Του Δημήτρη Τσαϊλά 

Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου από τον Θουκυδίδη είναι ένα αφήγημα στρατηγικής που όλοι όσοι προσπαθούν να κατανοήσουν την φιλοσοφία του πολέμου πρέπει να το μελετήσουν.

Με τη μελέτη του Πελοποννησιακού Πολέμου συνειδητοποιούμε ότι οι πολυπλοκότητες της σύγχρονης ζωής δεν έχουν διαφοροποιηθεί από τις αντίστοιχες των προηγούμενων γενεών άσχετα με τα προβλήματα και την τεχνολογική εξέλιξη του σήμερα. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει, ο Θουκυδίδης, μας παρέχει μια αξιόπιστη βάση από την οποία θα ανακαλύψουμε τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των πολύπλοκων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι στρατηγικοί σχεδιαστές, επιτρέποντάς μας να κατανοήσουμε καλύτερα την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και την παρατεταμένη απειλή του πολέμου.

Ο Θουκυδίδης καταγράφει τον αντίκτυπο του πολέμου στον χαρακτήρα των εμπλεκόμενων κρατών. Χρησιμοποιεί την μεταμόρφωση της Αθήνας ως προειδοποιητική ιστορία για το τι επιφέρει ο πόλεμος σε ένα κράτος που είναι απροετοίμαστο για την επιβολή επιρροής στους εταίρους, συμμάχους και αντιπάλους ως μια αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη, για το κόστος της εφαρμογής άπληστης ισχύος ή στην επιδίωξη ενός άδικου πολιτικού σκοπού. Η ανάλυσή του βασίζεται στην κατανόηση, ότι η φύση του πολέμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει τη στρατηγική και στρατιωτική κουλτούρα που εκδηλώνεται στον χαρακτήρα του πολέμου και στους πολιτικούς στόχους για τους οποίους αγωνιζόμαστε. Μέσω μιας αφηγηματικής προσέγγισης, το έργο του χρησιμεύει, ακόμη και ως προειδοποίηση για την ηθική παρακμή της κοινωνίας κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου πολέμου.

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος που έπληξε όλη την Αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε με σχετικά μικρές συγκρούσεις που αφορούσαν την Κέρκυρα και την Ποτίδαια, με αποτέλεσμα να κλιμακωθούν οι εντάσεις μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης στο οριακό σημείο του γενικευμένου πολέμου. Επειδή η τεχνολογία έχει καταρρίψει τις αποστάσεις, πιστεύω ότι η Ευρασία μπορεί να συγκριθεί με ένα συνεκτικό σύστημα σύγκρουσης όπως ήταν οι πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Μάλιστα διακρίνουμε ότι στη βασική θεώρηση του κόσμου μας, η κατάσταση είναι η ίδια όσον αφορά τη παρακμή σε πάρα πολλά σημεία. Προς το συμφέρον της ανθρωπότητας, ώστε να αποφευχθεί μια νέα τραγωδία, οι ηγέτες που χαράσσουν πολιτική πρέπει να ανησυχήσουν για το πώς να μην προκαλέσουν περισσότερη αναρχία από ότι ο κόσμος ήδη έχει.

Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, οδηγηθήκαμε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναυσμα το «Ανατολικό Ζήτημα», δηλαδή τη στρατηγική για την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, που κυριάρχησε στην Ευρωπαϊκή γεωπολιτική σκηνή. Το Ανατολικό Ζήτημα φαίνεται να έχει πλέον αντικατασταθεί από το Ευρασιατικό ζήτημα, δηλαδή τι πρέπει να γίνει για την αποδυνάμωση των κρατών από τους ισχυρούς γεωπολιτικούς παίκτες, όπως λόγου χάρη, παλαιότερα κινείτο η αυτοκρατορική κληρονομιά στο προσκήνιο.

Καθώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε σήμερα γιατί η Τουρκία κάνει αυτά που κάνει, ποία κίνητρα την ωθούν και πιέζει, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η βάση της ανθρώπινης φύσης δεν έχει αλλάξει για χιλιάδες χρόνια.

Ο Θουκυδίδης προειδοποιεί για την ύπαρξη του σημείου ανατροπής όπου μια ακμάζουσα δύναμη γίνεται υπερβολικά ισχυρή για να περιορισθεί. Σε αυτό το σημείο, η σύγκρουση μεταξύ σχεδόν ίσων, μπορεί να παρουσιαστεί ως αναπόφευκτη. Επίσης, μπορεί να υπάρξει σύγκρουση όταν οι ανίσχυροι σύμμαχοι για τη δική τους προστασία επιδιώκουν τη δράση από τον κυρίαρχο και ισχυρό εταίρο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πολιτικός σκοπός του πολέμου μπορεί να επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το φόβο του κόστους της έκβασης του πολέμου όσο και από τον φόβο του ίδιου του πολέμου. Αυτή η περιγραφή είναι συνάμα μια συμβουλή σε ένα ευρύ φάσμα σχέσεων κρατών. Όπως τα έθνη αυξάνονται, απειλούν άλλα έθνη που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αναλάβουν την απειλή πολύ σοβαρά. Συχνά, αυτή η απειλητική συμπεριφορά είναι ακούσια. Οι μελετητές των διεθνών σχέσεων έχουν ονομάσει αυτή την ιδέα, «δίλημμα ασφαλείας» και διαπιστώνουμε ότι συμβαίνει ξανά και ξανά, τόσο σε στρατηγικά θέματα όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο συγκρούσεων. Ένα δίλημμα ασφαλείας για την εθνική μας πολιτική είναι και ο ζωτικός χώρος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου που το γειτονικό κράτος της Τουρκίας προσπαθεί εναγωνίως να υφαρπάξει.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, δεν αφορά την εποχή που γράφτηκε αλλά και το σύγχρονο κόσμο. Η σύγκρουση συνεχίζει να υφίσταται στο παρόν και τα υποτιθέμενα της διδάγματα, είναι τόσο παρόμοια, που συναντώνται στους περισσότερους από τους πολέμους του περασμένου αιώνα, αλλά και της σύγχρονης εποχής.

Γιατί ο αρχαίος αυτός πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης εξακολουθεί να χρησιμοποιείται τόσο συχνά, ιδιαίτερα όταν η αντιπαλότητα υφίσταται ανάμεσα σε ένα δίπολο, όπου παίζεται το σενάριο του μηδενικού αθροίσματος; Διότι πέραν όλων των άλλων, κυρίως οι δυο αντίπαλοι ήταν αντιθετικοί σχεδόν σε όλες τις απόψεις και έτσι η διπολική πάλη ανακηρύσσεται τελικός διαιτητής των αντίστοιχων αξιών τους, πολιτικών και πολιτιστικών αξιών.

Σε στιγμές μεγάλης αναταραχής, πολλοί θα αναρωτηθούμε. Τι θα ακολουθήσει; Τι πρέπει να αναζητήσουμε; Τι έχουν κάνει οι άλλοι;

Η απάντηση είναι ότι για να προβλέψουμε το μέλλον, πρέπει να αντιληφθούμε το παρελθόν.

Οι περισσότεροι πόλεμοι, βέβαια, δεν τελειώνουν όπως ξεκινούν. Πριν από την επίθεση στο Σαγγάριο, για παράδειγμα, η στρατιωτική ηγεσία των Ελλήνων σκέφτηκε ότι μια μεγάλη μάχη θα κέρδιζε τον πόλεμο. Μετά τη μάχη των μαχών, συνειδητοποιήσαμε ότι χάθηκαν δεκάδες χρόνων αγώνων, χιλιάδες ζωές και εκατομμύρια σε κεφάλαιο που χρειάστηκαν για να καταστρέψουν και την κοιτίδα του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Έτσι και οι Σπαρτιάτες προχώρησαν στην Αττική την άνοιξη του 431 π.Χ. με το σκεπτικό ότι σε ένα χρόνο οι καταστροφές των πεδίων θα τους έφερναν τη νίκη. Όμως επτά χρόνια αργότερα καμία από τις πλευρές δεν προσέγγισε τη νίκη και χρειάστηκαν ακόμη είκοσι χρόνια πολέμου.

Ο ίδιος ο Πελοποννησιακός πόλεμος, επίσης αποδείχθηκε ένα κολοσσιαίο παράδοξο. Η Σπάρτη διατηρούσε ένα ισχυρό στρατό ξηράς στον τότε γνωστό κόσμο. Ωστόσο, ήταν το νεοσύστατο ναυτικό της Σπάρτης που τελικά κέρδισε τις μεγάλες μάχες και έκρινε την έκβαση του πολέμου.

Το αναφέρω αυτό διότι η Θαλάσσια ισχύς, ήταν, είναι και θα είναι, άμεσα συνδεδεμένη με την τύχη του Ελληνισμού, ως πηγή πόρων, ως μέσο μεταφοράς, εθνικής επικράτησης και στρατηγικής κυριαρχίας σε οποιασδήποτε φάση της εγχώριας ανάπτυξης, διότι η πατρίδα μας είναι ναυτικό κράτος. Η Πατρίδα μας, παρά τις τόσες εσωτερικές αδυναμίες και τις συνεχείς υπονομεύσεις της τρόικας ή του κουαρτέτου, κατορθώνει εν τούτοις να διατηρεί στις θαλάσσιες δυνάμεις μια ισορροπία δυνάμεων τουλάχιστο στο Αιγαίο. Αυτή η ισορροπία όμως διαταράσσεται υπέρ του αντιπάλου μας, και το βλέπουμε καθημερινά. Οι παραβιάσεις έχουν ενταθεί ποιοτικά και ποσοτικά, για αυτό υπάρχει ανησυχία για ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος. Πιστεύω σήμερα ειδικά, ο αεροναυτικός παράγων, κατ’ αύξουσα συνεχώς κλίμακα, είναι εκ των αποφασιστικότερων προϋποθέσεων για την τύχη του Έθνους.

Η διατήρηση αυτής της θέσης είναι μια ατέρμονη διαδικασία καθήκοντος που γίνεται πιο δύσκολη σε κάθε κρίσιμη κατάσταση. Το Πολεμικό Ναυτικό έχει ζωτικό ρόλο στην προστασία της εθνικής μας ακεραιότητας και ελευθερίας. Μπορούμε να διατηρήσουμε αυτή την ελευθερία μόνο μέσα από ένα Ναυτικό που έχει τους ικανούς πόρους και την απόλυτη αφοσίωση προς τον σκοπό αυτό.

Ο έλεγχος των ελληνικών θαλασσών σημαίνει ασφάλεια και ειρήνη. Επίσης μπορεί να σημαίνει και νίκη. Η Ελλάδα έχει καθήκον να ελέγχει το ζωτικό χώρο του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αν θέλουμε να προστατεύσουμε την εθνική μας ασφάλεια και να διατηρήσουμε την επιβίωσή μας.

Εν ολίγοις, για να μη βρεθούμε σε δυσάρεστες εκπλήξεις τα σύγχρονη έθνη, καταρτίζουν αποτρεπτικά και αμυντικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για να βοηθήσουν τις άμυνες τους. Η ανικανότητα ενός έθνους θα έχει ως αποτέλεσμα να υποστεί εισβολή καθώς ο κίνδυνος παρερμηνείας της εικόνας και κλιμάκωσης απειλής, δίδει τη δυνατότητα στον εχθρό να γίνει πιο απειλητικός. Καθώς όλο και περισσότερο η Τουρκία βλέπει να δέχεται πλήγματα στις στρατηγικές της επιλογές του μεγαλοϊδεατισμού, το πρόβλημα στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου σίγουρα θα επιδεινωθεί.

* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ.
Liberal