Το «δίκροκο αβγό» του νεοφιλελευθερισμού και οι εγχώριοι «ντίλερ»

του Μενέλαου Γκίβαλου*

Στην ούτως ή άλλως κρίσιμη πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, και μέσα στην ένταση του «εσωτερικού μετώπου» που προκλήθηκε από τις κοινωνικές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις, παρενέβη, σε ρόλο ανοιχτού προβοκάτορα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την περίφημη «ανάλυση» του Πολ Τόμσεν. Οι απαιτήσεις του ΔΝΤ, όπως τις περιγράφει ο αναπληρωτής διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματός του, συνιστούν στην ουσία ένα νέο Μνημόνιο, ένα Μνημόνιο επιπρόσθετο και πάνω στο τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση στις 13 Ιουλίου 2015.

Ποιος είναι τελικά ο ρόλος του ΔΝΤ; Σε ποιο βαθμό δρα «συμπληρωματικά» προς το «σύστημα» Σόιμπλε και σε ποιο βαθμό παρεμβαίνει αυτόνομα;

Ο ομιχλώδης και «αδιευκρίνιστος» ρόλος του Ταμείου μετά τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου και η λυσσώδης εμμονή του ίδιου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για την παραμονή του ΔΝΤ –παρόλο που το τελευταίο έθετε ως αδιαπραγμάτευτο όρο τη ριζική αντιμετώπιση του χρέους ως απόλυτη προϋπόθεση της συμμετοχής του εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια– οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συνύπαρξη ΔΝΤ και «συστήματος» Σόιμπλε συνιστά ένα είδος πολιτικοοικονομικής «μαφίας» συμφερόντων, όπου συνυπάρχουν αντιθέσεις και επιμέρους ρήξεις, αλλά, προπάντων, προέχει η εξυπηρέτηση των ιδιοτελών σκοπών της κάθε πλευράς.

 

Η εργολαβία της «καθυστέρησης»

Όπως παρατηρήσαμε την τελευταία περίοδο, το Eurogroup έπαψε να αποτελεί το κέντρο απ’ όπου ασκούνται οι ανοιχτοί εκβιασμοί κατά της χώρας και της ελληνικής κυβέρνησης, το πεδίο όπου μεθοδεύεται η εκστρατεία ευτελισμού των Ελλήνων υπουργών και των προτάσεων και θέσεων που αυτοί κόμιζαν, με επίσημη, μάλιστα, προαναγγελία –πριν καν ξεκινήσει η εκάστοτε συνεδρίαση του οργάνου– της απαξίωσης και απόρριψής τους από τους «αχυρανθρώπους» του Β. Σόιμπλε. Όπως φαίνεται, το «παιχνίδι» της επ’ αόριστον παράτασης των διαπραγματεύσεων μετατέθηκε –με τη «σύμφωνη γνώμη» ή και με την προτροπή Σόιμπλε– από το Eurogroup (που «εκτέθηκε» πέραν των ορίων στον ρόλο του ανοιχτού προβοκάτορα) στο ΔΝΤ. Ο ρόλος του «κακού» φεύγει από την αποκλειστικότητα του Β. Σόιμπλε και «διαμερίζεται» με εταίρο το ΔΝΤ και τους εκπροσώπους του…

Από τη δική του πλευρά, το ΔΝΤ την περίοδο αυτή δεν δεσμεύεται για τίποτα, αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Άλλωστε, η Κριστίν Λαγκάρντ βαρύνεται ήδη με το κόστος της αποτυχίας του Ταμείου στην Ελλάδα και «καίγεται» μόνο για την επανεκλογή της, όμως σε στρατηγικό επίπεδο το ΔΝΤ (δηλαδή οι ΗΠΑ) δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει την «Ευρωζώνη» και την Ευρώπη, όταν, μάλιστα, τόσο το Προσφυγικό όσο και η παρατεινόμενη ύφεση και κρίση στην Ευρώπη μπορούν να οδηγήσουν –είτε χωριστά είτε ομού– σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Το ΔΝΤ επιθυμεί, λοιπόν, παρουσία και έλεγχο στις όποιες εξελίξεις.

 

ΔΝΤ και Σόιμπλε: Οι δύο εκδοχές της λιτότητας

Με βάση τις «απαιτήσεις» Τόμσεν, βρισκόμαστε μπροστά σε δύο σαφώς διακριτές, αλλά στη γενική τους αναγωγή συμπληρωματικές νεοφιλελεύθερες εκδοχές.

Το ΔΝΤ δεν εμμένει στους δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά επικεντρώνεται στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων και παροχών. Επιδιώκει «καμένη γη» σε κοινωνικό επίπεδο και την πλήρη απουσία της κρατικής παρέμβασης, ώστε να υπάρξουν «επωφελείς» επενδύσεις για τους κερδοσκόπους.

Από τη δική της πλευρά, η γερμανική «συνταγή» συνδέει το νεοφιλελεύθερο πρότυπο της λιτότητας με την εδραίωση και επέκταση της ηγεμονίας της. Η δημοσιονομική «ασφυξία», η λιτότητα, προσλαμβάνουν ηθικό – πολιτικό περιεχόμενο και αποκτούν χαρακτήρα πολιτικού και κοινωνικού δόγματος ανάλογου με τον προτεσταντικό «ευσεβισμό» (pietismus).

Αυτός ακριβώς ο ευρύτερος χαρακτήρας που προσλαμβάνει η νεοφιλελεύθερη λιτότητα, ο αντικρατισμός, η εκχώρηση δημόσιου – εθνικού πλούτου, παράλληλα με τη διείσδυση σε κομβικά σημεία τόσο του κρατικού μηχανισμού όσο και του οικονομικού συστήματος (τράπεζες – επιχειρήσεις), επιτρέπει στη γερμανική ηγεμονία να ασκήσει έναν ευρύτερο ρόλο εθνικής και πολιτικής επιτροπείας, στη «λογική» της σύγχρονης νεοαποικιοκρατικής της αντίληψης.

Ο «γερμανικός» νεοφιλελευθερισμός επικαθορίζεται συνεπώς από έναν έντονο –πρωτεύοντα– πολιτικό χαρακτήρα, πέραν του τυπικού οικονομισμού. Μέσω της λιτότητας και της «εσωτερικής υποτίμησης» ενδυναμώνεται και επεκτείνεται η κυριαρχία της Γερμανίας, θεμελιώνεται ιστορικά το γερμανικό imperium ως «εκδίκηση», ως ιστορική «ρεβάνς», που έρχεται στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα να αναβιώσει το «γερμανικό πνεύμα» που υπέστη δύο μείζονος σημασίας ιστορικές ήττες κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Συμπερασματικά, ο συνδυασμός και η συνύπαρξη των δύο αυτών νεοφιλελεύθερων εκδοχών συνιστούν ένα «κοκτέιλ» καταστροφής. Οι όποιες δυνατότητες διαφυγής ή μετριασμού των οδυνηρών επιπτώσεων υπάρχουν, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, σε έναν από τους δύο αυτούς τύπους της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής ακυρώνονται αυτόματα από τον άλλο.

Οι μέσω Τόμσεν «υποδείξεις» του ΔΝΤ συνιστούν ένα τέταρτο Μνημόνιο με όχι απλώς αθροιστικές, αλλά πολλαπλασιαστικές καταστροφικές επιπτώσεις σε συνδυασμό με τις «ρήτρες» του τρίτου Μνημονίου. Η απεμπλοκή από τη θανάσιμη αυτή «διπλή παγίδα» αποτελεί «conditio sine que non» για την Ελλάδα και την ελληνική κυβέρνηση.

 

Η πολιτική διαχείριση του εσωτερικού μετώπου

Προσφυγικό, εσωτερικό κοινωνικό μέτωπο, αξιολόγηση και στο βάθος χρέος. Τα κρίσιμα αυτά μέτωπα δεν αποτελούν απλώς το καθένα τους ένα δύσκολο εμπόδιο, αλλά και αλληλοτροφοδοτούνται. Το Προσφυγικό μπορεί σ’ ένα ευρύτερο γεωπολιτικό – στρατηγικό επίπεδο να συνιστά ένα μείζον ευρωπαϊκό πρόβλημα, που δεν επιτρέπει στη γερμανική ελίτ να οδηγήσει σε πλήρη ασφυξία ή σε μείζονα κρίση την ελληνική κυβέρνηση. Όμως αυτό καθαυτό το Προσφυγικό μπορεί ανά πάσα στιγμή να προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις για τη χώρα μας.

Οι κοινωνικές αντιδράσεις, πέρα από τις δίκαιες διαμαρτυρίες για την επιβολή νέων βαρών, πέρα ακόμα κι από τις προσπάθειες ενός ολόκληρου συστήματος διαπλεκόμενων πολιτικοοικονομικών συμφερόντων να οδηγήσουν σε πολιτική ρήξη με την κυβέρνηση τις αντιδράσεις αυτές, έχουν έναν τελικό ορίζοντα.

Οι πολίτες γνωρίζουν πολύ καλά και τις επιπτώσεις του καθεστώτος επιτροπείας που έχει επιβληθεί στη χώρα μας και το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής που έχει επέλθει και τα πεπερασμένα όρια που διαθέτει η κυβέρνηση απέναντι στους δανειστές – εκβιαστές. Η απαίτησή τους για δίκαιη κατανομή των βαρών, για την άμβλυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, για την πάταξη των συμφερόντων που απομυζούν τον εθνικό και κοινωνικό πλούτο πρέπει να γίνει απολύτως σεβαστή από την κυβέρνηση.

Οι σε κάποιες περιπτώσεις υποκινηθείσες ακραίες συμπεριφορές, τα κατευθυνόμενα από τους κύκλους των συστημικών συμφερόντων επεισόδια κατέδειξαν και τα όρια των μεθοδεύσεων αυτών.

 

Ιστορική ήττα της διαπλοκής

Η κυβέρνηση, μέσα σ’ αυτό το έντονα «κρισιακό» κλίμα, κέρδισε μια σημαντική μάχη στη Βουλή για το μείζον ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, ενισχύοντας το πολιτικό της «κεφάλαιο». Η πολιτική της «ήρεμης δύναμης» απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις –ακόμα και στις λίγες ακραίες τους εκδοχές– είχε θετικό αντίκτυπο.

Η ΝΔ και προσωπικά ο νεοεκλεγείς αρχηγός της υπέστησαν μέσα σε λίγες μέρες δύο αλλεπάλληλες ήττες. Η πρώτη, σε καθαρά κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερασπίστηκε ερρωμένως όλες τις ακραίες εκδοχές του «καθεστώτος» Σόιμπλε στο θέμα των συντάξεων και της αντικρατικής πολιτικής.

Το δεύτερο βαρύτατο πλήγμα το υπέστη σε καθαρά ηθικοπολιτικό επίπεδο, όταν εμφανίστηκε με πρωτοφανές θράσος ως πολιτική «ντίλερ» των καναλαρχών και της διαπλοκής. Το περιορισμένο πολιτικό και πνευματικό «κεφάλαιο» που διαθέτει ο ίδιος και η ηγετική «ομάδα» της ΝΔ, όπως φαίνεται, εξαντλείται –ή μάλλον εξαχνούται– ταχέως, προς απογοήτευση των διαπλεκόμενων συμφερόντων που τον στήριξαν φανατικά.

 

* Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης

του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή