Της Σοφίας Ξανθοπούλου.

Την κοίταζα στο διπλανό παγκάκι, στις κούνιες.
Τα χείλη της σουφρωμένα, ρυτίδες σε όλη τους την επιφάνεια, ρυτίδες και κάτω από τα μάτια, στα μάγουλα, στο μέτωπο, παντού.
Φορούσε μαύρα ρούχα, μαύρες κάλτσες, μαύρο μαντήλι, μαύρα μάτια.
Δεν μίλαγε, δεν κοίταζε πουθενά και τίποτα. Λίγες κλεφτές ματιές, την έπιαναν οι δικές μου κλεφτές ματιές, να ρίχνει στα παιδιά μου και στα παιδιά τα άλλα τριγύρω.

Δίπλα της ένα κουτάκι από αναψυκτικό. Το πάνω μέρος κομμένο, μέσα το χάος. Ούτε ίχνος ελπίδας. Μόνο αλουμίνιο που φαινόταν πως ήταν έτσι μονάχο του χρόνια. Χωρίς παρέα, χωρίς ούτε ένα εικοσάλεπτο να το συντροφεύει.
Η κόρη μου την κοίταζε διστακτικά, της χαμογελούσε κάποιες στιγμές και μετά γυρνούσε σε εμένα και μου έλεγε «είναι καλή η γιαγιά μαμά».
«Ναι αγάπη μου, είναι καλή». Απαντούσα εγώ.
Έτρεξαν οι μικρές να πιάσουν τις δυο τελευταίες κούνιες, έκατσα εγώ δίπλα της.
Είχα την ανάγκη να της αγγίξω το χέρι, αλλά δεν το έκανα.
Ποια να είσαι? Της έλεγε δυνατά η σκέψη μου. Γιατί είσαι μόνη, γιατί έτσι, γιατί εδώ, γιατί μόνη ρε γαμώτο?
Ήμουν σαν κι εσένα κάποτε, μου απάντησε η σκέψη της.
Είχα όλο τον κόσμο στην αγκαλιά μου. Άντρα, παιδιά, φίλους. Τι θαρρείς πως χρειάζεται για να χαθούν όλα σε μια στιγμή? Μια στιγμή μονάχα.
Παράσιτα στη σκέψη της. Εικόνες με χιόνια σαν από παλιά χαλασμένη τηλεόραση, που διαδέχονταν με απίστευτη ταχύτητα η μια την άλλη. Γέλια, παιχνίδια, σκανδαλιές. Αγκαλιές, φιλιά, χάδια.
Χρόνος που τρέχει.
Βλέμματα που ξεχνάνε, φωνές δυνατές. Τσακωμοί, αγκαλιές, ξανά καυγάδες.
Λησμονιά. Αχαριστία. Λησμονιά ξανά και ξανά. Από όλους. Παραίτηση.
Μοναξιά.
Η ζωή της σε πέντε λεπτά πέρασε από τα δικά μου μάτια, μέσα από τα δικά της μάτια. Αυτά της ψυχής της.

Δεν μου είπε λεπτομέρειες, δεν τις ζήτησα. Φτάνει που ένιωσα την εγκατάλειψή της.
Αυτά τα πιτσιρίκια, να, σαν τα δικά μου, που κάποτε τη λάτρευαν, τώρα την ξέχασαν. Μπορεί να φταίει, μπορεί να φταίνε, μπορεί και τα δυο. Αλλά δεν της αξίζει αυτό.

Την πιάνω να κοιτάει τα κορίτσια μου. Η σκληράδα στο βλέμμα της σε πλήρη αντίθεση με την ανάγκη των χειλιών της να τους χαμογελάσει. Κερδίζει το βλέμμα και κλείνει απότομα τα χείλη, επιβάλλοντάς τους ξανά την τάξη.
Χαμηλώνει το βλέμμα και κοιτάει τα σπουργίτια να κλέβουν τα ψίχουλα από το έδαφος που τα είχαν ρίξει τα παιδιά μου.
Τα διώχνει με μια μαύρη, κατεστραμμένη, μαγκούρα που είχε δίπλα της.
Η ανάγκη της να διώξει οτιδήποτε αγνό γύρω της ξεχειλίζει.

«Μαμά, είναι καλή η γιαγιά αυτή?» με ρωτάει η κόρη μου. Σαν κάτι να την έκανε να αλλάξει γνώμη.
«Είναι καλή, ναι» της απάντησα όσο πιο αποφασιστικά μπορούσα.
Να πείσω το παιδί μου, να πείσω τον εαυτό μου, να πείσω και την ίδια τη γιαγιά.
Έτρεξε η μικρή ξανά μακριά μου αφού βεβαιώθηκε πως όλοι οι άνθρωποι γύρω μας είναι τελικά καλοί.
Αρχίσαμε να μιλάμε στη γλώσσα μας με την γιαγιά.
Μέσα σε δέκα λεπτά που τα παιδιά ήταν απασχολημένα στην τσουλήθρα, μου διηγήθηκε όλες τις πτυχές της ζωής της.
Ερωτεύτηκε, αγάπησε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά.
Προσέφερε τα πάντα, τον εαυτό της, το σώμα και το πνεύμα της στην οικογένειά της.
Όταν δεν είχε άλλο να δώσει έμεινε μόνη. Από άντρα, παιδιά, οικογένεια.
Όταν πλέον ανήμπορη ζήτησε βοήθεια έγινε αόρατη. Δεν την έβλεπαν, δεν την άκουγαν, την άφησαν να φύγει, σχεδόν της απαίτησαν να φύγει.
Και τώρα η ζωή τελειώνει σε ένα παγκάκι πάνω, με ψίχουλα τριγύρω και ένα τενεκεδένιο κουτί πιο άδειο και από την ψυχή της.

«Μαμά πάμε σπίτι!» απαίτησε η άλλη μου κόρη.
Πιστή στα θέλω τους σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά μας, έβγαλα ένα δεκάευρω από την τσέπη και το έβαλα στο άδειο κουτί. Γέμισα μια πολύ μικρή γωνίτσα του, αλλά δεν ένιωσα καθόλου καλά.
Θα ήθελα να την πάρω αγκαλιά, να τη σηκώσω, να την πάρω σπίτι, να την πλύνω, να την βάλω να κάτσει στο τραπέζι, να βάλω το καλό τραπεζομάντηλο, τα καλά μου σερβίτσια, να της φτιάξω ένα σωρό φαγητά και όταν τελειώσει να την πήγαινα στο δωμάτιο της να ξεκουραστεί. Να την κάνω μέρος της οικογένειάς μου, να την υιοθετήσω.
Δεν το έκανα όμως, δίστασα. Θα είχα από παντού σθεναρές αντιδράσεις. Και από εκείνη την ίδια. Είμαι βέβαιη.
Πήρα τη ροζ χαρούμενη τσάντα μας, τα κορίτσια μου και έφυγα από το πάρκο πικραμένη. Πικραμένη που ποτέ δεν θα έκανα πραγματικότητα κάτι που θέλω τόσο πολύ. Να σώσω μια ψυχή. Να της δώσω νόημα να ζήσει, τώρα που και η ίδια γνωρίζει πως το τέλος δεν αργεί. Που σχεδόν εύχεται να μην αργήσει.

Την επόμενη ημέρα πήγα στο πάρκο προετοιμασμένη.
Με ζεστό φαγητό στο ταπεράκι. Τυρόπιτα και κουλουράκι για εκείνη. Λίγα λεφτά παραπάνω στο πορτοφόλι και με πολλή αποφασιστικότητα.
Θα της έπιανα τη κουβέντα. Θα τη ρωτούσα ευθέως τι θέλει και πώς θέλει να τη βοηθήσω.
Δεν θα έφτανα σε υπερβολές, αλλά θα βοηθούσα πρακτικά.
Δεν ήταν εκεί. Δεν την είχε δει κανείς. Ούτε εκείνη την ημέρα, ούτε την επόμενη, ούτε τον επόμενο μήνα….
Το αστείο είναι πως δεν την είχε δει κανείς ούτε την ημέρα που ήταν όντως εκεί, δίπλα μου.
Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Δεν θα έπρεπε να μένουμε μόνοι μας, ποτέ. Πόσο μάλλον όταν έρχεται η στιγμή να φύγουμε για πάντα.
Δεν θέλω να με φανταστώ ποτέ παρατημένη σε ένα παγκάκι, έχοντας έναν τενεκέ για συντροφιά να κάθομαι μέχρι να έρθει το τέλος μου.
Χίλιες φορές να φύγω όταν ακόμα έχω γύρω μου αγάπη, παρά αυτό.
Γιατί αν η ψυχή μας πηγαίνει κάπου μετά, αν, ξαναλέω… αν, είναι προτιμότερο να πηγαίνει νέα αλλά γεμάτη αγάπη παρά γριά μέσα στο μίσος και την εγκατάλειψη.

Αχ βρε γιαγιά, αν κάπου με βλέπει τώρα η ψυχή σου, συγχώρεσέ με.
Συγχώρεσέ με που δίστασα να σου αγγίξω το χέρι. Που τράβηξα την κόρη μου μακριά σου από φόβο μη κολλήσει κάτι.
Το πολύ-πολύ να κολλούσες εσύ από εμάς. Λίγη δόση αγάπης.

mikroimegaloi.gr