Του Νικου ΜαραντζιδηAναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
 
Ο σημαντικός οικονομολόγος Κρούγκμαν παραδέχθηκε δημοσίως, λίγες ημέρες νωρίτερα, πως έκανε λάθος στην εκτίμησή του ότι η Ελλάδα θα έβγαινε από το ευρώ. Υποστήριξε πως υποτίμησε τη βούληση των πολιτικών ελίτ να διατηρήσουν τη χώρα εντός της Ευρωζώνης. Μερικούς μήνες πριν, στην ίδια ομολογία χρεοκοπίας των προβλέψεών του προέβη ο ειδικός των καταστροφικών προγνώσεων Ρουμπινί. Αρκετοί άλλοι ειδικοί, επίσης, απέτυχαν στις εκτιμήσεις τους.

 
Τι συμβαίνει τελικά; Γιατί τόσο πολλοί έκαναν τόσο σημαντικά λάθη;
 
Δεν υπάρχει ενιαία απάντηση σε αυτό. Κατ’ αρχάς, πρέπει να διαχωρίσουμε αυτούς που κάτω από τον μανδύα του ειδικού κρύβουν έναν στρατευμένο ιδεολόγο ή απλώς έναν εκκεντρικό. Καταστροφολόγοι και εξυπνάκηδες κάνουν καριέρα πάνω στο ακραίο υπόδειγμα ανάλυσης που επιδεικνύουν. Επενδύουν στον αιφνιδιασμό και στην άγνοια των υπολοίπων, και έτσι μπορούν να λένε ό,τι θέλουν.
 
Εχουν πέσει έξω στις εκτιμήσεις τους, όμως, και σοβαροί επιστήμονες. Πού βρίσκεται λοιπόν το λάθος;  
 
Στην περίπτωση του ευρώ, το λάθος των οικονομολόγων βρίσκεται στο γεγονός ότι μιλούν άθελά τους πολιτικά. Εισέρχονται στο πεδίο της πολιτικής, χωρίς όμως να τη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους.
 
Η υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι μια περίπλοκη και από πολλές πλευρές παράδοξη, αργόσυρτη διαδικασία ενός πρωτοφανούς στην ιστορία περάσματος από μια διεθνή συμμαχία σε ιδιότυπη κρατική οντότητα με τη συναίνεση των εταίρων. Η εξόχως πολιτική αυτή διαδικασία έχει θεσμικές, ιδεολογικές και οικονομικές όψεις. Στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτυπώνεται μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα σε δεξιούς και αριστερούς, σε φεντεραλιστές και εθνοκεντρικούς, σε ισχυρά και λιγότερο ισχυρά κράτη, σε ανταγωνιστικές και συμπληρωματικές οικονομίες και κουλτούρες.
 
Η ίδια η σύλληψη του ευρώ ήταν πολιτική απόφαση σε επίπεδο κορυφής. Συνδέθηκε με τις αγωνίες της Ευρώπης και τα γεωπολιτικά ζητήματα στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η δημιουργία του κοινού νομίσματος δεν έλαβε υπόψη της πρωτίστως οικονομικά κριτήρια. Ηταν μια απόφαση των πολιτικών ηγεσιών, που επιχειρούσε κατά πρώτο λόγο να λύσει τον ρόλο της Γερμανίας μέσα στο νέο ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον. Δεν ήταν επιλογή για την αλληλεγγύη, όπως κάποιοι αφελώς διακηρύσσουν, αλλά για την ειρήνη.Ηταν πρωτίστως, δηλαδή, μια επιλογή σταθερότητας προκειμένου η Ευρώπη να μην ξαναζήσει έναν εφιαλτικό και καταστροφικό πόλεμο.
 
Οι πολιτικές αυτές αποφάσεις έχουν ανά καιρούς δεχθεί κριτική ή και λοιδορηθεί, από ορθόδοξες και άλλες οικονομικές οπτικές επειδή θεωρήθηκε πως η Ε.Ε. έθετε πολιτικές προτεραιότητες πάνω από οικονομικούς νόμους. Πώς μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχει ενιαίο νόμισμα χωρίς κράτος; Ενιαίο νόμισμα χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική;
 
Και όμως, αυτές οι κριτικές υποτιμούν το βάρος της ιστορίας και της πολιτικής πάνω στη συνείδηση των ανθρώπων και ιδιαίτερα των κυβερνωσών ελίτ. Η Ευρώπη υπήρξε το θέατρο δύο πολέμων και το πεδίο πειραματισμού δύο ολοκληρωτισμών. Ο ένας, ο φασισμός, είχε ηττηθεί από τον πόλεμο, ο άλλος, ο κομμουνισμός, είχε γιγαντωθεί. Δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίων πολιτών ζούσαν μέχρι το 1989 πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα». Η κατάρρευση του κομμουνισμού δημιούργησε προσδοκίες, αλλά και μεγάλα άγχη. Ιδιαίτερα το ζήτημα της επανενοποίησης της Γερμανίας γέννησε σκέψεις συνδεδεμένες με το αιματηρό παρελθόν. Κινδύνευε άραγε η Ευρώπη να ξαναζήσει ένα νέο μακελειό; Ο βάρβαρος πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ενίσχυσε τους αρνητικούς συνειρμούς.
 
Ουσιαστικά, λοιπόν, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, η Ευρώπη είχε να λύσει δύο προβλήματα:
 

 

Να εντάξει τις πρώην ανατολικές χώρες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να μην αποτελέσουν νέα πηγή εντάσεων καινα διατηρήσει τις εύθραυστες διακρατικές ισορροπίες, που κινδύνευαν να διαταραχθούν μετά τις νέες εξελίξεις.
 
Ταυτόχρονα, όλα αυτά έπρεπε να γίνουν με σύνεση και συναίνεση, γιατί διαφορετικά οι προσπάθειες θα έπεφταν στο κενό. Εκ των πραγμάτων, το πολιτικό κυριάρχησε πάνω στην οικονομία. Αν δεν γινόταν έτσι, πολύ απλά, δεν θα υπήρχε ενιαίο νόμισμα, ίσως και Ευρώπη, καθώς δεν γνωρίζουμε ποιες θα ήταν οι εξελίξεις, αν σήμερα, αντί για ευρώ υπήρχε ένα ισχυρό μάρκο και μια «μάρκο-λαντ» περιτριγυρισμένη από ασθενή νομίσματα. Ξέρουμε, όμως, πως τα τελευταία είκοσι χρόνια η Ευρώπη προχώρησε προς την ενοποίησή της και ας μη γίνεται αυτό εύκολα αντιληπτό από τους πολίτες. Οικοδόμησε θεσμούς και άνοιξε δρόμους για το μέλλον.
 
Το ευρώ, σήμερα, δοκιμάζεται όπως και η Ευρώπη. Οι πολιτικοί της θεσμοί βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή. Η οικονομική κρίση αποτελεί σίγουρα καταλύτη για τις εξελίξεις που θα έρθουν. Τα πάντα είναι ανοιχτά και ρευστά. Ομως, το πολιτικό και συμβολικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί πάνω στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ειρήνης είναι τόσο μεγάλο, που όποιος το υποτιμήσει, όπως ο συμπαθής Κρούγκμαν, μπορεί να εκτεθεί.