Του Massimo Bordignon

 

Η ιταλική κυβέρνηση σκοπεύει να αναβάλει την δημοσιονομική προσαρμογή που αποφάσισε στο περασμένο έτος σε συμφωνία με τις ευρωπαϊκές αρχές, και αντί αυτού να αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2016 κατά περίπου 0,8 μονάδες του ΑΕΠ, έναντι ενός εκτιμώμενου 1,4%-2,2% (ή ακόμη και 2,4%, αναλόγως με το εάν η Κομισιόν θα δώσει περαιτέρω δημοσιονομική ευελιξία για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης). Το επιπλέον δημοσιονομικό περιθώριο θα χρησιμοποιηθεί για να αποφευχθεί μια αυτόματη αύξηση του ΦΠΑ και άλλων ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά περιπου 1% του ΑΕΠ, για να εξαλειφθεί ο φόρος ακίνητης περιουσίας στην κύρια κατοικία των φορολογούμενων (περίπου 4 δισ. ευρώ) και να προσφέρει ένα φορολογικό κίνητρο σε ιδιωτικές εταιρείες για την προώθηση των επενδύσεων.

Εκτός από το αυξημένο έλλειμμα, η χρηματοδότηση έρχεται από μια μικρή περικοπή δαπανών, ύψους 5,8 δισ. ευρώ, το μισό από ό,τι προβλεπόταν στα επίσημα στοιχεία του προϋπολογισμού μόλις πριν από λίγους μήνες. Από τα έκτακτα έσοδα που θα προκύψουν από την “εθελοντική αποκάλυψη” των κεφαλαίων που παρανόμως μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό. και από τα αναμενόμενα επιπλέον έσοδα που προέκυψαν από την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, με το πραγματικό ΑΕΠ να εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί 1,6% το 2016. Η δημοσιονομική προσαρμογή έχει αναβληθεί για το 2017 και 2018, όταν, σύμφωνα με την κυβέρνηση, ένας πολύ αισιόδοξος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ και τα συνεπακόλουθα αυξημένα φορολογικά έσοδα θα επιτρέψουν στην Ιταλία να σεβαστεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες και να μειώσει το δημόσιο χρέος έναντι του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, αυτός είναι ένας προϋπολογισμός με στόχο την βελτίωση και παγίωση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα της χώρας να ανακάμψει μετά από μακρά ύφεση. Πρέπει ως εκ τούτου να είναι πιο επεκτατική ακόμη και σε σχέση με το τι προβλεπόταν μόλις πριν από λίγους μήνες (αν και το δημόσιο χρέος θα πρέπει να μειωθεί το 2016 σε σχέση με το 2015, εξαιτίας των βελτιωμένων οικονομικών συνθηκών).

Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς αυτή την απότομη στροφή της πολιτικής; Εν μέρει, έχει να κάνει με τον εκλογικό κύκλο. Με την οριστική έγκριση της συνταγματικής μεταρρύθμισης αυτό το μήνα (ας υποθέσουμε, όπως είναι πιθανό, ότι θα επικυρωθεί από το εθνικό δημοψήφισμα του επομένου έτους) και την μεταρρύθμιση του εκλογικού κύκλου τον Μάιο του 2015, όλα τα κομμάτια του θεσμικού παζλ που έχει προσπαθήσει προσεκτικά ο πρωθυπουργός να λύσει από την ημέρα που ήρθε στην εξουσία, τελικά έρχονται στη θέση τους.

Ο Matteo Renzi μπορεί τώρα να προσπαθήσει να προκηρύξει εθνικές εκλογές για το επόμενο έτος ή για την αρχή του 2017 (η θητεία του τελειώνει το 2018), παράγοντας έτσι μια βουλή που είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένη με τις επιθυμίες του πρωθυπουργού και πιο πρόθυμη να υποστηρίξει τις κυβερνητικές του πολιτικές. Θα πρέπει να θυμηθεί κανείς ότι ο τωρινός πρωθυπουργός αντικατέστησε τον Enrico Letta ως αποτέλεσμα της επιτυχημένης εκστρατείας του για την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά οι εκλεγμένοι βουλευτές του Κόμματος –ο ακρογωνιαίος λίθος της αυτοδυναμίας του Renzi στη Βουλή- αντανακλούν εν πολλοίς την προηγούμενη ηγεσία και είναι μόνο μερικώς πιστοί στο νέο ηγέτη. Οι καλές οικονομικές επιδόσεις το 2016 είναι απλώς αυτό που μπορεί να χρειάζεται ο Ιταλός πρωθυπουργός για να επιτύχει στις επόμενες εκλογές;

Οι εκλογικές εκτιμήσεις εξηγούν επίσης ορισμένες από τις αινιγματικές επιλογές του Renzi, όπως την κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας για την κύρια κατοικία των φορολογούμενων. Αυτή είναι μια απόφαση που μπορεί να πάρει μόνο ο πρωθυπουργός, ενάντια στις συμβουλές όλων των οικονομικών του συμβούλων και τις ευχές των περισσότερων μελών του κόμματός του, πόσο μάλλον από την Κομισιόν. Η εξήγηση είναι πολιτική.

Η κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας έχει γίνει ένα πολιτικό σύμβολο της κεντροδεξιάς για μεγάλο χρονικό διάστημα, που χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς από τον Silvio Berlusconi σε αρκετές περιπτώσεις για να αμβλύνει τη νίκη των αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένων και των τελευταίων εθνικών εκλογών, τον Φεβρουάριο του 2013. Με σχετικά χαμηλό κόστος (μόνο περί τα 4 δισ. ευρώ), ο Matteo Renzi έχει εξαλείψει ένα από τα πιο ισχυρά προεκλογικά επιχειρήματα των αντιπάλων του. Οι εκλογικές εκτιμήσεις πιθανώς να εξηγούν επίσης κάποιες από τις πιο πρόσφατες ανακοινώσεις  του, οι οποίες ήταν ασυνήθιστα σκληρές προς την Κομισιόν (“εάν απορρίψουν τον προϋπολογισμό μας, εμείς θα τον στείλουμε πίσω ως έχει”). Δηλώσεις όπως αυτές, ελκυστικές για την εθνική υπερηφάνεια, προσελκύουν εκείνους που ψηφίζουν πιο επικίνδυνους αντιπάλους, όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Beppe Grillo, ή τη Λίγκα του Βορρά του Matteo Salvini, που είναι παραδοσιακά αντίευρωπαϊστές και κατά του ευρώ.

Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας, αν και σημαντικό. Αυτός ο προϋπολογισμός αντιπροσωπεύει επίσης μια σκόπιμη στρατηγική για να επιχειρήσει να τροποποιήσει τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, προσποιούμενος ότι τους σέβεται.

Καθώς η πολιτική επιλογή μιας πρότασης για ρητή μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου δεν είναι διαθέσιμη λόγω της αντίθεσης της Γερμανίας και άλλων βορειοευρωπαϊκών χωρών, ο Renzi φαίνεται πεπεισμένος ότι μπορεί να μεταρρυθμίσει τους κανόνες με το να τους παρακάμπτει, συμπεριλαμβανομένου η Κομισιόν να τους ερμηνεύει τόσο χαλαρά ώστε να εξαλείψουν μεγάλο μέρος της αυστηρότητας, εκτός από μια γενική τήρηση των κανόνων για το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3%. Φαίνεται επίσης να υπολογίζει στην πολιτική ουδετερότητα της Γερμανίδας Καγκελαρίου, τώρα αποδυναμωμένη από το προσφυγικό πρόβλημα και περισσότερο στην ανάγκη εύρεσης συμμαχιών με χώρες της Νότιας Ευρώπης.

Είναι μια πολύ επικίνδυνη στρατηγική. Πρώτον, θα μπορούσε απλώς να μην λειτουργήσει. Οι κανόνες που καταστρατηγούνται σήμερα ίσως να πρέπει να τηρούνται ακόμη πιο έντονα στο μέλλον. Σε αυτή την περίπτωση, η Ιταλία θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του να στερείται χρήσιμου δημοσιονομικού περιθωρίου, εάν, ιδιαίτερα εάν, οποιαδήποτε από τις τρέχουσες εξαιρετικά θετικές συνθήκες (χαμηλά επιτόκια, πτώση της ισοτιμίας, χαμηλές τιμές πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών, βιώσιμη διεθνή ανάπτυξη), επρόκειτο να αντιστραφεί.

Δεύτερον, είναι μια στρατηγική που ρισκάρει να δημιουργήσει πολιτικές δυσκολίες για την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ πρέπει να δείξει ότι οι χώρες στην περιφέρεια προσπαθούν να διατηρήσουν την επεκτατική νομισματική πολιτική που είναι απαραίτητη για να κρατήσει τα επιτόκια του ιταλικού δημοσίου χρέους, στο τωρινό χαμηλό επίπεδο.

Τέλος, και για τους ίδιους λόγους, θα μπορούσε να έρχεται σε αντίθεση με την ιταλική ατζέντα για άλλα σημαντικά ευρωπαϊκά ζητήματα. Για παράδειγμα, μπορεί να βάζει σε κίνδυνο τις προσπάθειες της ιταλικής κυβέρνησης να ολοκληρώσει την τραπεζική ένωση με μια πιο ρητή πρόβλεψη καταμερισμού του ρίσκου για τις καταθέσεις, και να εισάγει κάποια μορφή ευρωπαϊκού μηχανισμού ασφάλειας για την ανεργία. Πιο ουσιαστικά, ακόμη και αν πειστεί κάποιος ότι η ευρωζώνη θα επωφελούνταν από μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, δεν είναι η Ιταλία, με αυτή τη δημοσιονομική κατάσταση, που μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο και ασφαλώς όχι μόνη.

© Copyright Bruegel. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το Capital.gr.