεις στο παρελθόν. Η Συνθήκη Αντι-Βαλλιστικών Πυραύλων έχει καθιερώσει όρια στο τί μπορούν να κάνουν Μόσχα και Ουάσινγκτον από το 1970 μέχρι και το 2002. Ο Πρόεδρος George W Bush αποσύρθηκε τότε από την εν λόγω συμφωνία προκειμένου να συνεχίσει να κυνηγά τις φιλοδοξίες της αντιπυραυλικής άμυνας της Αμερικής ανεμπόδιστα. Η κυβέρνηση Obama φοβάται πως οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές, οι οποίοι είναι προσηλωμένοι στην αντιπυραυλική άμυνα, δε θα ψηφίσουν υπέρ μιας συνθήκης που θα περιορίσει τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η αντιπυραυλική άμυνα έχει γίνει ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα στην ταραγμένη σχέση ΗΠΑ-Ρωσίας. Η Μόσχα έχει αρνηθεί να διαπραγματευτεί περαιτέρω περικοπές στο πυρηνικό οπλοστάσιό της μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα. Πέρυσι, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ρωσικών ενόπλων δυνάμεων απείλησε να επιτεθεί στις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ που φιλοξενούν αντιπυραυλικά συστήματα των ΗΠΑ. Και σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, τα Ρωσικά βομβαρδιστικά έχουν διεξάγει προσομοιώσεις χτυπημάτων εναντίον των αμερικανικών εγκαταστάσεων αντιπυραυλικών συστημάτων.

Τώρα που ο Hagel έχει ακυρώσει το ευρωπαϊκό σκέλος της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας, υπάρχει μια πιθανότητα ότι το ΝΑΤΟ και η Ρωσία θα μπορούσαν να τελειώσουν αυτή τους η διένεξη. Ανώτεροι Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν αρχίσει και πάλι τις συνομιλίες σχετικά με τη συνεργασία της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ στην αντιπυραυλική άμυνα του τελευταίου. Οι φορείς χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν επίσης ενθαρρύνει τη Μόσχα να διαπραγματευτεί νέες διμερείς μειώσεις των πυρηνικών, κάτι που αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για τον πρόεδρο Barack Obama. Σύμφωνα με ορισμένους Ρώσους αξιωματούχους, ο Πρόεδρος Vladimir Putin μπορεί να είναι ανοιχτός σε μια τέτοιου είδους συμφωνία όταν συναντήσει τον Πρόεδρο Obama στο G8 τον Ιούνιο ή στη διμερή σύνοδο κορυφής τους το Σεπτέμβριο. Αλλά οι Ρώσοι εξακολουθούν να θέλουν νομικές εγγυήσεις για τις στρατηγικές αντιπυραυλικές τους άμυνες. 

Οι Ευρωπαίοι χαιρετίζουν τη δυνατότητα των σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Οι περισσότεροι εξ αυτών δε πείστηκαν ποτέ για την ανάγκη ή τη σκοπιμότητα της στρατηγικής αντιπυραυλικής άμυνας και πολλοί δυσαρεστήθηκαν με την απόφαση της Ουάσινγκτον να εγκαταλείψει τη συνθήκη ΑΒΜ. Η Γερμανία και άλλοι είναι πρόθυμοι να δουν τη συνεργασία της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ στο πρόγραμμα αντιπυραυλικής άμυνάς του ως έναν τρόπο για την άμβλυνση των εντάσεων που υπάρχουν. Για να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητες υπογραφής μιας συμφωνίας μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει τώρα να ενθαρρύνουν τους συμμάχους τους, τους Αμερικανούς, να συμπεριλάβουν νομικές εγγυήσεις για την αντιπυραυλική άμυνα σε μια νέα πυρηνική συνθήκη μείωσης του οπλοστασίου με τη Ρωσία. Ο Steven Pifer και ο Michael O΄Hanlon από το Brookings Institution, επισημαίνουν στο βιβλίο τους «Η ευκαιρία», ότι τα όρια της προαναφερθείσας συνθήκης θα μπορούσαν να επιτρέψουν στις ΗΠΑ να αναπτύξουν όλα τα αμυντικά συστήματα που είχαν σχεδιάσει κατά της Βόρειας Κορέας και του Ιράν: οι ΗΠΑ και η Ρωσία θα μπορούσαν για παράδειγμα να συμφωνήσουν να κατέχει η κάθε χώρα ένα μέγιστο αριθμό 125 αντιπυραυλικών συστημάτων τα οποία είναι ικανά να αντικρούσουν διηπειρωτικούς πυραύλους (Η συνθήκη ABM αρχικά επέτρεπε ένα μέγιστο αριθμό 200 συστημάτων). Η διάρκεια ισχύος της συνθήκης θα μπορούσε επίσης να περιοριστεί στα δέκα χρόνια, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να επανεξετάσουν τα όρια της ανάλογα με το πώς εξελίσσονται οι απειλές της Βορείου Κορέας και του Ιράν. 

Ο Λευκός Οίκος και οι Ευρωπαίοι θα δυσκολευόταν να πείσουν μερικούς Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές να επικυρώσουν μια τέτοια συνθήκη. Αλλά χωρίς αυτή, οι πιθανότητες να μειώσει η Ρωσία τον μεγάλο αριθμό των τακτικών πυρηνικών όπλων της είναι μηδαμινές, ένα οπλοστάσιο που ανησυχεί τόσο τους Δημοκρατικούς, όσο και τους και τους Ρεπουμπλικάνους. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει επίσης να αποθαρρύνουν τους ομολόγους τους στις ΗΠΑ από το να αναπτύξουν επιπλέον αντιπυραυλικά συστήματα κατά στρατηγικών πυραύλων μέχρι να αποδειχθεί από τις δοκιμές τους πως είναι αποτελεσματικά. Ο κίνδυνος σπατάλης μεγάλων χρηματικών ποσών σε μια εποχή αγρίων περικοπών στον τομέα της άμυνας θα πρέπει να βοηθήσει τους γερουσιαστές να επανεξετάσουν τις απόψεις τους για την αντιπυραυλική άμυνα. 

Όπως ο Greg Thielmann, ένας πρώην ανώτερος αξιωματούχος της Υπηρεσίας Πληροφοριών του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ παρατηρεί, οι Ευρωπαίοι έχουν «εξημερώσει τα ένστικτα των απερίσκεπτων Αμερικανών» στο παρελθόν: το 1980, οι Ευρωπαίοι ενθάρρυναν την απρόθυμη κυβέρνηση Reagan να διαπραγματευτεί την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς. Προς όφελος των σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας και του παγκόσμιου ελέγχου όπλων, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να ενθαρρύνουν και πάλι τον σύμμαχό τους να επανεξετάσει τη στάση του.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ

Πηγή:www.capital.gr

Πηγή:www.capital.gr