ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΜΥΡΝΗΣ

Αξιότιμε κύριε Πρύτανη,

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε του Εμπορικού Επιμελητηρίου,

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι,

Φίλες και Φίλοι,

Είναι εξαιρετικά τιμητική η κίνησή σας να μου απονείμετε σήμερα έναν τίτλο που φυσικά με υπερβαίνει.

Και με υπερβαίνει διότι η απόκτηση  επιστημονικής γνώσης, η διατριβή πάνω σε οποιοδήποτε πεδίο του επιστητού απαιτεί χρόνο που εγώ εκ της θέσεως μου δεν διαθέτω αλλά και μονοθεματική προσήλωση την οποία η ενεργός πολιτική και πολύ περισσότερο η διακυβέρνηση δεν επιτρέπει.

Δεν θέλω όμως σήμερα να μιλήσω γενικά για την ακαδημαϊκότητα.

Δεν  θέλω να παραδώσω μαθήματα καλής επιστημονικής διαγωγής και κυρίως δεν θέλω να ηθικολογήσω για την αξία της επιστημονικής γνώσης που παρόλα αυτά σήμερα βάλλεται από παντού:

Είτε από την τεχνοκρατική ιδεολογία που ανάγει σε επιστήμη την διαχείριση των ανθρώπων, είτε από λογής παραδοξολογίες (συνωμοσιολογίες, αστρολογία, ψευδοεπιστήμη) που βρίσκουν εύφορο έδαφος στους πληθυσμούς των δυτικών κοινωνιών.

Η ίδια η ύπαρξη του θεσμού του Πανεπιστημίου εξάλλου μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα και οχυρό απέναντι σε όλα αυτά. Πάντα όμως υπό προϋποθέσεις:  Την διαρκή επερώτηση, την μελέτη της ουσίας και όχι του επιφαινόμενου, την ορθολογική αντιπαράθεση των ιδεών και των συστημάτων σκέψης.

Και σήμερα θέλω να μιλήσω για αυτήν ακριβώς την ουσία. Για την ίδια την πολιτική οικονομία.

Ξέρετε είναι κάπως παράξενο και παράδοξο να απονέμεται σε έναν αριστερό ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα της πολιτικής οικονομίας.

Και είναι παράξενο και παράδοξο με δεδομένο ότι η εναρκτήρια στιγμή του μαρξισμού ως επιστημονικού αντικειμένου, που είναι, θέλουμε δεν θέλουμε, άρρηκτα συνδεδεμένος με την Αριστερά, την ιστορία της και τους αγώνες της, η εναρκτήρια λοιπόν στιγμή του μαρξισμού, το  Κεφάλαιο του Μαρξ, φέρει ως υπότιτλο: « Κριτική της πολιτικής οικονομίας».

Και έχει χυθεί πολύ μελάνι στο πέρασμα των 149 χρόνων ζωής του έργου αυτού για το τι ακριβώς σημαίνει, για το πώς ερμηνεύεται αυτός ο υπότιτλος.

 Πολύ σύντομα όμως να πω ότι αυτή η έννοια της κριτικής σχετίζεται στα σίγουρα με την οπτική γωνία από την οποία σκοπεύει ο Μαρξ την πραγματικότητα είτε αυτή είναι η βιωμένη εμπειρία του καπιταλισμού, είτε τα έργα της κλασικής πολιτικής οικονομίας, τα έργα του Σμιθ, του Ρικάρντο και άλλων γνωστών και άγνωστων πια στοχαστών.

Δεν πρόκειται εδώ για την οπτική γωνία ενός ανεξάρτητου και αντικειμενικού παρατηρητή που βλέπει τα πράγματα δήθεν από έξω.

Δεν πρόκειται για μια οπτική γωνία από το πουθενά, μια ανύπαρκτη θεϊκή οπτική γωνία.

Αντίθετα πρόκειται για μια μεροληπτική ματιά. Μια ματιά που τοποθετείται από την πλευρά της εργασίας και μάλιστα απροκατάληπτα και χωρίς υπεκφυγές.

Και είναι αυτή η ματιά που συγκροτεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο το πεδίο του ορατού. Γιατί  αυτό που μέχρι την εποχή του Μαρξ ήταν αόρατο έγινε ξαφνικά ορατό.

Η πραγματικότητα της εκμετάλλευσης, της υπεραξίας, της εργατικής δύναμης, της συγκεκριμένης και της αφηρημένης εργασίας. Η πραγματικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, των σχέσεων δηλαδή που ορίζουν την λειτουργία των δυτικών κοινωνιών – και όχι μόνο – μέχρι σήμερα.

Το μεγάλο μάθημα λοιπόν που μπορεί να πάρει ένας πολιτικός, και μάλιστα ένας πολιτικός που θέλει να είναι αριστερός από το διάβημα του Μαρξ, πέρα φυσικά από την ειδική γνώση για τους νόμους λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας είναι ότι η οπτική γωνία δεν είναι απλώς κρίσιμη.

Είναι απολύτως καθοριστική των αποτελεσμάτων της οποιασδήποτε πρακτικής. Είτε αυτή είναι η επιστημονική πρακτική, είτε είναι η πολιτική πρακτική.

Γιατί όμως και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για πρακτική; Τι κοινό μπορεί να έχει η επιστήμη με την πολιτική;

Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε:

Καταρχήν πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για διαδικασίες μετασχηματισμού ενός αντικειμένου. Στην μεν πρώτη περίπτωση, της επιστήμης, αντικείμενο είναι ένα εννοιολογικό σύστημα που πρέπει να μετασχηματιστεί για να αποκτηθεί γνώση ακόμη περισσότερων πτυχών της πραγματικότητας.

Στη δε δεύτερη περίπτωση αντικείμενο της πρακτικής, της πολιτικής πρακτικής, είναι η κοινωνία, ή καλύτερα η συγκυρία.

Δηλαδή η συγκεκριμένη κατάσταση που επικρατεί σε μια κοινωνία, ο συγκεκριμένος συσχετισμός δύναμης μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων.

Και αν πολιτική πρακτική είναι η διαδικασία μετασχηματισμού αυτού του ειδικού αντικειμένου που λέγεται κοινωνία, κοινωνικός συσχετισμός ή συγκυρία τότε αρχίζει να γίνεται καθαρό για ποιο λόγο η οπτική γωνία σκόπευσης του αντικειμένου είναι απολύτως καθοριστική.

Διότι είναι η οπτική γωνία που καθορίζει την κατεύθυνση ακριβώς του μετασχηματισμού.

Είναι ακριβώς στο σημείο αυτό  που αρχίζουν να γίνονται κατανοητοί οι λόγοι των πολιτικών αντιθέσεων, καταρρέει κάθε διαχειριστική παραφιλολογία του σύγχρονου τεχνοκρατικού πολιτικού λόγου και πληρούνται οι προϋποθέσεις για να σκιαγραφηθούν τα αντιμαχόμενα πολιτικά στρατόπεδα.

Από τη μια πλευρά το στρατόπεδο των δυνάμεων που καταρχήν συμφωνούν με την πορεία που έχει πάρει ο κόσμος μας και οι κοινωνίες μας και θέτει ως στόχο την αναπαραγωγή του υπάρχοντος με μικρούς μετασχηματισμούς προς την ίδια όμως κατεύθυνση στην οποία κινούμαστε.

Δηλαδή, το στρατόπεδο όσων επωφελούνται από την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.

Από την άλλη πλευρά το στρατόπεδο των δυνάμεων εκείνων που καταρχήν θεωρούν ότι κάτι έχει πάει απελπιστικά στραβά. Κάτι στον σύγχρονο κόσμο δεν δουλεύει καθόλου καλά και άρα οφείλει να μετασχηματιστεί ριζικά. 

Δηλαδή όσοι επιβαρύνονται από την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, όσοι δεν έχουν πλέον προσδοκία για μια καλύτερη ζωή, όσοι βλέπουν τα σχέδια ζωής τους να καταρρέουν ή να καταλήγουν σε συνεχή αδιέξοδα όποιο δρόμο και αν ακολουθήσουν.

Η δική μας οπτική γωνία, η οπτική γωνία της Αριστεράς ήταν και είναι πάντα η δεύτερη. Ξέρουμε ότι κάτι έχει πάει στραβά. Ξέρουμε ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο. Το σημείο όπου πρέπει επιτέλους να ανακαλύψουμε αυτό το κάτι.

Θυμάστε φυσικά όλοι τη γνωστή μαρξική ρήση: Ότι οι φιλόσοφοι μέχρι σήμερα προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε.

Λοιπόν πρόκειται για κεφαλαιώδη αστοχία. Διότι για να αλλάξεις κάτι οφείλεις πρώτα να το γνωρίσεις.

Προσερχόμαστε λοιπόν στο βασίλειο της επιστήμης. Στο δικό σας βασίλειο.

Τι είναι λοιπόν αυτό που ορίζει την σύγχρονη παγκόσμια οικονομία και την κίνηση της; Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που αποτελεί τον πυρήνα της σύγχρονης οικονομικής διακυβερνητικής πρακτικής και το οποίο οφείλουμε να μετασχηματίσουμε;

Είναι μήπως ο διαχωρισμός του κεφαλαίου σε χρηματοπιστωτικό και παραγωγικό κεφάλαιο; Είναι δηλαδή ο διαχωρισμός μεταξύ μιας πραγματικής και μιας φανταστικής οικονομίας που έχει παράξει τα δεινά της κρίσης;

Και γιατί αυτή δεύτερη οικονομία είναι φανταστική; Ποιος το ορίζει αυτό; Μήπως αυτή η οικονομία δεν παράγει χρήμα; Μήπως δεν παράγει πλούτο; Μήπως δεν παράγει πραγματικά αποτελέσματα στις ζωές των ανθρώπων;

Και αν τα πράγματα έχουν έτσι πώς εξηγείται τότε η μεγάλη κρίση του 73-74 που έδωσε το έναυσμα για την παγκόσμια επέλαση του νεοφιλελευθερισμού; Διότι σας θυμίζω ότι τότε το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν στην χρηματοπιστωτική σφαίρα αλλά στη σφαίρα αυτού που σήμερα ονομάζεται πραγματική οικονομία.

Δυστυχώς τα πράγματα φίλες και φίλοι είναι πιο πολύπλοκα και πολύ πιο δύσκολα από όσο φαίνονται και από όσο μας επιτρέπουν να καταλάβουμε αυτές οι ευκολίες ακόμα και των ετερόδοξων οικονομολόγων.

Διότι το βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι η αρχιτεκτονική ενός συστήματος που είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο όχι απλώς για να σπεκουλάρουν κάποιοι αλλά για να πειθαρχούν οικονομίες και κοινωνίες ολόκληρες στην πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη γραμμή και στις κυρίαρχες συνταγές των τεχνοκρατών οικονομολόγων.

Μιλώ φυσικά για την αρχιτεκτονική του συστήματος που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε οικονομία του χρέους.

Στην αρχιτεκτονική λοιπόν αυτού του συστήματος ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν έχει τον ρόλο να παράγει φούσκες και φανταστικές αξίες. Αντίθετα παίζει τον ρόλο του γενικού οργανωτή των συμφερόντων της ολιγαρχίας. Το ρόλο της επιβολής των κανόνων της καπιταλιστικής αγοράς. Και αυτό συμβαίνει είτε μιλάμε για κράτη, είτε μιλάμε για ανθρώπους.

Και θα προσπαθήσω να γίνω απολύτως συγκεκριμένος.

Πώς λειτουργεί σήμερα η αγορά του κρατικού δανεισμού;

Είναι δεδομένο ότι  κάθε κράτος οφείλει για να καλύψει τις ανάγκες του ακόμα και αν δεν είναι πρωτογενώς ελλειμματικό να έχει πρόσβαση στη διεθνή αγορά ομολόγων.

Και πώς λειτουργεί αυτή η αγορά;

Πώς καθορίζει τα επιτόκια που θα δώσει σε κάθε έναν υποψήφιο πωλητή ομολόγου;

Αυτό που θα κάνει θα είναι να ακτινογραφήσει με κάθε λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά της οικονομίας του κράτους πωλητή, να μελετήσει την πολιτική κατάσταση, να εκτιμήσει την σταθερότητα ή αστάθεια του κοινωνικού περιβάλλοντος και να ορίσει ένα επιτόκιο υψηλό ή χαμηλό.

Θα τιμολογήσει δηλαδή τον κίνδυνο της επένδυσης.

Και ενώ αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά είναι ότι η χρηματοπιστωτική σφαίρα προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον στην πραγματικότητα αυτό που κάνει είναι να πειθαρχεί το παρόν.

Λέει στον υποψήφιο πωλητή ομολόγων η αγορά χρήματος:  αν θες να πάρεις φτηνό χρήμα τότε θα πρέπει να εφαρμόσεις αυτή την πολιτική, να απελευθερώσεις την αγορά εργασίας σου, να εγγυηθείς υψηλότατη κερδοφορία στις μεγάλες επιχειρήσεις, να ιδιωτικοποιήσεις τις υποδομές σου, να ανοίξεις τις αγορές προϊόντος, να σταματήσεις να προστατεύεις ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού με πρακτικές και θεσμούς που ίσως να περιορίζουν το πεδίο δράσης της επιχειρηματικότητας.

Ποiο είναι όμως το μεγάλο πρόβλημα του συστήματος αυτού που λειτουργεί με βάση τον κίνδυνο και την εμπιστοσύνη; Το πρόβλημα είναι ότι όπως αποδείχτηκε από τα πράγματα η εμπιστοσύνη δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος αλλά ιδιότητα. Είτε η αγορά σου δείχνει εμπιστοσύνη είτε όχι. Δεν υπάρχει λίγη ή πολύ εμπιστοσύνη. Και η εμπιστοσύνη χάνεται τόσο ξαφνικά όσο αργά κερδίζεται.

Αυτό συνέβη στη χώρα μου. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η εμπιστοσύνη της αγοράς κατέρρευσε, τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων εκτινάχτηκαν στα ύψη και η ελληνική οικονομία βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Και αυτή την αποτυχία της αγοράς ή για άλλους την επιτυχία της ανέλαβε να καλύψει ένας άλλος μηχανισμός κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του νεοφιλελευθερισμού.

Με ένα πρόγραμμα που έγινε αποδεκτό από το ελληνικό πολιτικό σύστημα ανέλαβε να τακτοποιήσει δήθεν την ελληνική οικονομία με την παλιά καλή και δοκιμασμένη συνταγή του ΔΝΤ.

Σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή, περικοπές συντάξεων και μισθών, περικοπές στις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος, νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις παντού.

Και ποια ήταν η διαρκής απειλή; Είτε προσαρμόζεστε είτε χρεοκοπείτε. Δεν υπάρχει μέση οδός δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Και όταν μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είπε το αυτονόητο ότι δηλαδή αυτή η πολιτική ούτε τακτοποιεί ούτε διορθώνει αλλά παράγει μόνο ύφεση και κοινωνική παρακμή το υπερόπλο της χρεοκοπίας ξαναήρθε στο προσκήνιο.

Τι μας απάντησαν τότε; Δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε ορθολογική συζήτηση. Είμαστε εδώ για να εφαρμόσουμε μια συμφωνία. Takeitorleaveit.

 

Αυτή ακριβώς την αρχιτεκτονική προσπαθήσαμε να αμφισβητήσουμε και αυτή ακριβώς την αρχιτεκτονική της οικονομίας του χρέους συνεχίζουμε να θεωρούμε αναποτελεσματική, οικονομικά και κοινωνικά επιζήμια. Διότι δεν βοηθά ούτε την οικονομία αλλά ούτε και τους ανθρώπους που τη στηρίζουν.

Η αμφισβήτησή μας αυτή όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε διατεθειμένοι να ρίξουμε γροθιά στο μαχαίρι ή να παίξουμε το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης στα ζάρια.

Το ακριβώς αντίθετο. Διαβάζουμε το συσχετισμό δύναμης, προσαρμόζουμε αναλόγως τη στάση μας και προσπαθούμε στο μέτρο του δυνατού να προκαλέσουμε ρωγμές στο οικοδόμημα αυτό.

Και φαίνεται ότι οι προσπάθειες μας παράγουν αργά αλλά σταθερά αποτελέσματα. Είναι όλο και περισσότερες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις σε ολόκληρη την Ευρώπη που αναγνωρίζουν τα δραματικά αποτελέσματα της λιτότητας.

Είναι όλο και περισσότεροι εκείνοι που θεωρούν ότι τα μεγάλα προβλήματα της ανταγωνιστικότητας και της ύφεσης δεν μπορούν να επιλυθούν με διαρκείς επιθέσεις στο εισόδημα των κατώτερων τάξεων και στο κοινωνικό κράτος.

Και είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που κατανοούν ότι η πολιτική αυτή είναι ο μεγάλος τροφοδότης της ακροδεξιάς και του ρατσιστικού μίσους.

Διότι λαοί χωρίς προσδοκίες έχει αποδειχτεί δεκάδες φορές στο παρελθόν ότι μπορούν να γίνουν επικίνδυνοι.

 

Και αυτή η επικινδυνότητα στις μέρες μας, τις μέρες της προσφυγικής κρίσης, δεν είναι μια αφηρημένη πιθανότητα αλλά μια απτή και καθημερινή πραγματικότητα.

Μια πραγματικότητα που θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα μιας ολόκληρης περιοχής που για εκατονταετίες έζησε το δράμα της διαίρεσης και του πολέμου.

Και που τα τελευταία 70 χρόνια έχει καταφέρει να ζήσει με ομαλότητα και σταθερότητα μετά την τραγωδία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Αυτή την κατάκτηση δεν πρέπει να την απολέσουμε. Είναι χρέος μας απέναντι στους εαυτούς μας, απέναντι στις επόμενες γενιές αλλά και απέναντι στο παρελθόν μας.

Σήμερα η Ελλάδα και η Τουρκία έκαναν ένα βήμα για να διατηρηθεί αυτή η κατάκτηση. Αλλά ο δρόμος είναι ακόμη ανηφορικός. Και για να πετύχουμε αυτό το στόχο δεν αρκούν διακηρύξεις και προθέσεις.

Χρειάζεται επιμονή και πείσμα για μια μεγάλη αλλαγή κατεύθυνσης. Δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα την πετύχουμε αλλά είμαι αποφασισμένος να συμμετέχω σε αυτή την προσπάθεια με όλες μου τις δυνάμεις.

Σας ευχαριστώ ξανά.

Είναι πραγματικά τιμή μου που σήμερα γίνομαι μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας του Πανεπιστημίου σας. Και ακόμα μεγαλύτερη που γίνομαι μέλος μέσα από σας της τουρκικής ακαδημαϊκής κοινότητας. Ας ευχηθούμε και ας δουλέψουμε ώστε η Παιδεία να αποτελεί πάντοτε γέφυρα συνεννόησης, φιλίας και αλληλεγγύης των λαών μας.