ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ Π. ΝΤΟΚΟΥ*

Για την Τουρκία, τα τέλη της δεκαετίας του 1990 χαρακτηρίστηκαν από πολιτική αστάθεια και σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η χώρα υποχρεώθηκε να υπαχθεί στον έλεγχο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η επόμενη δεκαετία, όμως, εξελίχθηκε πολύ καλύτερα. Η νίκη του [φιλο]-ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) το 2002 αποτέλεσε την αρχή μιας περιόδου εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης που δημιούργησε νέα οικονομικά τζάκια (κυρίως στην ενδοχώρα, σε αντίθεση με την προηγούμενη οικονομική ελίτ που δραστηριοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη και τα παράλια του Αιγαίου) και διεύρυνε τη μεσαία τάξη στην Τουρκία (χωρίς, ωστόσο, να αμβλύνει σημαντικά τις οικονομικές ανισότητες). 

Ο δυναμικός και λαοφιλής ηγέτης του ΑΚΡ, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατάφερε να αποδυναμώσει το μέχρι τότε παντοδύναμο κεμαλικό κατεστημένο, επιτυγχάνοντας –σταδιακά- σημαντική διείσδυση σε κρίσιμους θεσμούς όπως η Αστυνομία, οι Υπηρεσίες Πληροφοριών, το Δικαστικό Σώμα, τα Πανεπιστήμια, το υπουργείο Εξωτερικών, και, σε μικρότερο βαθμό, οι Ενοπλες Δυνάμεις. Η αντιπαράθεση ισλαμιστών-κεμαλιστών πέρασε από πολλά στάδια, αλλά το ΑΚΡ κατάφερε μέχρι στιγμής να κερδίσει όλες τις μάχες, όπως επίσης και άλλες δύο εκλογικές αναμετρήσεις, και μάλιστα με υψηλότερο ποσοστό κάθε φορά.

Ο κ. Ερντογάν κατάφερε να ενισχύσει και το διεθνή ρόλο και επιρροή της χώρας του, εκμεταλλευόμενος και τις διεθνείς συγκυρίες. Βεβαίως, η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», πνευματικό τέκνο του υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, και με έντονα στοιχεία νεοθωμανισμού, δεν υλοποιήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ «αγκάθια» για την τουρκική εξωτερική πολιτική αποτελούν η προβληματική σχέση με το Ισραήλ και η ενεργός εμπλοκή της χώρας στη συριακή κρίση. Η Αγκυρα παραμένει, πάντως, σημαντική για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή κι ένα σαφώς προτιμότερο (για τη Δύση) μοντέλο για την εξέλιξη των αραβικών χωρών. Σε αδιέξοδο βρίσκονται εδώ κι αρκετά χρόνια οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, καθώς οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν έχουν σημειώσει πρόοδο τόσο λόγω του κυπριακού προβλήματος, όσο και λόγω της μη εκπλήρωσης των ενταξιακών κριτηρίων. Θα πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση και του τουρκικού ενδιαφέροντος για ένταξη.

Παρά τις σημαντικές εσωτερικές επιτυχίες, παρατηρείται εδώ και μερικά χρόνια ένας αυξανόμενος αυταρχισμός –με έντονα στοιχεία πατερναλισμού- του κ. Ερντογάν και του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), αποτέλεσμα και της αλαζονείας που συχνά προκαλείται από τη μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία. Η εικαζόμενη απώλεια επαφής με την καθημερινότητα του μέσου Τούρκου πολίτη και η αίσθηση παντοδυναμίας του κ. Ερντογάν συνέβαλαν καθοριστικά στην κλιμάκωση των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας που σημειώθηκαν σε πολλές τουρκικές πόλεις τις τελευταίες ημέρες. Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διαδικασία κοινωνικής μηχανικής που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία από το 2002. Ουσιαστικά το ΑΚΡ προωθεί μια στροφή της τουρκικής κοινωνίας προς μια πιο συντηρητική κατεύθυνση, με ισλαμικά χαρακτηριστικά, αποδομώντας σε σημαντικό βαθμό το κεμαλικό σύστημα και μετατρέποντας την Τουρκία σε μια χώρα με «ελαφρύ» ισλαμικό καθεστώς. Ορισμένες αλλαγές είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, π.χ. η αποδοχή ότι στην Τουρκία δεν κατοικούν μόνο Τούρκοι αλλά και Κούρδοι. Αλλες που αφορούν την ισλαμοποίηση της χώρας μάλλον προκαλούν προβληματισμό.

Αν ο κ. Ερντογάν κατανοήσει το νόημα των λαϊκών αντιδράσεων και προχωρήσει σε κινήσεις εκτόνωσης της έντασης και εφόσον δεν υπάρξει σημαντική επιδείνωση της οικονομίας τους επόμενους μήνες, τότε η πολιτική κυριαρχία του ΑΚΡ δεν αναμένεται να αμφισβητηθεί (αν και οι δύο εκλογές του 2014 πιθανότατα δε θα αποτελέσουν περίπατο, όπως αρχικά αναμενόταν). Αλλά η εικόνα του κ. Ερντογάν, εντός και εκτός συνόρων, έχει αναμφισβήτητα πληγεί. Είναι πιθανό ότι οι ημέρες της πολιτικής του παντοδυναμίας ανήκουν στο παρελθόν.

 

*Ο ΘΑΝΟΣ Π. ΝΤΟΚΟΣ είναι γενικός διευθυντής Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)