Δυσαρέσκεια των δυτικών ηγετών με την Τουρκία -και το αντίστροφο

Του Marc Pierini

Η Δύση έβλεπε την Τουρκία ως έναν αξιόπιστο σύμμαχο. Από το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου μέχρι το απόγειο των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ στα τέλη του 2000, η τουρκική δημοκρατία θεωρήθηκε ως ένας αξιόπιστος εταίρος.
Αλλά μετά τις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές τον Αύγουστο του 2014 και τις δύο κοινοβουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο και το Νοέμβριο του 2015, όταν το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚΡ) διαδοχικά έχασε και επανέκτησε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, οι δυτικές αντιλήψεις της Τουρκίας έχουν επισκιαστεί. Εσωτερικά η Τουρκία είναι σε κρίση και εξωτερικά είναι “στα μαχαίρια’” με σχεδόν κάθε χώρα που είναι σημαντική. Αυτή είναι δυσάρεστη κατάσταση για τους Δυτικούς ηγέτες. Ωστόσο τέτοια θα είναι η πραγματικότητα και για τις δύο πλευρές, στο προσεχές μέλλον.
Πέρασαν οι ημέρες όταν, μετά από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, η Τουρκία θεωρούνταν ως η μουσουλμανική χώρα-πρότυπο στην πορεία της προς την δημοκρατία. Για περίπου 5 χρόνια, ξεκινώντας από το 2005, η τουρκική κυβέρνηση απορρόφησε αποτελεσματικά, τμήματα του κεκτημένου της ΕΕ, το σύνολο των κανόνων και των προτύπων που τελικά θα ευθυγραμμίσουν την πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση της χώρας, με αυτή της ΕΕ. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον.
Σήμερα, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας κυριαρχείται από εντάσεις. Η σχέση με την ΕΕ εστιάζεται σε μια αμφιλεγόμενη συμφωνία για τους πρόσφυγες στην οποία κατέληξαν η Άγκυρα και οι Βρυξέλλες στις 18 Μαρτίου. Έλαβαν χώρα σοβαρές αποκλίσεις με τις ΗΠΑ σχετικά με την μάχη εναντίον του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Ο απόηχος ενός μεγάλου στρατιωτικού περιστατικού με την Συρία το Νοέμβριο του 2015, όταν καταρρίφθηκε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό αεροσκάφος πάνω από τον τουρκικό εναέριο χώρο αντηχεί ακόμη. Το κράτος δικαίου και η ελευθερία της έκφρασης, είναι τα κύρια σημεία της έριδος τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την ΕΕ.
Στο εσωτερικό, η Τουρκία περιβάλλεται από πολλαπλές κρίσεις, από τον αγώνα εναντίον της εξέγερσης του ΡΚΚ ή εναντίον οποιουδήποτε είναι επικριτικός στις διαφωνίες σχετικά με τις κινήσεις προς μια εκτελεστική προεδρία, μέχρι και ανεπίλυτες καταγγελίες για διαφθορά.
Ενάντια σε αυτό το περίπλοκο υπόβαθρο, τα πρόσφατα περιστατικά έχουν αφήσει μια πικρή γεύση στους Δυτικούς ηγέτες. Η τουρκική ηγεσία, όπως η ίδια παραδέχεται, απείλησε τον Οκτώβριο του 2015 να ανοίξει τα σύνορα της χώρας με την Βουλγαρία για να περάσουν οι ροές των προσφύγων. Στις 31 Μαρτίου του 2016, σωματοφύλακες του προέδρου κακοποίησαν διαδηλωτές και δημοσιογράφους στην καρδιά της Ουάσιγκτον.
Δεδομένου ότι τώρα η Τουρκία έχει αποστασιοποιηθεί από την Δύση με αρκετούς τρόπους, το πώς θα εξελιχθεί η σχέση αυτή στους επόμενους μήνες και χρόνια, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Η επικρατούσα δυτική άποψη είναι πως η Τουρκία παραμένει ένας στρατηγικός σύμμαχος, είτε μέσω της συγκράτησης της ροής των προσφύγων στην ΕΕ είτε με το να παρέχει πρόσβαση στις αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις μέσω των τουρκικών βάσεων, για τις τακτικές ή στρατηγικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Το ζήτημα είναι τώρα το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας στρατηγικής συνεργασίας για τους Δυτικούς ηγέτες: πόσα ακόμη είναι έτοιμοι να δεχθούν από την Τουρκία, και πόσο πολύ είναι διατεθειμένοι να συμβιβαστούν αναφορικά με τις αρχές στις οποίες στηρίζονται τα δημοκρατικά κράτη, για χάρη της διαχείρισης των σχέσεων με την Άγκυρα;
Αν και ο πρόεδρος και η Βουλή της Τουρκίας εξελέγησαν δημοκρατικά, η νομιμότητα της κάλπης δεν έχει μεταφραστεί σε πολιτική σταθερότητα. Το ΑΚΡ προσπαθεί να υπονομεύσει το φιλοκουρδικό δημοκρατικό Κόμμα (HDP) υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Μια αποφασιστική προσπάθεια λαμβάνει χώρα για να εισαχθεί μια εκτελεστική προεδρία, με το 50% των ψηφοφόρων να αντιδρούν, επιλέγοντας κόμματα άλλα από το ΑΚΡ το Νοέμβριο του 2015, στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι στάσιμες ειρηνευτικές συνομιλίες με το ΡΚΚ δεν θα ξαναρχίσουν, και οι δημοσιογράφοι και οι ακαδημαϊκοί διώκονται. Αναπόφευκτα, μια τέτοια αυταρχική τάση θα κάνει τη Δύση να αισθάνεται όλο και πιο άβολα.
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ δεν κρύβουν πλέον την αποδοκιμασία τους για την σοβαρή υποβάθμιση του κράτους δικαίου στην Τουρκία. Η ίδια δυτική δυσαρέσκεια ισχύει για την τουρκική κριτική επί Ευρωπαίων και Αμερικανών διπλωματών που διατυπώθηκε στην χώρα, αν και οι εν λόγω αξιωματούχοι δρούσαν σύμφωνα με την εντολή τους και τους διπλωματικούς κανόνες. Προσφάτως, ο Αμερικανός πρόεδρος Barack Obama, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Frank-Walter Steinmeier, και ο πρόεδρος της Κομισιόν, Jean-Claude Juncker, καθώς και αρκετοί βουλευτές, έχουν εκφράσει την αποδοκιμασία τους για τις τωρινές τάσεις.
Ορισμένοι στη Γερμανία ωστόσο, έχουν διαφορετικές απόψεις. Η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel, η οποία στις 16 Απριλίου θα επισκεφθεί την Τουρκία για τρίτη φορά σε έξι μήνες, προσφάτως χαρακτήρισε ως “σκοπίμως προκλητική” μια σάτιρα του Τούρκου προέδρου στην γερμανική τηλεόραση. Το δίκτυο απολογήθηκε, δηλώνοντας πως η εκπομπή ήταν “συκοφαντική”, και ένας εισαγγελέας του Μάιντς ξεκίνησε ία αγωγή εναντίον του τηλεοπτικού δικτύου. Κάποιοι μπορεί να φοβούνται ότι μια τουρκικού τύπου ερμηνεία των κανόνων για την ελευθερία της έκφρασης, θα επικρατήσει στη Γερμανία στο μέλλον.
Από τουρκικής πλευράς, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για τους πρόσφυγες έχει φέρει μια προφανή εντατικοποίηση των σχέσεων και δίνει αφορμές για θεαματικά πρωτοσέλιδα. Ωστόσο, μπορεί να υπάρξουν προβλήματα από την εφαρμογή των βαθιά αμφιλεγόμενων πρακτικών της επιστροφής των αιτούντων ασύλου, από την Ελλάδα στην Τουρκία, χωρίς η Άγκυρα να έχει μέχρι στιγμής εφαρμόσει την σχετική σύμβαση του ΟΗΕ.
Ο παράγοντας (από την ίδια συμφωνία) που προσφέρει ταξίδια χωρίς βίζα στους Τούρκους πολίτες προς τις χώρες της ΕΕ, μπορεί να βρεθεί “στην πυρά”, και το άνοιγμα περισσότερων κεφαλαίων στην διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, έχει αμφισβητηθεί. Αυτό το βιαστικά συναρμολογούμενο οικοδόμημα έχει αρχίσει να καταρρέει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όχι μόνο επειδή ορισμένες από τις παραχωρήσεις της ΕΕ δεν θα εγκριθούν, αλλά επίσης διότι οι σε μεγάλο βαθμό “καλλωπιστικές” πτυχές της σχέσης αυτής, μπορεί να αποκλίνουν τόσο πολύ από την πραγματικότητα.
Οι Ευρωπαίοι θα ψηφίσουν πολλές φορές το 2016 και το 2017, στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, σε εθνικές κοινοβουλευτικές εκλογές σε επτά κράτη-μέλη και σε ένα δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο για την συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ. Σε κάθε μία από αυτές τις εκλογικές διαδικασίες, η προσφυγική κρίση και η συμφωνία με την Τουρκία μπορεί να διαδραματίσουν ένα ρόλο με το να αυξήσουν τις αποδόσεις των ευρωσκεπτικιστικών κινημάτων. Το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη μπορεί κάλλιστα να στραφεί εναντίον της Τουρκίας και να εμφανιστούν εντάσεις ενός της Ευρώπης, ιδιαίτερα στον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό.
Αντιθέτως, η σημερινή πολιτική τάση στην Τουρκία δεν οδηγεί σε μια αρμονική προσέγγιση με την ΕΕ. Οι ανάγκες μιας αυταρχικής πολιτικής βρίσκονται εναντίον των αξιών που είναι παρόμοιες ή συμβατές με αυτές που κυριαρχούν στα δυτικά πολιτικά συστήματα. Υπάρχει τώρα μια βαθιά ασυμβατότητα μεταξύ των εγχώριων πολιτικών συμφερόντων και τάσεων της ηγεσίας της Τουρκίας, από τη μια πλευρά, και της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ και τον αρχών της ΕΕ από την άλλη.
Όλα αυτά σημαίνουν ένα διαζύγιο μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης; Πιθανότατα όχι. Απλώς μια δυστυχισμένη, απογοητευτική σχέση, καθώς και οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να χρειάζονται η μία την άλλη. Να αναμένονται δύσκολοι καιροί εν όψει στις σχέσης της Τουρκίας με τους δυτικούς εταίρους της.

Πηγή