Γιατι τα media απέτυχαν να επηρεάσουν τους ψηφοφόρους;
Ποιον οδηγούν τελικά οι «opinion leaders»;
Γράφει ο Αχιλλέας Σαμαράς

Είναι πια επίσημο: ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι ο 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Πριν λίγα μόλις εικοσιτετράωρα επικράτησε της Hillary Clinton στις αμερικανικές εκλογές έπειτα από την – ίσως πιο μακρά στην ιστορία – προεκλογική περίοδο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, και από τις 20 Ιανουαρίου του 2017 θα έχει και τυπικά τις τύχες των ΗΠΑ, αλλά και του πλανήτη εν μέρει, στα μικροκαμωμένα(;) χέρια του (pun intended).

Η εκλογή του έρχεται σε συνέχεια της επίσης «απρόσμενης» επικράτησης του Brexit στο Βρετανικό δημοψήφισμα του καλοκαιριού, αλλά – ας μην ξεχνιόμαστε οι Έλληνες – και της εξ ίσου «απρόσμενης» (ειδικά σε σχέση με το εύρος της) επικράτησης του Όχι στο δικό μας δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015.

Η λέξη «απρόσμενη» εντός εισαγωγικών (ή πατροπαράδοτων quotes όπως μου επιτρέπει ο online επεξεργαστής κειμένου) έχει τη δική της σημειολογία. Και αναφέρεται στο κοινό χαρακτηριστικό που είχαν οι προαναφερθείσες αναμετρήσεις όσον αφορά την προβολή τους από τα social media.

Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, λοιπόν, είναι αξιοσημείωτο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αποκαλούμενων «opinion leaders» των social media ήταν εναντίον των επιλογών που επικράτησαν. Με αποκορύφωμα, βεβαίως, τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, στις οποίες οι επιδραστικότεροι (σύμφωνα με τα metrics) χρήστες σε Facebook, Twitter, Instagram και YouTube ήταν μαζικά και επί μακρόν εναντίον της επιλογής που τελικά επικράτησε, ενώ και πολλά από τα παραδοσιακά μέσα (σ.σ. τηλεοπτικά δίκτυα και εφημερίδες) είχαν μήνες πριν ταχθεί ανοιχτά εναντίον της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ.

Οι ομοιότητες στη σειρά των γεγονότων αυτών (Όχι – Brexit – Τραμπ) και οι μετεκλογικές αντιδράσεις στα αποτελέσματα, δημιουργούν εύλογα απορίες για το πως είναι δυνατόν να συνέβησαν όλα αυτά ενώ φαινομενικά το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στα social media ήταν τόσο έντονα εναντίον των επιλογών που επικράτησαν.

Γιατί, λοιπόν, σε τρεις τόσο κρίσιμες αναμετρήσεις οι «opinion leaders» απέτυχαν να καθοδηγήσουν την κοινή γνώμη και, σε τελική ανάλυση, να εκφράσουν ως δείγμα περισσότερο αντιπροσωπευτικά το κλίμα που είχε διαμορφωθεί;
Αρχικά, και εφόσον στα προηγούμενα γίνεται αναφορά στα social media, θα ήταν χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας ότι στη σημερινή εποχή οι εν λόγω πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης διαδραματίζουν βασικό ρόλο σε αυτό που ονομάζουμε συνολικά «ενημέρωση», είτε μέσω της παραγωγής πρωτογενούς περιεχομένου, είτε μέσω της διακίνησης/αναδημοσίευσης πληροφορίας (άρθρων, videos, κλπ). Η επιρροή τους δε, εκτείνεται και πέρα από τους ενεργούς τους χρήστες, καθώς σχεδόν όλες οι πηγές ηλεκτρονικής πληροφόρησης αξιολογούνται πλέον με βάση τα metrics, δημοφιλέστερα των οποίων είναι αυτά που συνδέονται με τα social media (θυμηθείτε λόγου χάρη την τελευταία φορά που διαβάσατε ένα άρθρο στο διαδίκτυο το οποίο δε συνοδευόταν από τα χαρακτηριστικά εικονίδια like/share/retweet κλπ). Όταν λοιπόν αυτές οι πηγές επιδιώκουν (ή αναγκάζονται) να προσελκύσουν διαφημιστικά έσοδα μέσω βελτίωσης της – κατά metrics – δημοφιλίας τους, είναι αναμενόμενο να προσαρμόζουν ανάλογα και το περιεχόμενό τους, το οποίο προφανώς καταναλώνουν και οι μη χρήστες των social media.

Και επανερχόμαστε στην απάντηση του ερωτήματος που τέθηκε πριν. Για να εξηγηθούν λοιπόν τα όσα συνέβησαν, θα πρέπει: είτε οι εν λόγω «opinion leaders» να ζουν σε μία παράλληλη πραγματικότητα η οποία τους αποτρέπει να αντιληφθούν τι συμβαίνει γύρω τους, είτε να μην είναι τόσο επιδραστικοί όσο θέλουν να παρουσιάζονται (ή θέλουν να μας τους παρουσιάζουν). Να είναι ανεπαρκείς, δηλαδή, είτε ποιοτικά είτε ποσοτικά όσον αφορά την επιδραστικότητα των απόψεων που εκφράζουν.

Κατά την άποψή μου ισχύουν και τα δύο.

Από τη μία πλευρά, η ποιοτική σύγκριση των ανθρώπων που θεωρούνται επιδραστικοί σήμερα είναι τουλάχιστον απογοητευτική σε σχέση με το παρελθόν. Το διαδίκτυο μέσα από το (θετικότατο) γεγονός ότι μας παρέχει πρόσβαση σε έναν ωκεανό πληροφορίας έφερε μαζί του – ακριβώς λόγω αυτού – αμέτρητες χαμηλής ποιότητας απόψεις στη διάθεσή μας αλλά και τη δική μας δυσκολία να τις αξιολογήσουμε σωστά. Οι περισσότεροι από τους «opinion leaders» των social media δεν είναι κάτι άλλο παρά κατασκευάσματα του ίδιου του συστήματος χωρίς αναφορές ή υπόσταση εκτός αυτού, ή/και υποπροϊόντα της δικτατορίας των like (βλ. και εδώ) που δεν αντέχουν σε καμία σοβαρή σύγκριση με τους αντίστοιχους επιδραστικούς ανθρώπους του παρελθόντος.

Μια εξήγηση για την αποτυχία τους να επηρεάσουν περισσότερο κόσμο ίσως θα ήταν αυτή να οφείλεται στη – συνειδητή ή υποσυνείδητη – χαμηλή αξιολόγηση της πολιτικής τους άποψης ακόμα και από τους ακολούθους τους στα social media, οι οποίοι τους «τιμωρούν» απλά αγνοώντας τους όταν υπερβαίνουν τα όρια αυτού για το οποίο είναι κατά βάση γνωστοί. Για παράδειγμα, πως αξιολογείται άραγε η πολιτική θέση ενός δημοφιλούς αθλητή, ηθοποιού ή τραγουδιστή από το κοινό του;

Από την άλλη πλευρά, τα μερικές χιλιάδες (για την Ελλάδα), εκατοντάδες χιλιάδες (για την Ευρώπη) ή εκατομμύρια (για ολόκληρο τον πλανήτη) likes, κοινοποιήσεις ή αναπαραγωγές κάποιων απόψεων, τι ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που σκέφτεται, διαμορφώνει άποψη και τελικά ψηφίζει αντιπροσωπεύουν; Και επιπλέον, τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν οι προαναφερθείσες «θετικές αντιδράσεις» με βάση το συνολικό αριθμό χρηστών των social media; Η απάντηση και στις δύο περιπτώσεις είναι: μικρό. Για παράδειγμα, τι επιδραστικότητα έχει μία πολιτική άποψη η οποία συγκεντρώνει 1.000 ή και 10.000 «θετικές αντιδράσεις» στην Ελλάδα όταν οι ακόλουθοι αυτού που τη διατυπώνει είναι τουλάχιστον δεκαπλάσιοι και οι ενεργοί χρήστες των social media είναι τουλάχιστον εκατονταπλάσιοι;

Σε τελική ανάλυση, και επιμένοντας λίγο περισσότερο στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του «προϊόντος» που μας παρέχουν στη σημερινή εποχή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά τη διαμόρφωση πολιτικής άποψης, θα έλεγα το εξής:

Όσο και να θέλουν κάποιοι να πιστεύουν ότι η πολιτικοποιημένη παρουσία τους στα social media (και η απήχησή τους εκεί) τους κάνει κάτι περισσότερο από ό,τι είναι, θα έρχεται πάντα η πραγματικότητα για να τους αποδεικνύει (έως ότου το καταλάβουν) ότι οι απόψεις τους μοιράζονται τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά δημοφιλίας με μία selfie της Kim Kardashian, ένα βίντεο με κουταβάκια, μία φωτογραφία από το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη κι ένα ζευγάρι μπότες δώρο στην εκπομπή της Ελένης Μενεγάκη.

Απλό. Δεν είναι;

Πηγή