«………η ζωή είναι ενέργεια, όχι υλική δημιουργία. Άρα σκοπός της ζωής δεν είναι η κατασκευή, η παραγωγή αγαθών, αλλά η επιδίωξη της ηθικής, μέσω των υλικών αγαθών …» 

                                                                                                                    Αριστοτέλης

Γράφει ο Διαμιανός Βασιλειάδης 

Αναφερθήκαμε συνοπτικά στο περιεχόμενο και τη μορφή της εξουσίας σε μια κοινωνία που οι δομές της πρέπει να έχουν χαρακτήρα σοσιαλιστικό. Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει υποχρεωτικά να απαντήσει ένας πολιτικός φορέας είναι ο χαρακτήρας του κοινωνικού μοντέλου, που επαγγέλλεται. Γιατί πολύς λόγος γίνεται για δημοκρατικό σοσιαλισμό, χωρίς να διευκρινίζεται ακριβέ περί τίνος πρόκειται.

Στον πολιτικό τομέα η σοσιαλιστική εξουσία είναι δημοκρατική, γιατί σοσιαλισμός βασικά σημαίνει προωθημένη μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης, η οποία θα έχει τα χαρακτηριστικά, όχι μόνο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που μπορεί εύκολα να μεταλλαχθεί σε αντιπροσωπευτική δικτατορία, αλλά και θα προσεγγίζει τα χαρακτηριστικά της άμεσης δημοκρατίας. Ένας συνδυασμός και των δύο αποτελεί εγγύηση για οποιαδήποτε αρνητική μεταβολή. Με αυτή την έννοια φυσικά, σοσιαλισμός σημαίνει μια πιο προχωρημένη μορφή δημοκρατίας.

Ένα άλλο καίριο ζήτημα, που έχει σχέση με τη σοσιαλιστική δομή της εξουσίας και τη διαφοροποίησή της από την αστική, συνιστά η μορφή της οικονομίας στο νέο καθεστώς.

Ποιο είναι το εναλλακτικό μοντέλο της κοινωνικής οργάνωσης; Θα ισχύει η φιλελεύθερη αγορά ή η σχεδιασμένη και ελεγχόμενη οικονομία;

Το ιδεολογικό και συνάμα πολιτικό αυτό θέμα, που είναι καίριας σημασίας, συνήθως μένει εκτός συζήτησης.

Όμως δεν είναι δυνατό να δρομολογήσει κανείς οποιαδήποτε εναλλακτική στρατηγική, αν δεν απαντήσει ικανοποιητικά και εξαντλητικά στο αποφασιστικό αυτό πρόβλημα, που ουσιαστικά εκφράζει και την ιδεολογία στην πράξη του οποιουδήποτε πολιτικού φορέα. Τα πράγματα πρέπει να είναι ξεκάθαρα, για να μην δημιουργείται σύγχυση από πρόθεση ή αδυναμία.

Ποιες σχέσεις παραγωγής θα υπάρχουν για να ανταποκρίνονται προς το όραμα, όχι φυσικά μιας αταξικής κοινωνίας, που είναι κατ’ ουσίαν θέμα μεταφυσικό, γιατί εμπεριέχει την εσχατολογική εξέλιξη της ιστορίας, αλλά μιας σοσιαλιστικής (εξισωτικής) κοινωνίας, όπου εκτός από τη λαϊκή εξουσία θα πρέπει να υπάρχει και στον τομέα της οικονομίας κοινωνική δικαιοσύνη; Γιατί λαϊκή εξουσία χωρίς φυσικά κοινωνική δικαιοσύνη δεν νοείται.

Η απάντηση από απλή διαίσθηση και απ’ αυτά που θεωρητικά και εμπειρικά ζήσαμε ως τώρα είναι: ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά ο συνδυασμός και των δύο. Όμως επιστημονικά, θα λέγαμε, το πράγμα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Χρειάζεται μια επισταμένη ανάλυση των δύο βασικών αυτών μορφών της οικονομικής ζωής της κοινωνίας, για να καταλήξουμε σε λύσεις, οι οποίες πραγματικά υπηρετούν το κοινωνικό σύνολο και δεν οδηγούν σε καινούργιες αυταπάτες με τραγικά αποτελέσματα.

Ένα είναι γεγονός, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Μια κοινωνία πρέπει να καταναλώνει αυτά που παράγει. Η παραγωγή που ξεπερνάει την εγχώρια κατανάλωση πρέπει να επενδύεται πάλι σε παραγωγικές επενδύσεις, όπως π.χ. Παιδεία, έρευνα κ.λπ. από τη μια και εξαγωγές από την άλλη, και το πλεονάζον κεφάλαιο να επενδύεται για την λειτουργία του κοινωνικού κράτους.

Υπάρχει άραγε τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό ή κάποιοι μονόδρομοι, όπως αυτοί που οδήγησαν στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού;

Η φιλοσοφική μας κοσμοαντίληψη (η ιδεολογία) και σύμφωνα με όλα αυτά που αναλύσαμε, αν έστω και κατά προσέγγιση ανταποκρίνονται στην αναζητούμενη αλήθεια –γιατί δεν πρέπει να πέσουμε θύμα δογματικής προσέγγισης της πραγματικότητας– μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ένας συνδυασμός και τον δύο μορφών οικονομίας είναι απαραίτητος, για να αντανακλά το νέο όραμα και την νέα εναλλακτική προοπτική.

Μιλούμε βασικά για μικτή οικονομία. Ποιος συνδυασμός όμως ή μάλλον τι είδους συνδυασμός και με ποια δομικά χαρακτηριστικά είναι κατάλληλος, ώστε να μεγιστοποιείται η κοινωνική δικαιοσύνη και να ελαχιστοποιείται, στο μέτρο του δυνατού, η κοινωνική αδικία; Κι αυτό, για να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα, γιατί η κοινωνία στη φυσική της ιδιοσυστασία είναι άνιση.

Η πολιτισμική και πολιτική παρέμβαση δημιουργεί τις προϋποθέσεις της ελευθερίας και της ισότητας, οι οποίες δεν είναι δεδομένες από τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλοι οι άνθρωποι δυνητικά μπορούν να είναι ελεύθεροι ή να απελευθερωθούν, αλλά δεν μπορούν να είναι ίσοι. Αυτήν την αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία, που αφορά το άτομο και την ισότητα, που αφορά την κοινωνία,προσπαθεί να γεφυρώσει η κοινωνική δικαιοσύνη κατά προσέγγιση, με την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας.

 Πώς κατοχυρώνεται και με ποιους όρους και προϋποθέσεις;  Η άμιλλα και παραγωγικότητα που είναι απαραίτητη για να επιζήσει και προκόψει μια κοινωνία στον διεθνή ανταγωνισμό στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας; Υπάρχει περιθώριο για σχεδιασμό σε μια τέτοια οικονομία και πώς αυτή εκφράζεται ως αντίπαλο δέος στην λαίλαπα που εξαπέλυσε ο παγκόσμιος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, που κυριαρχεί σήμερα;

Ασφαλώς το κλειδί για να υπάρξει και αναπτυχθεί μια κοινωνία είναι η παραγωγικότητα. Χωρίς παραγωγή οποιαδήποτε κοινωνία, σοσιαλιστική η καπιταλιστική ή οποιαδήποτε άλλη, είναι καταδικασμένη σε χρεοκοπία.

Στην Ελλάδα κατά παράδοξο τρόπο το πρόβλημα δεν ήταν πρωταρχικά η λειτουργία του καπιταλισμού, αλλά η ανυπαρξία του. Δεν υπήρξε μέσα από την κομματικοποίηση και τον κρατισμό καμία ελεύθερη αγορά και καπιταλιστικός ανταγωνισμός αλλά τα πάντα ελέγχονταν από τα μονοπώλια, τους κρατικούς προμηθευτές, τους λεγόμενους νταβατζήδες εντός και εκτός Ελλάδας. Αν λειτουργούσε ο καπιταλισμός, όπως π.χ. στις σκανδιναβικές χώρες, δεν θα υπήρχαν σε τέτοιο βαθμό τα σημερινά προβλήματα και ίσως θα είχε αντιμετωπιστεί έγκαιρα η κρίση.

Αυτό τουλάχιστον είναι αυτονόητο, εάν δεν μας διακατέχει ο ακατάσχετος λαϊκισμός, που κυριαρχεί ακόμη στην ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημα προς έρευνα είναι λοιπόν: Παραγωγικότητα με ανταγωνισμό και ιδιωτικοποίηση ή παραγωγικότητα με κεντρικό σχεδιασμό και κοινωνικοποίηση; Σε ανοιχτές κοινωνίες ασφαλώς, όπως οι σημερινές, δε μπορούμε να μιλούμε για προστατευτισμό. Ούτε ο απομονωτισμός αποτελεί λύση, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Η παγκοσμιοποίηση είναι δεδομένη και ας μην έχει αγκαλιάσει όλη την υφήλιο ακόμη.

Το ζήτημα όμως δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Το πρόβλημα είναι η παγκοσμιοκρατία, δηλαδή η εξουσία, όπως τονίσαμε. Στο σημείο αυτό δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση και καμία αμφιβολία. Θα ήταν τουλάχιστο τελείως αφελές και ανεδαφικό να ισχυριστεί κανείς κάτι διαφορετικό. Πώς όμως θα εξασφαλιστεί μια παραγωγικότητα που όχι μονάχα αντέχει στο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά αναπτύσσει κοινωνικές δομές πιο προχωρημένες, αλλά βέβαια πιο ανθρώπινες, απ’ αυτές του παρελθόντος; Κοινωνικές δομές που θα εξασφαλίζουν απασχόληση με δικαιότερη διανομή και αναδιανομή του εισοδήματος;

Μια κοινωνία απόλυτα ελεύθερη και ισότιμη, αποτελεί απλώς ένα όραμα, προς το οποίο φυσικά πρέπει να προσανατολίζονται οι αγώνες μας, για να έχουν έναν μπούσουλα και να χρησιμεύουν ως πυξίδα.

Μπορεί να καταργήσει κανείς ατιμωρητί τον διεθνή ανταγωνισμό; Και τι θα βάλει στη θέση του; Υπάρχουν σήμερα μοντέλα, που εξασφαλίζουν ανεκτά πλαίσια μιας πολιτείας με κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική πρόνοια;

Είναι άπειρα τα ερωτήματα που μπαίνουν στη συζήτηση. Από τη σωστή ή λανθασμένη απάντησή τους εξαρτάται η θετική ή αρνητική προοπτική οποιουδήποτε κοινωνικού σχηματισμού, πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν συζητούμε για μια σοσιαλιστική κοινωνία, η οποία τουλάχιστον θα οδηγεί στην ευδαιμονία, το «ευ ζην» του ατόμου και της κοινωνίας.

Ένα είναι σαφές: Το οικονομικό μοντέλο πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, εάν δεν θέλουμε να συμβούν δύο τινά. Πρώτον είτε να χρεοκοπήσει η οικονομία που οραματιζόμαστε. είτε να αναλάβει το βάρος της επιβίωσης, στο βαθμό που θα το επιτύχει, η πλειοψηφία των εργαζομένων. Θα καταλήξουμε αναγκαστικά σε ένα πολιτικό σύστημα και μια κοινωνία των δύο τρίτων, όπου μια κομματική μειοψηφία με βάση έναν μονοκομματικό και γραφειοκρατικά ρυθμιζόμενο κεντρικό σχεδιασμό και με αυταρχικά γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά, θα διατηρεί τα προνόμια της, αυτοπροσδιοριζόμενη ως προοδευτική, για να δημιουργεί άλλοθι, και μια πλειοψηφία, η οποία θα είναι υποχρεωμένη να αναλαμβάνει όλα τα βάρη και τις συνέπειες ενός άνισου και άδικου καθεστώτος.

Η παραγωγικότητα και η αναπτυξιακή προοπτική επιπρόσθετα θα πρέπει να είναι σε τέτοιο επίπεδο, ώστε και να επιβιώνει στο διεθνή ανταγωνισμό και να εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το πρωταρχικό θέμα είναι η οικονομική επιβίωση και η ανάπτυξη με βάση την παραγωγή. Το άλλο θέμα είναι της κοινωνικής δικαιοσύνης, που είναι θέμα πολιτικό και έχει σχέση με την κατά το δυνατό ισομερή και δίκαιη κατανομή των εισοδηματικών απολαβών και των οικονομικών βαρών, αλλά και όλων των κοινωνικών και πολιτιστικών αγαθών.

Η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαίωσε ότι οι ελεγχόμενες οικονομίες σε συνδυασμό με τα μονοκομματικά καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού αποδείχτηκαν υποδεέστερες της καπιταλιστικής δυναμικής και σαρώθηκαν κυριολεκτικά, όταν απέκτησαν επαφή και συνδέθηκαν με τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι ο καπιταλισμός στη σημερινή του μορφή ως νεοφιλελευθερισμός είναι η εναλλακτική λύση και πέραν τούτου ουδέν.

Η προσπάθεια συσσώρευσης και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου από μία οικονομική ολιγαρχία, με μόνο κριτήριο το κέρδος, όπως συμβαίνει στη σημερινή εποχή, αφήνει στο περιθώριο οποιαδήποτε κοινωνική ευαισθησία και κοινωνική αλληλεγγύη και παράλληλα δυναμιτίζει οποιαδήποτε κοινωνική συνοχή ενός έθνους κράτους, προς δόξαν της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης.

Ο καπιταλισμός, όπως ήδη αναφέραμε, δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Βασίζεται στην ανισότητα και στην εκμετάλλευση, που αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τη συσσώρευση πλούτου. Η ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου σε βάρος των αδύναμων και φτωχών είναι πασιφανής, αλλά χρειάζεται προς τον σκοπό αυτό την παρέμβαση μιας λαϊκής εξουσίας, που θα κατανείμει τα βάρη με τη μέγιστη δυνατή δικαιοσύνη. Αυτή η λαϊκή εξουσία όμως δεν υπάρχει σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να την δημιουργήσουμε, αν θέλουμε να βγούμε από τα αδιέξοδα.

Ένα σοσιαλιστικό πρότυπο, που στοχεύει στην κατάργηση της καταπίεσης και εκμετάλλευσης της κοινωνίας, που επαγγέλλεται την πολιτική και κοινωνική και πολιτιστική απελευθέρωση, πρέπει ωστόσο να παράγει καπιταλιστικά, δηλαδή να είναι ανταγωνιστικό, αλλά να κατανέμει το παραγόμενο προϊόν με το μέγιστο βαθμό δικαιοσύνης. Και αυτό είναι θέμα εξουσίας και όχι πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Δεν είναι δηλαδή αυτοκαθοριζόμενη αξία, δηλαδή αξία που καθορίζεται από την οικονομία της αγοράς.

Όποιος νομίζει ότι μπορεί ατιμωρητί να καταργήσει τον ανταγωνισμό, αιωρούμενος κάπου στο κενό, είναι εκτός πραγματικότητας και προσφέρει κακές υπηρεσίες στον κόσμο της εργασίας, που προσπαθεί θεωρητικά να στηρίξει.

Η προσφυγή στο κράτος, από την άλλη μεριά, σα μοναδική λύση, στην περίπτωση κρίσης, δημιουργεί απαρέγκλιτα τα προνομιούχα, παρασιτικά στρώματα της κοινωνίας, με τους κρατικοδίαιτους πάσης μορφής και άλλα εκφυλιστικά φαινόμενα.

Το κομματικό κράτος, που ανδρώθηκε στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, προσφέρει κάκιστη υπηρεσία στην κοινωνία, προστατεύοντας κοινωνικές ομάδες από τον ελεύθερο ανταγωνισμό και τελικά λειτουργεί αντιπαραγωγικά και αντικοινωνικά. Γιατί αυτές οι κοινωνικές ομάδες ζουν σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού, που είναι εκτεθειμένο στην ελεύθερη οικονομία και πρέπει να σηκώνει επιπλέον τα βάρη μιας κατηγορίας ανθρώπων κρατικοδίαιτων, προνομιούχων καιροσκόπων.

Όλα τα κόμματα της μεταπολίτευσης ανεξαιρέτως είχαν και έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά.

Μπροστά στον άκρατο κρατισμό και το κομματικό κράτος, καλύτερα ο άκρατος φιλελευθερισμός, παρά αυτή η άνιση και άδικη κατάσταση, που δεν έχει καμία σχέση στην πραγματικότητα με κοινωνική συνοχή και κοινωνική αλληλεγγύη και φυσικά με οποιαδήποτε έννοια μιας σοσιαλιστικής εξισωτικής κοινωνίας.

Σε κοινωνίες όπου το κράτος αλώνεται από το κόμμα, η ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες είναι δεδομένη. Τρανό παράδειγμα και η Ελλάδα, που υπήρξε κατά βάση « η τελευταία χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού». Εξ ου και η σημερινή κρίση. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τη συνέβη στον υπαρκτό σοσιαλισμό, μπορούμε να αντλήσουμε συμπεράσματα μελετώντας το κρατικοδίαιτο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Εκεί υπήρχε φυσικά μια κομματική γραφειοκρατική κάστα, στην Ελλάδα τα λεγόμενα οικονομικά και πολιτικά τζάκια, που εναλλάσσονταν στην εξουσία Μια διαπλεκόμενη οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, που απομυζούσε τον ιδρώτα του ελληνικού λαού.

Στη σημερινή συγκυρία, όπου η παγκοσμιοποιημένη οικονομία κυριαρχείται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, μόνο κοινωνίες, οι οποίες μπορούν να επιβιώσουν σ’ αυτόν, μπορούν να προχωρήσουν ίσως και πέρα απ’ αυτόν σε άλλες πιο δίκαιες και πιο κοινωνικές δομές.Δεν υπάρχει πανάκεια αποφυγής της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Με ανεδαφικές πολιτικές και με συμπεριφορές της ήσσονος προσπάθειας, που δεν έχουν καμία σχέση με μια προοδευτική πολιτική, δε μπορεί να γίνει κανένα θετικό βήμα προς μια κοινωνία αλληλεγγύης. Με ευχολόγια για δημοκρατία και σοσιαλισμό και κούφιες, λαϊκίστικες, προπαγανδιστικές διακηρύξεις δεν αλλάζεις την πραγματικότητα. Χρειάζονται πράξεις συγκεκριμένες, γιατί μόνο η πράξη επιβεβαιώνει τη θεωρία.

Η δραστηριοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, πνευματικών και υλικών, είναι όρος απαράβατος της επιτυχίας. Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει πρωταρχικά στο καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό της, που με τη σειρά του θα αναδιατάξει την οικονομία. Θα πρέπει επιπλέον να φροντίσει για τη δημιουργία θεσμών διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου στην άσκηση της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, περιορίζοντας την κίνηση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, ώστε η χώρα να παραγάγει τον πλούτο που θα διανείμει.

Στα πλαίσια αυτά πρέπει επιπλέον να τονιστεί και το πρόβλημα που έχει σχέση με τις ξένες επενδύσεις, οι οποίες θα βοηθήσουν στην τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Τέτοιες επενδύσεις όμως δεν κατοχυρώνουν την πλήρη απασχόληση. Ένα ποσοστό ανεργίας λόγω απολύσεων είναι δεδομένο. Οφείλει όμως το κράτος να λαμβάνει πρόνοια για την επανένταξη του εργαζόμενου στην παραγωγική διαδικασία, όπως υλοποιείται στις σκανδιναβικές χώρες και όχι να τον αφήνει έρμαιο της αναλγησίας του κεφαλαίου. Ακόμη είναι αυτονόητο, ότι κάθε επιχείρηση στοχεύει στο κέρδος. Αυτή είναι η μία όψη του προβλήματος.

Από την άλλη μεριά πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι οι κρατικές επιχειρήσεις, εάν υπάρχουν και εφόσον υπάρχουν, πρέπει να λειτουργούν με κριτήρια ιδιωτικοοικονομικά, με κριτήρια που απαιτεί ο διεθνής καταμερισμός εργασίας και ο διεθνής ανταγωνισμός. Εάν οι επιχειρήσεις αυτές είναι αντιπαραγωγικές, γιατί οι εργαζόμενοι σ’ αυτές δεν είναι σε θέση ή δεν μπορούν ή δεν θέλουν να είναι ανταγωνιστικές ή προστατεύονται από το κομματικό κράτος ή εν πάση περιπτώσει για έναν οποιονδήποτε άλλο λόγο, μιας και τα προνόμια τους δεν θίγονται, τότε προτιμότερο είναι να κλείσουν, παρά να διατηρούν τα προνόμιά τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, όπως συνέβη στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης κυρίως. Κάτι τέτοιο δεν έχει σχέση με σοσιαλισμό. Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι επιλεκτική, ώστε να πριμοδοτεί μια κοινωνική ομάδα σε βάρος των άλλων, αλλά αφορά όλους.

Βέβαια οι βασικοί δημόσιοι κοινωφελείς οργανισμοί οφείλουν να ανήκουν στο δημόσιο τομέα, ιδίως εκείνοι που έχουν σχέση με την ενέργεια, τις επικοινωνίες, τον υδάτινο πλούτο κ.λπ.

Η ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στην πληροφόρηση και τις επικοινωνίες, πρέπει να είναι κατοχυρωμένη. Όμως και αυτές έχουν υποχρέωση να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αλλιώς καταντούν κρατικοδίαιτες, τελικά πάλι σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικές με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στον ίδιο τομέα δραστηριότητας, δηλαδή στην ενέργεια και τις επικοινωνίες. Υπάρχει το επιχείρημα ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι αντιοικονομικές. Εάν όμως λείψει ο προστατευτισμός του κράτους, τότε μπορεί όχι μόνο να αντέξουν, αλλά να είναι και ανταγωνιστικές και κερδοφόρες. Αυτή είναι η πεποίθησή μας. Αυτό απαιτεί ασφαλώς έναν υψηλό βαθμό εκπαίδευσης  και έρευνας, για να μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις της αποτελεσματικής οργάνωσης και τεχνολογίας.

Το πρόβλημα φυσικά είναι σύνθετο και δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια ορισμένων διακηρυκτικών επισημάνσεων. Όμως δείχνει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές, για μια σωστή προοπτική.

Επίσης η παιδεία και η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό, που κατοχυρώνεται από την πολιτεία.

Το κοινωνικό μοντέλο της οικονομίας, που πρεσβεύουμε, έχει κοινωνική υποχρέωση, να «παρεμβαίνει» στην αγορά εκεί που αυτή αποτυγχάνει. Μερικά παραδείγματα παρέμβασης θα αποτελούσαν  για παράδειγμα η πάταξη των καρτέλ, της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, η ψήφιση και εφαρμογή του κτηματολογίου και δασολογίου, η αξιολόγηση κάθε κρατικού υπαλλήλου και τόσα άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός. 

Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης όχι μόνο χρεοκόπησε, αλλά σάπισε κυριολεκτικά. Παρ’ όλα αυτά δεν θέλει να αλλάξει. Τα μικροκομματικά συντεχνιακά συμφέροντα και η δύναμη της συνήθειας τα καθιστούν αντιπαραγωγικά και αναποτελεσματικά.

Διαπιστώνουμε ότι ακόμη και στα κράτη, όπου εφαρμόζεται ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, παρεμβαίνει η κυβέρνηση, για να ρυθμίσει ανισορροπίες της αγοράς. Βλέπουμε κράτη, όπως π.χ οι ΗΠΑ, που εξάγουν τον άκρατο λεο-φιλελευθερισμό, να ασκούν στο εσωτερικό τους, όταν χρειάζεται, παρεμβατική πολιτική, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα νεοφιλελεύθερης και κεϊνσιανής πολιτικής. Μιας πολιτικής όμως η οποία δεν θα καταργεί την παραγωγή αγαθών, ώστε ο καταναλωτής να οδηγείται στην εισαγωγή τους από το εξωτερικό. Από την άλλη η νεοφιλελεύθερη σχολή του Σικάγου απέτυχε παταγωδώς, όπως ομολογούν οι ίδιοι οι δημιουργοί της. Όμως συνεχίζουν να την εφαρμόζουν απαρέγκλιτα, όπου μπορούν.

Δε είναι δυνατόν η αγορά να λειτουργεί ανεξέλεγκτα και να καθορίζει τα πάντα, όπως αυτή εφαρμόζεται στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Ούτε να υπάρχουν οι προμηθευτές του δημοσίου, οι γνωστοί «νταβατζήδες», που λυμαίνονται τον ιδρώτα του ελληνικού λαού, χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ, ασκώντας πλύση εγκεφάλου και εκβιάζοντας για τους άνομους σκοπούς τους τις κυβερνήσεις.

Αντιθέτως στη μια μικτή οικονομία, όπως την περιγράφουμε, πρέπει η κατανομή του εισοδήματος να φτάνει σε υψηλά επίπεδα δικαιοσύνης. Αυτό επιτυγχάνεται με οικονομικές και εισοδηματικές πολιτικές, οι οποίες όμως πρέπει να είναι συνεπείς προς τη νομισματική πολιτική, η οποία έχει αντι-πληθωριστικά χαρακτηριστικά. Τούτος ο όρος γίνεται απαραίτητος λόγω της ανάγκης επιβίωσης στο στυγνό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, επειδή δεν λειτουργούμε απομονωμένοι και αιωρούμενοι στο κενό. Αυτό κάλλιστα μπορεί να είναι το τεστ-κλειδί για το είδος του κοινωνικού μοντέλου που οφείλουμε να οραματιζόμαστε. Τα οράματα έχουν νόημα, όταν δεν οδηγούν σε σκληρές απογοητεύσεις.

Οι δυνάμεις της προόδου θα πρέπει να αντιπαλέψουν ελεύθερα και χωρίς προστατευτισμούς τις δυνάμεις της συντήρησης στο πεδίο της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, σ’ όλους τους τομείς, πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς. Εάν στον αγώνα αυτόν δεν ανταποκριθούν νικηφόρα πραγματικά δεν τους αξίζει το μέλλον. Την κοινωνία στην οποία προσβλέπουμε ως όραμα, πρέπει να την υλοποιούμε, στο μέτρο του δυνατού, από τώρα.

Στην Ελλάδα, για να το εκφράσουμε με υπερβολή, που έχει δόση αλήθειας, σχετικά με την κρίση, το πρόβλημα δεν ήταν ο καπιταλισμός, αλλά το γεγονός ότι δεν λειτούργησε ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, λόγω των καρτέλ και των κλειστών συντεχνιακών κυκλωμάτων και της συνακόλουθα συνολικής καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, από μια κομματοκρατούμενη κοινωνία, με πελατειακές σχέσεις και εκτεταμένη διαφθορά, την οποία όμως εξέθρεψαν οι κρατούντες και όχι μόνο. Αντιθέτως λειτούργησε ένα παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο (ένα μοντέλο με δανεικά), που οδήγησε στην καταστροφή.

Το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης και στο οποίο εντάχθηκαν, χωρίς εξαίρεση, όλα τα κόμματα στα πλαίσια του δικομματισμού, οδήγησε την ελληνική κοινωνία στην τραγική κρίση. Αυτό το μοντέλο πρέπει να αντικατασταθεί με ένα κοινωνικό μοντέλο,  που πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε ανωτέρω.