Του 

 

Εδώ και μήνες, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να δώσει απάντηση στο δύσκολο ερώτημα πόσα χρήματα πρέπει να βάζουν στην άκρη οι τράπεζες για να προφυλάσσονται από τις ζημιές που επιφέρουν τα κρατικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους. Οι ισχύοντες κανονισμοί συντηρούν το μύθο ότι το δημόσιο χρέος έχει μηδενικό συντελεστή στάθμισης κινδύνου: Το σύστημα παίρνει ως δεδομένο ότι θα σου επιστρέφεται πάντα το σύνολο του ποσού που έχεις δανείσει σε μια κυβέρνηση, παραδοχή η οποία δεν συνάδει με τις ανά τους αιώνες χρεοκοπίες κρατών αλλά και με τη φασαρία της Ελλάδας που δεν έχει ακόμη καταλαγιάσει. Υπάρχει τώρα μια χώρα που κοιτάζει την αλήθεια κατάματα.

Η Αρχή Εποπτείας του Χρηματοπιστωτικού Τομέα της Σουηδίας έχει ζητήσει από τις τράπεζές της να δημιουργήσουν νέα μοντέλα που θα αντικατοπτρίζουν καλύτερα την πραγματικότητα η οποία είναι πως ναι, μπορείς να χάσεις χρήματα από τα κυβερνητικά ομόλογα. Ζητά επίσης να ενσωματώσουν στα μοντέλα τους την παραδοχή πως ο δανεισμός προς μία κυβέρνηση –την ελληνική για παράδειγμα- ενέχει πιθανώς μεγαλύτερο κίνδυνο από το δανεισμό προς μια άλλη κυβέρνηση -τη γερμανική, ας πούμε. Ανεξαρτήτως του πόσο προφανές μπορεί να είναι αυτό στον πραγματικό κόσμο, το σύμπαν των τραπεζικών κανόνων και των κεφαλαιακών προτύπων παραμένει παγιδευμένο στην πλάνη της “Χώρας των Θαυμάτων” για αρκετό καιρό μετά τη χρονική στιγμή που η λογική θα κάνει την εμφάνισή της στις τιμές της αγοράς.

Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Jean-Claude Trichet είχε πει ότι ένα από τα επιτεύγματα για τα οποία νιώθει υπερήφανος από τα πρώτα χρόνια του ευρώ ήταν η συμπίεση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της Ευρώπης. Τα κόστη δανεισμού υποχώρησαν τότε προς το επίπεδο εκείνων που απολάμβανε η Γερμανία, αντί να αυξάνονται προς τα επίπεδα που εμφάνιζαν οι λιγότερο φερέγγυες χώρες του μπλοκ. Η ελληνική κρίση, όμως, τίναξε αυτή την αρμονία στον αέρα. Το κόστος δανεισμού για τα 10έτη ομόλογα κυμαίνεται από 0,5% στη Γερμανία, έως 1,6% στη Ισπανία, 2,5% στην Πορτογαλία και 7,7% στην Ελλάδα. Τις καλές ημέρες των αρχών του 2005, οι επενδυτές χρέωναν την Ελλάδα μόλις 0,09 της εκατοστιαίας μονάδας περισσότερο από τη Γερμανία για τους 10ετείς τίτλους.

Ο Uldis Cerps, εκτελεστικός διευθυντής τραπεζικής της FSA στη Στοκχόλμη, είπε στον Frances Schwartzkopff του Bloomberg ότι κατά την αξιολόγηση της κεφαλαιακής τους βάσης οι τράπεζες θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψιν πώς τιμολογείται κάθε μέρα ο κίνδυνος ενός κράτους την αγορά ομολόγων:

“Η βασική ιδέα, βέβαια, είναι ότι έχεις κάποια διαφοροποίηση. Αντιλαμβάνεσαι, εννοείται, τις διαφορές εάν παρατηρήσεις την τιμολόγηση του κρατικού χρέους από την αγορά”.

Η εμπειρία των Ελλήνων ομολογιούχων φέτος δείχνει πόσο γελοίο είναι το θέμα του κινδύνου χρεοκοπίας ενός κράτους:

Όταν η ελληνική κρίση έφτασε στο ναδίρ τον Απρίλιο, το ομόλογο αναφοράς διαπραγματευόταν περίπου στα 47 σεντς του ευρώ. Εάν η χώρα είχε πτωχεύσει, οι επενδυτές ήταν πιθανό να χάσουν περισσότερο από το ήμισυ της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους. Επιπλέον, τα ομόλογα αυτά είχαν εκδοθεί στις αρχές του 2012, στο πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος επιβολής “κουρέματος” στους ομολογιούχους. Οι κάτοχοι ομολόγων έδωσαν τους παλιούς τίτλους και πήραν πίσω περίπου το 31,5% του ποσού που έπρεπε να λάβουν.

Ακόμη και σήμερα, με την Ελλάδα να έχει συμφωνήσει σε ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης, τα ομόλογα εξακολουθούν να διαπραγματεύονται με discount περίπου 26%, γεγονός που δείχνει ότι η αγορά δεν είναι πεπεισμένη ότι θα της επιστραφεί στο ακέραιο η ονομαστική αξία για χρέος που ωριμάζει το Φεβρουάριο του 2024.

Τον Μάρτιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, ένας φορέας της ΕΚΤ, δημοσίευσε μια έκθεση που στηρίζει το επιχείρημα για αλλαγή, σημειώνοντας ειδικότερα ότι όσα περισσότερα χρήματα διοχετεύουν οι τράπεζες σε κρατικό χρέος, τόσο λιγότερα έχουν να δανείζουν σε επιχειρήσεις. Τον ίδιο μήνα, ο Andreas Dombret, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank υποστήριξε ότι “αν οι τράπεζες υποχρεωθούν να διατηρούν κεφάλαια για προστασία έναντι των κινδύνων που εγκυμονούν τα χαρτοφυλάκια των ομολόγων τους, θα γίνουν πιο ανθεκτικές στις δημοσιονομικές κρίσεις”, αποκαλώντας την ανάγκη για μεταρρύθμιση “επειγόντως απαραίτητη”.

Για τις κυβερνήσεις, φυσικά, το να έχουν ένα αιχμάλωτο ακροατήριο τραπεζών, οι ισολογισμοί των οποίων είναι παραγεμισμένοι με τα χρέη τους, είναι ένας πολύ καλός τρόπος να διασφαλίζουν ότι μπορούν να καλύψουν δανειακές ανάγκες μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο. Έτσι είναι δύσκολο να μην υποψιαστεί κανείς ότι οι ΗΠΑ καθυστερούν τεχνηέντως να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα του κινδύνου του κράτους για όσο περισσότερο μπορούν. Η Ιταλία, για παράδειγμα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να βρει αγοραστή για τα ομόλογά της, όπως δείχνει το παρακάτω γράφημα με τις συμμετοχές στα ομόλογα της χώρας:

Τώρα που η Σουηδία διέλυσε τη φαντασίωση ότι το δημόσιο χρέος είναι ακίνδυνο, η υπόλοιπη Ευρώπη θα πρέπει να ακολουθήσει. Η επίλυση του αινίγματος “ποιος είναι πολύ μεγάλος για να καταρρεύσει” δεν αφορά μόνο τη συστημική σημασία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και το πώς διαχειρίζονται τους κινδύνους των ισολογισμών τους. Αν αυτό μειώνει την όρεξή τους για τη χορήγηση δανείων στις κυβερνήσεις τους, είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρωθεί για να γίνει ο χρηματοπιστωτικός κλάδος ασφαλέστερος –και πιο λογικός.