Του Απόστολου Χονδρόπουλου

 

Αξιοπιστία. Λέξη- “κλειδί” στις σχέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης με τους θεσμούς. Με την τρόικα παλαιότερα, με το κουαρτέτο σήμερα. Μία από τις τέσσερις λέξεις που αναφέρονται και στην επιστολή του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου προς τους ομολόγους του εν όψει του Eurogroup της Δευτέρας.

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ίσως πρόκειται τελικά και για την σημαντικότερη αιτία που οι διαπραγματεύσεις περιπλέκονται διαρκώς και η αξιολόγηση δεν κλείνει, παρά την αποδοχή από την κυβέρνηση επώδυνων μέτρων ύψους 5,4 δις ευρώ και παρά τις, οδυνηρές για πολλούς επαγγελματικούς κλάδους, αλλαγές που ψηφίζονται στο Ασφαλιστικό.

Τα 3,6 δις “προληπτικών” μέτρων που αξιώνει το ΔΝΤ και αποτελούν την βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την επίτευξη συμφωνίας, συνιστούν το “τίμημα της προσωπικής αναξιοπιστίας του κ. Τσίπρα”, δήλωνε πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Για τη ΝΔ ουδείς εμπιστεύεται πλέον την παρούσα κυβέρνηση, ούτε το εάν μπορεί, ούτε το εάν θέλει να εφαρμόσει το πρόγραμμα στο οποίο συμφώνησε και γι’ αυτό της ζητούν να δεσμευθεί από τώρα σε προληπτικά μέτρα.

Είναι η αξιοπιστία λοιπόν το “κλειδί”. Μπορεί να το επιβεβαιώσει κανείς φέρνοντας στο νου και τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά να περιγράφει, ως πιο δύσκολες στιγμές για τον ίδιο, εκείνες αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, το καλοκαίρι του 2012, όταν αντίκριζε στα μάτια των ξένων συνομιλητών του την καχυποψία για την μεταρρυθμιστική διάθεση του ίδιου, της κυβέρνησης, του πολιτικού συστήματος, της ίδιας της χώρας. Ως αποτέλεσμα μίας αξιοπιστίας που είχε κλονιστεί στα χρόνια του 1ου Μνημονίου. Και χρειάστηκε αρκετό καιρό η προηγούμενη κυβέρνηση για να την ξανακερδίσει. Βήμα- βήμα, μεταρρύθμιση- μεταρρύθμιση και να ενισχύει έτσι την διαπραγματευτική της θέση, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της τότε τρόικας. Μέχρι που μπροστά στους πολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονταν στη χώρα μας η τελευταία έκανε άλλου είδους επιλογές από το φθινόπωρο του 2014.

Ο αρχηγός της ΝΔ ζητά σήμερα εκλογές, δηλώνοντας έτοιμος να αναλάβει το κόμμα του και ευθύνες που δεν του αναλογούν. Αλλά είναι βέβαιο πως εάν γίνουν και τις κερδίσει, όπως ακράδαντα πιστεύει, θα βρεθεί και εκείνος σε θέση να πρέπει να διαχειριστεί μία κρίση αξιοπιστίας που έχει δημιουργηθεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Γι΄αυτό και η προσπάθειά του να πείσει για την αναγκαιότητα αλλαγών στο μείγμα της συμφωνηθείσας πολιτικής ανάμεσα στην σημερινή κυβέρνηση και στους θεσμούς δεν θα είναι εύκολη. Ούτε η γενικότερη προσπάθεια αναστροφής της πορείας της χώρας.

Η αλήθεια είναι όμως ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει, κατά πάσα πιθανότητα, τρία πλεονεκτήματα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο ανάληψης της ηγεσίας της χώρας από τον Αντώνη Σαμαρά.

Πρώτον, μία αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι που όσο και αν διατηρεί το όνομα, θα είναι αδύνατον να έχει και την χάρη του επελαύνοντα αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012-2014. Και αν επιχειρηθεί από εκείνον να αναβιώσει σκληρή αντιμνημονιακή ρητορική και θεωρίες περί “άλλου δρόμου”, πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα εκληφθούν από την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ως κάτι διαφορετικό από φάρσα.

Δεύτερον, θα απευθυνθεί σε υποψιασμένους πολίτες, χορτασμένους από εύκολες υποσχέσεις που διαψεύσθηκαν και ως εκ τούτου πιο έτοιμους από κάθε άλλη φορά να ακούσουν αλήθειες. Υπάρχει πλέον μία ισχυρή βάση πραγματισμού στους κόλπους της κοινωνίας που επιτρέπει να έχουν οι αλήθειες πολύ μικρότερο πολιτικό κόστος από τα ψέματα και τις εύκολες υποσχέσεις. Αρκεί βέβαια οι αλήθειες να συνδυάζονται και από αποτελεσματικότητα στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής.

Και τρίτον, Ευρωπαίους εταίρους που εικάζει κανείς ότι θα έχουν διδαχθεί και εκείνοι από τα λάθη τους. Στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν από ένα σημείο και μετά την κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου, αρνούμενοι να δώσουν τις μικρές ανάσες που ζητούσε ο πρώην Πρωθυπουργός μετά την υπερπροσπάθεια που είχε οδηγήσει και σε επίτευξη στόχων νωρίτερα από τα συμφωνηθέντα. Διαπιστώσεις όπως του Ρέκλινγκ για το πισωγύρισμα μετά τις εκλογές του 2015, του Β. Ντομπρόφσκις πως το 2014 η Ελλάδα ήταν πολύ κοντά στο να ολοκληρώσει το πρόγραμμά της και πολλών ακόμη Ευρωπαίων αξιωματούχων που επισημαίνουν σήμερα τη διαφορά, έχουν νόημα από τη στιγμή που δεν συνιστούν απλές διαπιστώσεις. Αλλά εμπεριέχουν και το στοιχείο της αυτοκριτικής για τη δική τους στάση απέναντι στην προηγούμενη κυβέρνηση.

Είναι τρεις ποιοτικές διαφορές που θεωρητικά μπορούν να ενισχύσουν την γενικότερη προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μαζί ίσως και με το γεγονός ότι ο σημερινός Πρόεδρος της ΝΔ έχει διαμορφώσει μεταρρυθμιστικό προφίλ κατά τη θητεία του στο Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, το οποίο επισημαίνεται και από διεθνή μέσα ενημέρωσης. Όχι μόνο πρόσφατα, στο Politico Europe που τον συμπεριέλαβε μεταξύ των τριών νέων πολιτικών που θα έχουν σημαντική επιρροή στις εξελίξεις στις χώρες τους και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και από την περίοδο που παρουσιαζόταν από διεθνή μέσα ως ο πλέον μεταρρυθμιστής υποψήφιος για την ηγεσία της ΝΔ.

Αυτός είναι ο λόγος που οι συνεργάτες του εμφανίζονται αισιόδοξοι ότι θα κερδίσει το στοίχημα της αξιοπιστίας.”Όλοι παρακολουθούν την πορεία ενός πολιτικού, άρα έχουν δείγματα γραφής του Κυριάκου Μητσοτάκη”, λένε χαρακτηριστικά, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι μπορεί, με συγκεκριμένες κινήσεις στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, να αποκαταστήσει σύντομα τη σχέση εμπιστοσύνης με τους θεσμούς. Και να αρχίσει να διεκδικεί και αλλαγές στο μείγμα πολιτικής, με πειστικά ισοδύναμα στην κατεύθυνση μείωσης των δαπανών για να καταστεί δυνατή η υπεσχημένη μείωση των φόρων.

Πηγή