Του Guntram B. Wolf, Bruegel Institute

Το κείμενο αυτό υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες συζητήσεις για την αυτοκαταστροφική λιτότητα, αγνοεί τη θέση της νομισματικής ένωσης για τη δημοσιονομική πολιτική. Η εθνική λιτότητα είναι αναπόφευκτη όταν οι χρηματοπιστωτικές πιέσεις είναι υψηλές, αλλά θα πρέπει να είναι σταδιακά. Η αντιστροφή της λιτότητας μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία μέσω του καναλιού εμπιστοσύνης στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ωστόσο, οι αρνητικές επιδράσεις της λιτότητας, καλούν για προσωρινή δημοσιονομική ένωση, αξιόπιστες μακροπρόθεσμα δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, περισσότερες δημόσιες επενδύσεις σε χώρες με δημοσιονομικό περιθώριο και ενδεχομένως και κάποια αναδιάρθρωση του χρέους.

Καθώς προετοιμάζεται ο ιρλανδικός προϋπολογισμός για το 2014, η συζήτηση για τη λιτότητα έχει επιστρέψει ξανά. Κάποιοι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι η λιτότητα είναι αυτοκαταστροφική. Ο John Mchale έχει δημιουργήσει ένα στοχαστικό κείμενο που συζητά τις διάφορες μορφές που η αυτοκαταστροφική υπόθεση μπορεί να πάρει.  Το ισχυρό αυτής της υπόθεσης ισχυρίζεται ότι μια μείωση των δαπανών θα οδηγούσε σε αύξηση του ελλείμματος. Αυτή η υπόθεση είναι ξεκάθαρα λάθος καθώς οι περικοπές στον προϋπολογισμό σε όλη την περιφέρεια, έχουν οδηγήσει σε μειώσεις των ελλειμμάτων, όχι σε αυξήσεις.

Ένα λιγότερο ισχυρό επιχείρημα από την αυτοκαταστροφική υπόθεση, αφορά ότι μια μείωση δαπάνης θα αύξανε την αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ εξαιτίας της υφεσιακής επίδρασης που έχει η εξυγίανση του προϋπολογισμού στο ΑΕΠ. Η επίδραση είναι σημαντική. Ωστόσο, το βασικό ζήτημα είναι να διαφοροποιηθούν οι βραχυπρόθεσμες επιδράσεις από τις μακροπρόθεσμες. Διατηρώντας το έλλειμμα μονίμως στο 10% του ΑΕΠ, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε έκρηξη του χρέους και τελικά στη χρεοκοπία. Την ίδια στιγμή, η τόσο γρήγορη εξυγίανση όταν οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι μεγάλοι, έχει συνολικές μεγάλες αρνητικές επιδράσεις στο ΑΕΠ. Επομένως το ερώτημα της ταχύτητας της δημοσιονομικής προσαρμογής περιορίζεται σε ένα από τα χρονικά χαρακτηριστικά των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών.

Το βασικό συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να είναι σταδιακή. Η εμπροσθοβαρής λιτότητα θα έχει πολλές αρνητικές επιδράσεις στην παραγωγή. Η οπισθοβαρής προσαρμογή στο μέλλον είναι μια ριψοκίνδυνη στρατηγική και ίσως οδηγήσει σε επίπεδα χρέους που γίνονται μη βιώσιμα. Επομένως το κλειδί είναι να προσδιοριστεί ένα μονοπάτι σταδιακής προσαρμογής και αυτό το μονοπάτι να είναι διαφορετικό για κάθε χώρα με βάση την προσαρμογή που χρειάζεται, το δημοσιονομικό χώρο και την πιθανή αντίδραση του ΑΕΠ και των αποδόσεων με την προσαρμογή.

Μια σημαντική διάσταση είναι η επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής στα επιτόκια, ιδιαίτερα στις χώρες που βρίσκονται υπό οικονομική πίεση. Η λιτότητα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων εξαιτίας των αρνητικών επιδράσεων στην ανάπτυξη, αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί επίσης να απαιτήσουν τη λιτότητα ως προϋπόθεση για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Η περίπτωση της Πορτογαλίας μπορεί να παρέχει ένα πολύτιμο μάθημα από ατή την άποψη. Στις 14 Μαΐου, τα πορτογαλικά ομόλογα πλήρωναν επιτόκιο 5,5%. Τρεις εβδομάδες αργότερα, με την παραίτηση του Vitor Gaspar, του Πορτογάλου υπουργού Οικονομικών, οι αποδόσεις αυξήθηκαν στο 6,5% και προσωρινά μέχρι το 7%. Οι αγορές σαφώς αντέδρασαν πολύ αρνητικά στις αναδυόμενες αμφιβολίες σχετικά με το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στην Πορτογαλία, αν και μπορεί επίσης να υπάρξουν κάποιες αμφιβολίες για την πορτογαλική προθυμία να παραμείνει στην ευρωζώνη. Αυτό υποδηλώνει ότι λιγότερη δημοσιονομική λιτότητα σε χώρες με μικρό δημοσιονομικό περιθώριο, μπορούν να οδηγήσουν σε ισχυρές αυξήσεις των αποδόσεων εξαιτίας της αυξημένης πιθανότητας της χρεοκοπίας και της χαμηλότερης βιωσιμότητας του χρέους.

Ακολουθεί ένας αριθμός κεντρικών επιπτώσεων που προκύπτουν από αυτή την εικόνα

Πρώτον, η συνολική εγκατάλειψη της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι μια επικίνδυνη στρατηγική. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να αντιδράσουν σημαντικά και αυτό έχει αρνητικές επιδράσεις για την ανάπτυξη, καθιστώντας την πρόσβαση σε χρηματοδότηση πιο δαπανηρή, και θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους.

Δεύτερον, η λιτότητα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, πολιτικά και κοινωνικά. Τα χρόνια της λιτότητας που ίσως να απαιτούνται ακόμη σε κάποιες από τις χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης, ίσως υπονομεύσουν την πολιτική σταθερότητα όπως είδαμε πρόσφατα στην Πορτογαλία. Η προσωρινή υποστήριξη από το εξωτερικό μπορεί να είναι εξαιρετικά επωφελής για να μειωθεί αυτή η πιθανότητα. Αυτό θα σήμαινε την προώθηση της διαδικασίας της δημοσιονομικής ένωσης, πιο αποφασιστικά. Ασφαλώς, η τελευταία σύνοδος κορυφής με ένα πρόγραμμα 6 δις. ευρώ για την ανεργία των νέων, ήταν απογοητευτική. Ένας εναλλακτικός τρόπος παροχής στήριξης θα ήταν μέσω αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους. Εκτός από το OSI, η Ευρώπη μπορεί να χρειαστεί να κάνει πρόοδο σε ένα πιο ομαλό πλαίσιο αναδιάρθρωσης του χρέους, παρά τις ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Τρίτον, η ανάκτηση του δημοσιονομικού χώρου μέσω μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν την αξιοπιστία, είναι μια στρατηγική νίκης. Επιτρέπει τη χαλάρωση της βραχυπρόθεσμης δημοσιονομικής λιτότητας, έχει μικρές αρνητικές επιδράσεις στην ανάπτυξη στο εγγύς μέλλον και αυξάνει τη βιωσιμότητα του χρέους. Μια αξιόπιστη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού για παράδειγμα, μπορεί να επιτρέψει να ελαττωθεί η ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.

Τέλος, η προσαρμογή πρέπει να βοηθηθεί από την καλύτερη ανάπτυξη στην ευρωζώνη συνολικά. Οι δημόσιες επενδύσεις της ευρωζώνης είναι πολύ χαμηλές, εξαιτίας της ισχυρής ύφεσης την οποία αντιμετωπίζει η ευρωζώνη. 

δελιτε το κείμενο ΕΔΩ

Πηγή:www.capital.gr