Του Daniel Gros, Thinking Ahead for Europe

Η σύντομη απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι ο κλάδος έχει έλλειψη κεφαλαίων, είναι πολύ μεγάλος και περιλαμβάνει πολλούς παίκτες χωρίς ένα βιώσιμο μακροπρόθεσμο επιχειρηματικό μοντέλο. Είναι ο συνδυασμός των τελευταίων δύο παραγόντων που αποτελεί το πιο σοβαρό και το πιο δύσκολο πρόβλημα.

Το μέγεθος του τραπεζικού τομέα είναι αιτία ανησυχίας διότι, με συνολικές υποχρεώσεις άνω του 250% του ΑΕΠ (για την ευρωζώνη), είναι ξεκάθαρο ότι η εμφάνιση ενός μεγάλου προβλήματος θα μπορούσε να επιβαρύνει υπερβολικά τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Με λίγα λόγια, ο τραπεζικός τομέας στην Ευρώπη ίσως να είναι «πολύ μεγάλος για να σωθεί».

Το πρόβλημα της χαμηλής κεφαλαιοποίησης μπορεί να θεραπευθεί από μια έγχυση νέων κεφαλαίων. Αλλά όσο μεγαλύτερος είναι ο τραπεζικός κλάδος, τόσο πιο δύσκολο γίνεται αυτό. Επιπλέον, απλώς δεν έχει νόημα να μπορούν νέα κεφάλαια σε τράπεζες που δεν μπορούν να επιστρέψουν τα κέρδη σε οποιαδήποτε στιγμή στο εγγύς μέλλον.

Τα προβλήματα στη Νότια Ευρώπη είναι γνωστά, αλλά διαφέρουν θεμελιωδώς από τη μια χώρα στην άλλη. Στην Ισπανία οι τράπεζες έχουν εδώ και χρόνια εκδώσει εκατοντάδες δις. ευρώ 30ετών ενυπόθηκων δανείων, των οποίων τα επιτόκια είναι σε συνάρτηση με τα διατραπεζικά επιτόκια (Euribor), με ένα μικρό spread (συνήθως λιγότερο από 100 μονάδες βάσης), που καθορίζεται για όσο διαρκεί η υποθήκη. Αυτό ήταν ένα επικερδές μοντέλο σε μια περίοδο που οι ισπανικές τράπεζες ήταν σε θέση να χρηματοδοτηθούν μόνες τους με ένα spread χαμηλότερο των 100 μονάδων βάσης. Αλλά σήμερα, οι ισπανικές τράπεζες, ιδίως αυτές που έχουν εμπλακεί περισσότερο με τη χορήγηση στεγαστικών δανείων, πρέπει να πληρώνουν spread πολύ μεγαλύτερο από τις 100 μονάδες βάσης στα διατραπεζικά επιτόκιο για το δικό τους κόστος χρηματοδότησης. Πολλές τοπικές ισπανικές τράπεζες μπορούν επομένως να παραμείνουν βιώσιμες μόνο διότι αναχρηματοδοτούν ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου χορήγησης ενυπόθηκων δανείων μέσω της ΕΚΤ. Αλλά η εξάρτηση από φθηνή χρηματοδότηση μέσω της κεντρικής τράπεζας, δεν αποτελεί ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο.

Στην Ιταλία, οι δυσκολίες προκύπτουν από το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν συνεχίσει στην πάροδο του χρόνου να χορηγούν δάνεια στις εγχώριες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ το ΑΕΠ δεν έχει αναπτυχθεί. Η παραγωγικότητα των κεφαλαιακών επενδύσεων στην Ιταλία ήταν επομένως κοντά στο μηδέν, ακόμη και πριν από την κρίση. Η έναρξη της παρούσας ύφεσης έχει εκθέσει αυτή τη χαμηλή παραγωγικότητα, καθώς πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις καταρρέουν, οδηγώντας τις τράπεζες σε μεγάλες ζημιές. Αλλά τα κόστη χρηματοδότησης έχουν αυξηθεί. Είναι επομένως δύσκολο να δούμε πώς οι ιταλικές τράπεζες μπορούν να επιστρέψουν στην κερδοφορία (και η χώρα να αναζωογονήσει την ανάπτυξη) εάν δεν αλλάξει ριζικά η κατανομή του κεφαλαίου.

Αλλά υπάρχουν προβλήματα ακόμη και βόρεια των Άλπεων. Στη Γερμανία, οι τράπεζες έχουν καταθέσει εκατοντάδες δις. ευρώ της πλεονάζουσας ρευστότητας στην ΕΚΤ, από την οποία κερδίζουν σχεδόν τίποτα. Αλλά το χρηματοδοτικό τους κόστους δεν είναι μηδενικό. Οι γερμανικές τράπεζες θα μπορούσαν να είναι σε θέση να εκδώσουν τίτλους σε πολύ χαμηλά επιτόκια, αλλά ακόμη και αυτά είναι υψηλότερα από ό,τι θα κέρδιζαν από τις καταθέσεις τους στην ΕΚΤ. Επιπλέον, πρέπει να συνυπολογίσουν και το κόστος της συντήρησης ενός εκτεταμένου, και ως εκ τούτου ακριβού εγχώριου δικτύου λιανικής μέσω του οποίου συλλέγουν τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, οι οποίες έχουν πλέον δυσκολίες.

Θα υπάρχουν ασφαλώς πάντα κάποιες τράπεζες που θα τα πάνε καλύτερα και κάποιες άλλες που θα πλήττονται από αυτές τις αρνητικές τάσεις. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να αποφύγει το έργο της ανάλυσης της κατάστασης κάθε τράπεζας ξεχωριστά. Αλλά είναι σαφές ότι σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης, χαμηλών επιτοκίων αλλά υψηλών ασφάλιστρων κινδύνου, πολλές τράπεζες δυσκολεύονται απλώς και μόνο να επιβιώσουν.

Δυστυχώς, το πρόβλημα δεν μπορεί να αφεθεί στις αγορές για επίλυση. Μια τράπεζα χωρίς βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο δεν συρρικνώνεται σταδιακά και μετά εξαφανίζεται. Η τιμή της μετοχής της μπορεί να υποχωρεί προς το μηδέν, αλλά οι πελάτες της λιανικής θα έχουν μακάρια άγνοια των δυσκολιών, και άλλοι πιστωτές θα συνεχίσουν επίσης να παράσχουν χρηματοδότηση διότι αναμένουν ότι στο τέλος οι (εθνικές) αρχές θα παρέμβουν προτού η τράπεζα καταρρεύσει, είτε παρέχοντας έκτακτη χρηματοδότηση ή μέσω της τακτοποίησης κάποιας συγχώνευσης με άλλον οργανισμό. Η πρόσφατη επίσημη σκληρή συζήτηση για την ανάγκη του bail-in των τραπεζικών πιστωτών δεν έχει εκπλήξει πολύ τις αγορές, και αυτό διότι οι νέοι κανόνες σχετικά με τη δυνητική επιβολή ζημιών στους πιστωτές των καταρρεουσών τραπεζών, πρόκειται να τεθούν σε ισχύ από το 2018.

Ξεκινώντας από το επόμενο έτος, η ΕΚΤ θα διεξάγει μια αναθεώρηση της ποιότητας των assets στις τράπεζες που είναι υπό την εποπτεία της, αλλά δεν θα είναι σε θέση να επιθεωρήσει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες θα αντισταθούν μέχρι το τέλος σε μια διάβρωση του ελέγχου τους. Και καμιά εθνική αρχή δεν είναι πιθανό να αναγνωρίσει ότι οι εθνικοί τους «πρωταθλητές» δεν έχουν μια εύλογη πορεία προς την οικονομική βιωσιμότητα.

Η διατήρηση ενός εξασθενημένου τραπεζικού συστήματος βιώσιμου, έχει υψηλό οικονομικό κόστος. Οι τράπεζες με πολύ λίγο κεφάλαιο ή αυτές χωρίς ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο, τείνουν να συνεχίζουν την επέκταση της πίστωσης στους υφιστάμενους πελάτες τους ακόμη και εάν αυτά τα δάνεια είναι αμφιβόλου αξίας, και επίσης τείνουν να περιορίζουν το δανεισμό σε νέες εταιρείες ή projects. Αυτή η εσφαλμένη κατανομή κεφαλαίου, εμποδίζει την οποιαδήποτε ανάκαμψη και μειώνει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Αυτό που θα έπρεπε να γίνει είναι ξεκάθαρο: ανακεφαλαιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του κλάδου και αναδιάρθρωση εκείνων των τμημάτων που δεν έχουν ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Αλλά καθώς αυτό είναι απίθανο να συμβεί στο εγγύς μέλλον, είναι επίσης απίθανο η Ευρώπη να μπορέσει να ανακάμψει πλήρως από την παρούσα ύφεση.

Πηγή:www.capital.gr