Νηφαλιότητα και ψύχραιμη σκέψη, επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης, του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά και μείωση του χρέους και μεταρρυθμίσεις συστήνει ο πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου. 

 Σε άρθρο του στον Ελεύθερο Τύπο, ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε την απομείωση του ελληνικού χρέους που είχαν στην κατοχή τους οι ιδιώτες πιστωτές επισημαίνει ότι η σημερινή κατάσταση δεν αφορά μόνο το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και το μέλλον της Ευρώπης, καλώντας όλα τα μέρη όλες τις πλευρές να γεφυρώσουν το χάσμα και να βρεθεί μια λύση. 


Το άρθρο του Charles Dallara 

Αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα 

Δεν είμαι Έλληνας πολίτης και δεν έχω δικαίωμα να ψηφίσω στο δημοψήφισμα της Κυριακής. Είμαι, όμως, ένας ανήσυχος πολίτης του κόσμου που έχει ξοδέψει πολλές ώρες σε μια προσπάθεια να βοηθήσει την ελληνική οικονομία να σταθεί στα πόδια της, προστατεύοντας την ίδια στιγμή την ακεραιότητα του ευρώ. Δυστυχώς, και τα δύο σήμερα βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο.

Σε αντίθεση με την κοινή γνώμη, και παρά τη γενική αποτυχία αντιμετώπισης συγκεκριμένων φορολογικών υποχρεώσεων, η Ελλάδα έχει κάνει μια αξιοσημείωτη προσαρμογή στα δημοσιονομικά αποτελέσματά της. Σπάνια, αν όχι ποτέ, μια χώρα που έχει βρεθεί σε κρίση δημόσιου χρέους, έχει ενισχύσει τόσο πολύ την δημοσιονομική της θέση, από έλλειμμα 15,2% το 2009 στο 2,7% πέρυσι. 

Η τεράστια αυτή, ωστόσο, προσαρμογή δεν οδήγησε στην εκ νέου ανάπτυξη, αλλά σε πλήρη άνθηση μιας οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Η σημερινή πολύ εύφλεκτη κατάσταση δεν αφορά μόνο στο μέλλον της Ελλάδας – αφορά στο μέλλον της Ευρώπης. Όπως δήλωσε η καγκελάριος Μέρκελ τη Δευτέρα, «Αν το ευρώ αποτύχει, αποτυγχάνει η Ευρώπη».

Ανεξάρτητα από το δημοψήφισμα της Κυριακής, είναι επιτακτική ανάγκη οι ηγέτες της Ευρωζώνης, η Ελλάδα και το ΔΝΤ να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκεί όπου ανήκουν. Οι πολιτικοί ελιγμοί, σε αυτή την κρίσιμη στιγμή – από οποιαδήποτε πηγή – θα αποτελούσαν προσβολή για τους πολίτες της Ελλάδας, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Πάρα πολλές ζωές – και ενδεχομένως η μελλοντική μορφή και ο ρόλος της Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή – βρίσκονται σε κίνδυνο.

Οι σημερινές προκλήσεις είναι τρομερά παρόμοιες με εκείνες που επικράτησαν το 2011 και το 2012. Υπηρέτησα ως συμπρόεδρος με τον Jean Lemierre της επιτροπής που εκπροσωπούσε τους ιδιώτες πιστωτές στην Ελλάδα. Τότε, όπως και τώρα, οι παγκόσμιες αγορές ήταν ανήσυχες. Υπήρχε μια συνεχής εικασία για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Και στα τέλη του 2011, είχε ανακοινωθεί δημοψήφισμα. 

Οι ιδιώτες πιστωτές είχαν να αντιμετωπίσουν τρεις σκληρές πραγματικότητες: Πρώτον, ο δανεισμός από τις τράπεζες κατά τη διάρκεια της περιόδου 2001 (είσοδος της Ελλάδα στο ευρώ) έως το τέλος του 2009 διευκόλυνε τη σπατάλη στις δαπάνες στην Ελλάδα. Δεύτερον, η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποπληρώσει τα χρέη της σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και θα έπρεπε να συμφωνήσουμε σε μια μεγάλη διαγραφή χρέους, εάν η ελληνική οικονομία επρόκειτο ποτέ να ανακάμψει. Και τρίτον, το μέλλον του ευρώ – και ίσως η Ευρωζώνη – ήταν σε κίνδυνο και υπήρχαν ως εκ τούτου, μεγαλύτερα ζητήματα από ότι μόνο η προστασία των ισολογισμών.

Διαγράψαμε πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ των απαιτήσεων του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, και αναδιαρθρώσαμε με πολύ ευνοϊκούς όρους ακόμα άλλα περίπου 70 δισεκατομμύρια ευρώ. Ως εκ τούτου, δόθηκε στην Ελλάδα και τους επίσημους πιστωτές της, μια σημαντική ανάσα για να ξεκινήσει εκ νέου η ανάπτυξη.

Η ευκαιρία αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε καλά από τους Έλληνες ή τους επίσημους πιστωτές τους. Χάθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας από την ατελείωτη ύφεση.  Το μέσο διαθέσιμο εισόδημα για μια οικογένεια της μεσαίας τάξης μειώθηκε κατά ένα τρίτο σε 7.600 ευρώ, και από το 2009 η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 25% . Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δει κανείς την αντίσταση σε έναν ακόμα γύρο “λιτότητας”. 

Οι λαοί της Ευρώπης έχουν προσφέρει μεγάλη οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα – περίπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, αυτό έγινε, στο πλαίσιο ενός εσφαλμένου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.  Εξαρχής ήταν απαραίτητη η σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, προκειμένου να φέρει σε ισορροπία τη δημοσιονομική κατάσταση, αλλά όσο καθυστερούσαν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις το 2010 και το 2011, η τρόικα έδωσε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην αύξηση φόρων, αποστραγγίζοντας μια ήδη αδύναμη οικονομία στην εγχώρια ζήτηση.

Η σημερινή κρίση δεν πρέπει να είναι μια επιλογή μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης για την Ελλάδα ή την Ευρώπη. Ούτε πρέπει να είναι απλώς ένα ζήτημα “ακολουθούμε” ή “σπάμε τους κανόνες ” – -άλλωστε, η ίδια η Γερμανία παραβίασε τους κανόνες για την ανάπτυξη και τη σταθερότητας, μόλις πριν από μια δεκαετία.

Υπήρχαν φορές στις έντονες διαπραγματεύσεις, τόσο στα τέλη του 2011 όσο και ξανά το 2012, όταν οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν, και είχα νιώσει έντονο τον  κίνδυνο μιας ελληνικής χρεοκοπίας και μια πιθανής εξόδου. Αλλά η ήρεμη και η νηφάλια σκέψη και στις δύο πλευρές, εμποτισμένη με την αίσθηση της ιστορικής δέσμευσης για μια ενωμένη Ευρώπη – που διακυβεύεται και  τώρα – μάς οδήγησε στο να γεφυρωθεί το χάσμα και να βρούμε μια λύση. Αυτό πρέπει να συμβεί και πάλι.

Οι επίσημοι πιστωτές θα πρέπει να αποδεχθούν την ελάφρυνση του χρέους, την ώρα που η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις που να μπορέσουν να απελευθερώσουν το οικονομικό δυναμικό της χώρας.

Πιστεύω ότι αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος για την ανανέωση της ανάπτυξης, η οποία είναι τόσο απαραίτητη για τον ελληνικό λαό, παρέχοντας μια νέα πορεία για την ευρωπαϊκή ενότητα.