Γράφει ο Γ.Ε.Σέκερης

Η παρουσίαση από τον Αμερικανό πρόεδρο προς το Κογκρέσο της «Κατάστασης της  Ένωσης» και η παρέμβαση τού επί των εξωτερικών υπουργού του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός επανέφεραν στο προσκήνιο τον διαχρονικό δημόσιο διάλογο για τους μεταψυχροπολεμικούς προσανατολισμούς των ΗΠΑ. 

Με την επικέντρωση της ομιλίας του κ. Ομπάμα στην εσωτερική αμερικανική σκηνή να έχει αναζωπυρώσει την επιχειρηματολογία περί αμερικανικού νεοαπομονωτισμού.[i]Και με τον κ. Κέρι να αγωνίζεται να ανασκευάσει μια τέτοια ακραία ανάγνωση της πολιτικής της χώρας του.[ii]

Ανεξάρτητα πάντως από τις υπερβολές που κατά καιρούς διατυπώνονται σε  σχέση με τις αμερικανικές επιλογές, οι Ηνωμένες Πολιτείες, από τη λήξη ήδη του Ψυχρού Πολέμου, κατ’ ανάγκην επανεξετάζουν τον ρόλο τους στα διεθνή δρώμενα· παραμένοντας, όμως, στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος – και διατηρώντας καθοριστική απόσταση από τις αμέσως επόμενες μεγάλες δυνάμεις· το διεθνές ωστόσο βάρος των οποίων συνεχώς αυξάνεται.
***
Πράγματι, σε όλες τις κατηγορίες ισχύος – τόσο της «σκληρής», όσο και της «ήπιας» – οι Αμερικανοί διαθέτουν σαφή και κατά περίπτωση συντριπτική υπεροχή. Επί παραδείγματι: Το εκ 16 τρισεκατομμύριων δολαρίων αμερικανικό ΑΕΠ είναι διπλάσιο του κινεζικού · το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας ανέρχεται μόλις στο 12% εκείνου των ΗΠΑ· το ρωσικό ΑΕΠ δεν υπερβαίνει το του Καναδά, το οποίο αντιστοιχεί μόλις στο 15% του αμερικανικού· τα δε 700 δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανά κατ’ έτος η Ουάσιγκτον για τις ένοπλες δυνάμεις της είναι επταπλάσια των κινεζικών στρατιωτικών δαπανών και ανέρχονται στο 40% των παγκόσμιων.[iii] Εν ολίγοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αυτή τη στιγμή η μόνη πράγματι παγκόσμια δύναμη – προς την οποία φυσικώ τω λόγω στρέφονται τα βλέμματα φίλων τε και αντιπάλων οποτεδήποτε και οπουδήποτε εκδηλωθεί σοβαρή διεθνής κρίση.
 
Παρά ταύτα όμως, ο ρόλος άλλων μεγάλων δυνάμεων – και ειδικότερα των ευρωασιατικών γιγάντων Ρωσίας, Κίνας και Ινδίας – στους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος αναβαθμίζεται· και συγχρόνως αναδύονται και νέα κέντρα οικονομικής επιρροής, όπως η Βραζιλία, η Νιγηρία, ή η Νότιος Αφρική. Με τους ρυθμούς, πάντως, ανάπτυξης του συνόλου σχεδόν των κρατών αυτών να σημειώνουν τελευταίως σημαντική κάμψη – την ίδια μάλιστα στιγμή που η αμερικανική οικονομία παρουσιάζει σαφή σημεία ανάκαμψης. Ενώ οι κοινωνικοπολιτικές δομές τους κατατρύχονται από σοβαρότατες οργανικές δυσλειτουργίες.
 
Υπό τις συνθήκες δε αυτές, κατά συντηρητικούς υπολογισμούς, οι ΗΠΑ, «παρά τις όποιες αδυναμίες τους»,  θα διατηρήσουν την ηγετική τους θέση «τουλάχιστον κατά τις επόμενες μία ή δύο δεκαετίες». [iv] Η ευρέως διαδεδομένη εκτίμηση ότι επίκειται η υποκατάστασή τους στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία από την ανερχόμενη Κίνα δεν στοιχειοθετείται πειστικά.[v] Και από την άλλη, η θρυλούμενη συσπείρωση των ανά την υφήλιο αντιπάλων ή επικριτών της Ουάσιγκτον σε ενιαίο αντιαμερικανικό μέτωπο, ούτε έχει συντελεσθεί, ούτε φαίνεται πιθανόν να επισυμβεί, δοθέντος ότι οι μεταξύ τους διαφορές είναι σημαντικότερες από τα όσα χωρίζουν εκάστη από τους Αμερικανούς – με τους οποίους, επί πλέον, τις συνδέουν πλείστα όσα αμοιβαία οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα.  Υπαρξιακή συνεπώς απειλή κατά του Δυτικού Κόσμου κατά το σοβιετικό και χιτλερικό προηγούμενο δεν υφίσταται στο παρόν διεθνές περιβάλλον. Χωρίς ωστόσο το τελευταίο αυτό να είναι απαλλαγμένο σημαντικών κινδύνων για τη Δύση.
 
Εν πρώτοις, προφανή και εύλογη πηγή ανησυχίας – ιδίως μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001  κατά των Διδύμων Πύργων – για τους Αμερικανούς ιθύνοντες, όπως άλλωστε και για τους Δυτικούς γενικότερα, αποτελεί η διεθνής τρομοκρατία και πρωτίστως η ισλαμική παραλλαγή της. Ενώ την αμερικανική ηγεσία προβληματίζει εντόνως και το εν μέρει συνδεδεμένο με την τρομοκρατική απειλή, πλην όμως πολύ ευρύτερο, φαινόμενο της περιφερειακής αστάθειας: οι εντάσεις, κρίσεις και συγκρούσεις που σημειώνονται στον άλλοτε «δεύτερο» και «τρίτο» κόσμο – στην Ασία, στην Αφρική, και στη Λατινική Αμερική· αλλά ακόμη και στις παρυφές της ίδιας της Δύσης, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις προ εξαετίας πολεμικές επιχειρήσεις στη Γεωργία και από την εν εξελίξει αυτή τη στιγμή ουκρανική κρίση. Καθώς η αστάθεια αυτή, όχι μόνο αποδεικνύεται εκκολαπτήριο τρομοκρατίας, αλλά και πλήττει πλείστα άλλα μείζονα δυτικά συμφέροντα: οικονομικά, στο μέτρο που διαταράσσονται η πρόσβαση στις πηγές ενεργείας και ιδίως υδρογονανθράκων, το διεθνές εμπόριο γενικότερα, και οι χρηματοπιστωτικές ροές· γεωπολιτικά και στρατηγικά, εφόσον επηρεάζονται δυσμενώς περιφερειακοί, ή και ευρύτεροι συσχετισμοί και ισορροπίες· και ιδεολογικά, διότι διαψεύδονται οι αρχικές ελπίδες για την οικοδόμηση, μετά τη λήξη του διπολισμού, μιας υπό δυτική αιγίδα ειρηνικής και δημοκρατικής νέας τάξης πραγμάτων. Τους  κινδύνους δε αυτούς επαυξάνει η διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής και κυρίως των πυρηνικών – ιδίως όταν τα όπλα αυτά αποκτώνται από προβληματικά καθεστώτα ή ενδέχεται να περιέλθουν εις χείρας τρομοκρατικών οργανώσεων ή και απλώς του οργανωμένου εγκλήματος.
 
***
Στη διαχείριση του ρευστού και συχνά συγκρουσιακού διεθνούς αυτού τοπίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως η μόνη παγκόσμια δύναμη, καλούνται εκ των πραγμάτων να πρωταγωνιστήσουν. (Με αρκετή δόση αλαζονείας, αλλά όχι ανακριβώς, η πρώην υπουργός εξωτερικών κυρία  Madeleine Albright τις έχει αποκαλέσει  το «απαραίτητο έθνος».) Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο ρόλος τους ήταν τρόπον τινά δεδομένος, συνίστατο δε στην άσκηση της ηγεσίας και την εγγύηση της ασφάλειας του μη κομμουνιστικού κόσμου. Έκτοτε όμως, υπό την πίεση των ταχέως μεταβαλλόμενων διεθνών δεδομένων, η Ουάσιγκτον συνεχώς αναπροσαρμόζει την εθνική της στρατηγική.
 
Η αναγκαία αυτή στρατηγική αναθεώρηση δεν σημαίνει, ωστόσο, πλήρη ανατροπή παλαιότερων επιλογών. Η ηγετική παρουσία στην Ατλαντική Συμμαχία, η στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι διμερείς δεσμοί με στρατηγικούς εταίρους όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, ή το Ισραήλ, παραμένουν υψηλές αμερικανικές προτεραιότητες. Και συνακόλουθα η αμερικανική διπλωματία εξακολουθεί να μεριμνά για τον έλεγχο ή και την εξομάλυνση των διαφορών και εντάσεων μεταξύ προσκείμενων στις ΗΠΑ κρατών: επί παραδείγματι, μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας· Τουρκίας και Ισραήλ· Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας· Τουρκίας και Ελλάδας.
Από την άλλη, μείζονα πρόκληση για την μεταψυχροπολεμική Ουάσιγκτον αποτελεί ο χειρισμός των δύο μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων με παγκόσμιας κλίμακας φιλοδοξίες που είναι η Ρωσία και – ιδίως – η Κίνα. Έναντι των οποίων οι διαδοχικές μεταψυχροπολεμικές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν συνδυάσει τη συνεργασία, όπου και όταν τα εκατέρωθεν συμφέροντα την επιτρέπουν, με την ανάσχεση των εικαζόμενων ρωσικών και κινεζικών ηγεμονικών βλέψεων.
 
Και σε ό,τι μεν αφορά ειδικότερα στις ρωσοαμερικανκές σχέσεις, η αμερικανική πλευρά, ενώ συμπράττει με τη ρωσική για τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών ή για την αντιμετώπιση του Αφγανικού, του Ιρανικού, και του Συριακού, αντιτίθεται ενεργώς, αν και προσεκτικά, τόσο στην ανασύσταση ζώνης ρωσικής επιρροής στην Υπερκαυκασία ή στην Ανατολική Ευρώπη, όσο και στην υπερεξάρτηση των Ευρωπαίων από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους.
 
Ανάλογη δε εικόνα παρουσιάζουν οι ακόμη κρισιμότερες σχέσεις των ΗΠΑ με την ανερχόμενη Κίνα – ήτοι με τον εν προοπτική κύριο, όπως ήδη επισημάνθηκε, στρατηγικό τους αντίπαλο. Με την αμερικανική πλευρά να διατηρεί στενούς εμπορικούς και χρηματοπιστωτικούς δεσμούς με την κινεζική και να επιζητεί τη συνεργασία της για την επίλυση μεγάλης σημασίας διεθνών προβλημάτων και όλως ειδικότερα του Βορειοκορεατικού, και, συγχρόνως, να επιχειρεί να θέσει φραγμό στις διαφαινόμενες ηγεμονικές βλέψεις του Πεκίνου – μεταξύ άλλων στηρίζοντας τα υφιστάμενα τις κινεζικές πολιτικοστρατιωτικές πιέσεις κράτη της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού· σε σημείο μάλιστα του να γίνεται λόγος για «αμερικανική στροφή προς Ασία».
 
Όμως, οι ζωηρότεροι προβληματισμοί της Ουάσιγκτον και συνακόλουθα οι μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις της αμερικανικής πολιτικής έχουν σημειωθεί αναφορικώς προς τον έλεγχο της περιφερειακής αστάθειας και τη συναφή καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Και σε μία πρώτη μεν φάση, η αντιμετώπιση της διττής αυτής πρόκλησης επιδιώχθηκε, αφενός με τη μαζική χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής μηχανής και, αφετέρου, μέσω της λεγόμενης «εθνο-οικοδόμησης» (nation-building) – δηλαδή της αναμόρφωσης των προβληματικών χωρών επί τη βάσει των δυτικών πολιτικών και κοινωνικών αξιών. Ήδη, όμως, από τη δεύτερη θητεία του νεότερου Μπους και ιδίως επί προεδρίας Ομπάμα, η εμφανής δυσαναλογία μεταξύ θυσιών σε αίμα και χρήμα και αποτελεσμάτων, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο, αλλά και η «επεμβατική κόπωση» της αμερικανικής κοινής γνώμης, οδήγησαν την αμερικανική ηγεσία στην υιοθέτηση ρεαλιστικότερων στοχεύσεων και σε μια πιο περιορισμένη και συνάμα επιλεκτικότερη χρήση των στρατιωτικών τους μέσων. [vi]
 
Μέχρι στιγμής δε, απτή έκφραση της στρατηγικής αυτής αναπροσαρμογής είναι, κατά κύριο λόγο: η βαθμιαία, γεωπολιτικά συντεταγμένη απόσυρση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν· ο συγκρατημένος χειρισμός, με κριτήριο τα ψυχραίμως σταθμισμένα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα και εις πείσμα ακραίων ιδεολόγων δεξιάς ή αριστερής κοπής, των ποικίλλων εκφάνσεων της «Αραβικής Άνοιξης» και κυρίως των κρίσεων στη Λιβύη, στην Αίγυπτο, και στη Συρία, καθώς και του Ιρανικού· και η ευρεία χρησιμοποίηση της πυραυλικής τεχνολογίας αιχμής και των ειδικών και αεροναυτικών δυνάμεων για στοχευμένες αποστολές σε προβληματικές χώρες, όπως το Πακιστάν, η Υεμένη, και η Σομαλία – με χαρακτηριστική περίπτωση τη  θανάτωση το 2011, σε πακιστανικό έδαφος, του ηγέτη της αλ-Κάιντα Μπιν Λάντεν.
 
Η αντίληψη συνεπώς ότι οι ΗΠΑ επιστρέφουν στον προ του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου απομονωτισμό τους είναι ανακριβής. Τουλάχιστον δε υπερβολική είναι η εκτίμηση ότι το αυξημένο ενδιαφέρον τους για τις ασιατικές εξελίξεις σημαίνει ότι γυρίζουν την πλάτη στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Με τις σχετικές διαβεβαιώσεις, τόσο του προέδρου Ομπάμα, όσο και του υπουργού εξωτερικών Κέρι, να ηχούν πειστικά.[vii]
***

Εν κατακλείδι: Υπό την πίεση των πραγμάτων, οι κατευθυντήριες γραμμές της  αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προσεγγίζουν όλο και περισσότερο τις απόψεις βετεράνων θιασωτών του γεωπολιτικού ρεαλισμού, οίοι οι πρώην υπουργοί εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και Τζέιμς Μπέικερ και οι πρώην προεδρικοί σύμβουλοι Brent Scowcroft και Zbigniew  Brzezinski. Διότι ακόμη και η υπερδύναμη διαθέτει περιορισμένα μόνο μέσα ενεργείας· τα οποία είναι ως εκ τούτου αναγκασμένη να χρησιμοποιεί κατά τον οικονομικότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο, μακράν απατηλών ιδεολογικών εμμονών, για τη στήριξη πραγματικών εθνικών της συμφερόντων.  

 

[i]Βλ. Text of Obama’s State of the Union Address, New York Times, 28-1-2014

[ii]Βλ.Remarks at the World Economic Forum, State Department, 25-1-2014

[iii]Βλ. Jonathan Adelman, Why the US Remains the World’s Unchallenged Superpower, Forbes, 5-2-2014, και. Christopher Caldwell, Reigning Heavyweight, New York Times, 20-12-2013.

[iv]Βλ. προμνησθένάρθροτουκαθηγητούJonathan Adelman

[v]Βλ. ενδιαφέρονάρθροτουFareed Zakaria, υπότοντίτλοChina is not αsuperpower yet, στηνWashington Post της6ηςΙουνίου2013.

[vi]ΤηνμετεξέλιξηαυτήτηςαμερικανικήςστρατηγικήςσκέψηςκαιπρακτικήςπεριγράφειμειδιαίτερηενάργειαοδημοσιογράφοςτωνNew York Times David E. Sanger στοβιβλίοτουConfront and Conceal, Obama’s Secret Wars and Surprising Use of American Power, Crown Publishing Co. 2012.

[vii]Βλ. χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις ως άνω (υποσημειώσεις 1 και 2) ομιλίες των δύο Αμερικανών επισήμων:  «Η συμμαχία μας με την Ευρώπη παραμένει η ισχυρότερη που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.» (Πρόεδρος Ομπάμα).  «Πρέπει να πω ότι με εκπλήσσουν οι ισχυρισμοί…ότι η Αμερική κάπως αποσυνδέεται από τον κόσμο, ο μύθος ότι παραδιδόμαστε ή ότι τα παρατάμε…Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να επενδύουν σημαντικές προσπάθειες στην Μέση Ανατολή διότι έχουμε διαρκή συμφέροντα στην περιοχή…εισερχόμεθα σε μια εποχή αμερικανικής διπλωματικής εμπλοκής τόσο πλατιά και βαθιά όσο καθ’ οιανδήποτε άλλη στιγμή της ιστορίας μας –τούτο σύμφωνα και με τις ευθύνες μιας παγκόσμιας δύναμης.» (Υπουργός Εξωτερικών Κέρι).