«Οι Ελληνες επιθυμούν την ισχύ του ευρώ χωρίς την πολιτική που το συνοδεύει», υπογραμμίζει στη «Ν» ο σύμβουλος χρηματοοικονομικών και μελετητής στις ΗΠΑ Peter Atwater. Συνέντευξη στην Ναυτεμπορική και στον Βασίλη Κωστούλα

Εκφράζει την άποψη ότι η ελληνική κοινωνία υποφέρει από «χρόνια υπο-αυτοπεποίθηση, η οποία πλέον ελάχιστα απέχει από την απόγνωση», μιλά για το «εγώ, εδώ, τώρα» ως κυρίαρχη συμπεριφορά στην Ελλάδα και προβλέπει «ιδιαίτερα παρορμητικές συμπεριφορές» κατά τη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα.

Ο ίδιος χαρακτηρίζει ιδιαίτερα εύθραυστο τον κυβερνητικό συνασπισμό και εκφράζει την εκτίμηση ότι η ρευστότητα στην ελληνική οικονομία θα έχει ήδη εξαντληθεί πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενός δημοψηφίσματος.

Ο Peter Atwater είναι πρόεδρος του συμβουλευτικού φορέα Financial Insyghts, συνεργάτης του ιστότοπου οικονομικής εξειδίκευσης Minyanville και συγγραφέας του βιβλίου Moods & Markets.

Την τελευταία περίοδο έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στα λεγόμενα socionomics, μελετώντας την επίδραση της κοινωνικής διάθεσης στη διαμόρφωση συμπεριφορών και στη λήψη αποφάσεων στην κοινωνία, την πολιτική και την οικονομία.

Πώς ορίζετε τον όρο «socionomics»;

Η κοινωνικοοικονομική αυτή θεωρία εισηγείται ότι η κοινωνική διάθεση επηρεάζει τον συνολικό χαρακτήρα των κοινωνικών ενεργειών, όπως αυτές εντοπίζονται στην οικονομία, στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πολιτική. Πιο απλά: δρούμε με βάση το πώς αισθανόμαστε.

Πώς θα σχολιάζατε την κοινωνική διάθεση στην Ελλάδα;

Η κοινωνική διάθεση στην Ελλάδα είναι πολύ αδύναμη και έχει υπάρξει πολύ αδύναμη για αρκετό καιρό. Θα έλεγα ότι η χώρα υποφέρει από χρόνια υπο-αυτοπεποίθηση, η οποία πλέον απέχει ελάχιστα από την απόγνωση.

Τι κρύβεται πίσω από αυτήν την κατάσταση όπως την περιγράφετε;

Η φθίνουσα αυτοπεποίθηση δημιουργεί έναν ιδιαίτερα φαύλο κύκλο. Η οικονομική πτώση τροφοδοτεί τη φθίνουσα πολιτική σταθερότητα, δηλαδή τον εξτρεμισμό, που τροφοδοτεί την αυξανόμενη κοινωνική ανησυχία και την αβεβαιότητα.

Πρόκειται για μια κατάσταση κατά την οποία είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την κότα από το αυγό. Η δριμύτητα του «εγώ, εδώ, τώρα» ως επικρατούσας συμπεριφοράς η οποία παρατηρείται στην Ελλάδα σήμερα, ιδίως όπως αυτή αποδεικνύεται μέσα από τη διαίρεση του πολιτικού συστήματος, καταδεικνύει ότι η χώρα πλησιάζει σε ένα σοβαρό χαμηλό κοινωνικής διάθεσης. Θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για ιδιαίτερα παρορμητικές συμπεριφορές κατά τη λήψη αποφάσεων σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Πώς αξιολογείτε τη στάση της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της κρίσης;

Οι Ελληνες εκδηλώνουν πολλά από τα κλασικά χαρακτηριστικά της έντονα αδύναμης κοινωνικής διάθεσης. Οταν μας λείπει αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη, τότε οδηγούμαστε σε ακραία ιδιοτέλεια, βραχυπρόθεσμα χρονικά πλαίσια, στενή εθνική και φυσική εγγύτητα, όπως και έντονη επιθυμία για απλοϊκούς ορισμούς των προτιμήσεων, αποφάσεων και ενεργειών.

Προσωπικά εντοπίζω σήμερα πάρα πολλά αντίστοιχα παραδείγματα στην Ελλάδα, σε επίπεδο πολιτικής, οικονομίας, κοινωνικής συμπεριφοράς, ακόμη και πολιτισμού. Η λογική του «εγώ, εδώ, τώρα» εκτείνεται από τα ισχυρά αντι-μεταναστευτικά αισθήματα έως τον υψηλό πολιτικό κατακερματισμό (σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την άκρα αριστερά έως την άκρα δεξιά) ή τις απαιτήσεις για γερμανικές αποζημιώσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παρ’ όλη την κρίση και τις ευρύτερες εξελίξεις στην Ελλάδα όλη αυτήν την περίοδο, παρατηρεί κανείς πολυκοσμία στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα καφέ ή στα μπαρ. Σημαίνει κάτι αυτό;

Νομίζω πως ναι. Οταν η αυτοπεποίθηση βρίσκεται χαμηλά, ο ρόλος της τοπικής κοινότητας, της οικογένειας, των φίλων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

Οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη επιθυμεί την παραμονή στο ευρώ, αλλά συγχρόνως καλωσορίζει τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση, η οποία μπαίνει σε επικίνδυνα μονοπάτια ακριβώς ως προς τη σχέση της χώρας με το ευρώ. Ποιο είναι το συμπέρασμα;

Οι Ελληνες βλέπουν ισχύ στο νόμισμα του ευρώ, αλλά δεν επιθυμούν την πολιτική της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Αυτός είναι ένας πολύ δύσκολος συγκερασμός, διότι η Βόρεια Ευρώπη ανάγει την αποδοχή της πολιτικής της Ε.Ε. σε προϋπόθεση για τη συνεχιζόμενη συμμετοχή στο νόμισμα του ευρώ. Δεν μπορείς να έχεις το ένα χωρίς το άλλο.

Εάν η εμπιστοσύνη παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα και αρχίσει να μειώνεται στη Γερμανία-μπορεί η γερμανική οικονομία να τα πηγαίνει πολύ καλά, ωστόσο, υπάρχουν σημάδια φθίνουσας εμπιστοσύνης, όπως η άνοδος του αντιευρωπαϊκού κόμματος AfD- η Ελλάδα μάλλον δεν θα μπορέσει να παραμείνει στο ευρώ.

Εχετε υποστηρίξει ότι αυτή η κυβέρνηση δεν θα υποχωρήσει εύκολα σε αυτήν τη διαπραγμάτευση. Γιατί το λέτε αυτό; Το πιστεύετε ακόμη;

Ο κ. Τσίπρας έχει έναν πολύ εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό. Αυτό καθιστά πολύ δύσκολη την ταυτόχρονη ικανοποίηση και του συνασπισμού και των Ευρωπαίων διαπραγματευτών. Οσο πιο συμβιβαστικός είναι απέναντι στους ανθρώπους που χαράσσουν την ευρωπαϊκή πολιτική, τόσο πιο πιθανό είναι να χάσει υποστηρικτές-κλειδιά στον συνασπισμό του.

Την ίδια ώρα, διατηρώντας τον συνασπισμό του, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τους Ευρωπαίους. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί να ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές, δεδομένης της σαφούς μεταξύ τους απόκλισης.

Θεωρείτε ότι οι αποφάσεις Τσίπρα καθορίζονται και από το κοινωνικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα σήμερα; Υπό ποια έννοια;

Οι πολιτικοί ηγέτες από τη φύση τους συμπεριφέρονται σε συνάρτηση με την κοινωνική διάθεση. Αλλωστε, η ανέλιξη Τσίπρα στη διακυβέρνηση αντανακλά τη φθίνουσα κοινωνική διάθεση – ήταν ένα αουτσάιντερ στο μακροχρόνιο δικομματικό κυβερνητικό σύστημα στην Ελλάδα. Επίσης, όμως, εξαιτίας της αδύναμης κοινωνικής διάθεσης, ο κυβερνητικός συνασπισμός του είναι και πολύ εύθραυστος.

Ο Ελληνας πρωθυπουργός αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν επιτύχει τη συμφωνία την οποία προσδοκά. Τι προβλέπετε σε αυτό το σενάριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το κοινωνικό κλίμα στην Ελλάδα;

Νομίζω ότι έχει περάσει η ώρα για ένα δημοψήφισμα. Ο χρόνος τελειώνει. Η ρευστότητα θα έχει ήδη εξαντληθεί πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενός δημοψηφίσματος, ιδίως δεδομένων των αντιρρήσεων των παραγόντων που χαράσσουν την ευρωπαϊκή πολιτική.