Επίκαιρα  Ανεπίκαιρα  

 

Του Χρύσανθου Λαζαρίδη

            Στρατηγική είναι η συστηματική ανθρώπινη δραστηριότητα που κατατείνει στην επίτευξη ενός σαφούς στόχου, με συγκεκριμένα εργαλεία, που τα χρησιμοποιεί ορθολογικά, σε βάθος χρόνου – όχι στιγμιαία – με συντονισμό ενεργειών σε πολλαπλά πεδία αντιπαράθεσης και σύγκλιση ανεξαρτήτων προσπαθειών σε τελικό στόχο, μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν ελέγχεται πλήρως (υπάρχουν κι άλλοι παίκτες η συμπεριφορά καθενός των οποίων επηρεάζει και το τελικό αποτέλεσμα και τη βέλτιστη συμπεριφορά όλων των άλλων).

 

Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω, στοιχεία δεν μπορούμε να μιλάμε για στρατηγική:

Όταν έχω ένα «στιγμιαίο στόχο», για παράδειγμα όταν θέλω να κόψω ένα μήλο από το δένδρο, χρειάζεται να σηκώσω το χέρι μου να το φτάσω, ή να βρώ κάπου να πατήσω, αλλά δεν χρειάζομαι «στρατηγική» (η οποία εμπεριέχει τη διάσταση του χρόνου).

Όταν υπάρχει η διάσταση του χρόνου (ο στόχος δεν είναι «στιγμιαίος»), αλλά δεν υπάρχουν διαδοχικές ενέργειες που πρέπει να γίνουν ενδιαμέσως και να συγκλίνουν τελικώς, τότε πάλι δεν μπορούμε να μιλάμε για «στρατηγική». Για παράδειγμα, όταν φυτεύω ένα λουλούδι σε μια γλάστρα, το μόνο που χρειάζεται είναι να το ποτίζω τακτικά. Δεν χρειάζομαι «στρατηγική» για να επιτύχω τον τελικό στόχο μου (να καμαρώσω το λουλούδι ανθισμένο). Χρειάζομαι μόνο υπομονή

Τέλος, όταν έχω μη στιγμιαίο στόχο (υπάρχει η διάσταση του χρόνου) και διαδοχικές ανεξάρτητες ενέργειες που πρέπει στο μεταξύ να συντονιστούν και να συγκλίνουν, αλλά ελέγχω πλήρως το έργο και την εξέλιξή του (δεν υπάρχουν άλλοι «παίκτες» να επηρεάζουν τη συμπεριφορά μου και το τελικό αποτέλεσμα), τότε πάλι δεν μπορούμε να μιλάμε για «στρατηγική». Για παράδειγμα, όταν έχουμε ένα «κλειστό» εργοτάξιο (δεν επηρεάζεται από καιρικές συνθήκες) και ο εργολάβος έχει από πρίν εξασφαλίσει πλήρως, τα συνεργεία, τα υλικά, τα μηχανήματα και τη χρηματοδότηση, τότε δεν χρειάζεται «στρατηγικη», χρειάζεται απλό «προγραμματισμό».

Η έννοια της στρατηγικής, απαιτεί, ασφαλώς, και υπομονή και προγραμματισμό, αλλά είναι κάτι παραπάνω απ' όλα αυτά…

Για να επανέλθουμε, λοιπόν, σε ένα πιο αυστηρό ορισμό, πρόβλημα στρατηγικής έχουμε, σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα όταν ισχύουν οκτώ προϋπόθέσεις:

1. υποκείμενο (με ανεξάρτητη βούληση και επιδιώξεις)

2. συγκεκριμένος στόχος,

3. συγκεκριμένα εργαλεία,

4. ορθολογικότητα

5. διάσταση του χρόνου,

6. πολλαπλά πεδία αντιπαράθεσης – άρα και ανάγκη συντονισμού-σύγκλισης ανεξάρτητων ενεργειών,

7. διάσταση «παιγνίου» (ανάδραση ενεργειών μεταξύ πολλών παικτών), και

8 διάσταση αβεβαιότητας. 

Ας κάνουμε, τώρα ένα βήμα πιο πέρα: Ας προσδιορίσουμε την έννοια της στρατηγικής, κατ' αντιπαράθεσιν με μια συγγενή έννοια: αυτή της τακτικής:

* Στα ζητήματα τακτικής υπάρχουν συνήθως οι προϋποθέσεις, του υποκειμένου, του στόχου, των εργαλείων, της διάστασης παιγνίων και της αβεβαιότητας, αλλά δεν υπάρχει η διάσταση του χρόνου και των πολλαπλών πεδίων αντιπαράθεσης

Τα ζητήματα τακτικής, δηλαδή, αφορούν στο ερώτημα πως μπορεί να κερδιθεί μια «μάχη» –  με δεδομένες δυνάμεις, να νικηθεί δεδομένος αντίπαλος, δεδομένη στιγμή σε δεδομένο πεδίο.

Για να το πούμε κάπως διαφορετικά, στα ζητήματα τακτικής το ερώτημα είναι πώς μπορεί να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με τις δεδομένες δυνάμεις, στο δεδομένο σημείο, τη δεδομένη στιγμή, έναντι του δεδομένου αντιπάλου. Στα ζητήματα τακτικης τα «δεδομένα» είναι πολύ περισσότερα από τα «ζητούμενα».

* Τα ζητήματα στρατηγικής, αντίθετα, αφορούν το πώς μπορεί να κερδιθεί ένας «πόλεμος» μέσα από μια σειρά από αλλεπάλληλες ή παράλληλες «μάχες». Εδώ ούτε οι δικές μας δυνάμεις είναι δεδομένες, ούτε οι δυνάμεις του αντιπάλου – μπορούν να προκύψουν στο μεταξύ συμμαχίες (ή να σπάσουν συμμαχίες) που θα βελτιώσουν (ή θα χειροτερέψουν) τη θέση κάθε πλευράς. Ούτε η στιγμή της σύγκρουσης είναι δεδομένη, ούτε το σημείο της σύγκρουσης. Ενώ μια σειρά από διαφορετικές διαδοχικές συγκρούσεις, μπορούν να έχουν τα πιο διαφορετικά αποτελέσματα. Στη στρατηγική, λοιπόν, τα (εκ των προτέρων) «δεδομένα» είναι ελάχιστα.

Έτσι, για να διατυπωθεί συγκεκριμένο πρόβλημα στρατηγικής πρέπει να γίνουν κάποιες υποθέσεις εργασίας: για το μοντέλο του «παιγνίου» που αντιμετωπίζουμε (που θα αντιδράσουν οι αντίπαλοι στις ενέργειές μας), για το πώς θα επηρεάσει την αντιπαράθεση το «εξωτερικό περιβάλλον», δηλαδή όλες εκείνες οι μεταβλητές που μας επηρεάζουν, αλλά δεν επηρεράζονται από μας κλπ.

Οι τρείς φάσεις της στρατηγικής συγκρότησης

Όλες αυτές οι υποθέσεις εργασίες μετατρέπουν το «όραμα» που έχει κάποιος, σε «στρατηγική», που τη συμμερίζονται και την εφαρμόζουν πολλοί.

Έτσι λοιπόν η στρατηγική έχει τρείς φάσεις συγκρότησης:

* Πρώτη φάση: η διατύπωση του (στρατηγικού) προβλήματος – ή άρθρωση στρατηγικής: Ορίζουμε το στόχο, τα εργαλεία και τις υποθέσεις εργασίας (το ορθολογικό μοντέλο) που θα χρησιμοποιήσουμε. Οι υποθέσεις εργασίας συνδέουν τα δεδομένα με το στόχο και τις προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν, στο μεταξύ, για να γίνει ένας στόχος, που θεωρείται δύσκολος ή «άπιαστος» σήμερα, εφικτός αύριο. Η «μαγεία» της στρατηγικής είναι ότι δεν θεωρεί τις «προϋποθέσεις εφικτότητας» δεδομένες εκ των προτέρων, αλλά τις δημιουργεί στην πορεία

* Δεύτερον, η χάραξη της στρατηγικής: ο εντοπισμός όλων εκείνων των «ενδιάμεσων βημάτων», που μας επιτρέπουν να επιτύχουμε το στόχο μας με το μικρότερο κόστος και το μικρότερο ρίσκο. Αυτή είναι η βέλτιστη στρατηγική που επιλέγουμε.

Επειδή, όμως, μπορεί να μην επαληθευθούν όλες οι υποθέσεις εργασίας που κάναμε εκ των προτέρων ή μπορεί να μην επιτύχουμε όλα τα (βέλτιστα) ενδιάμεσα βήματα που σχεδιάσαμε, έχουμε εκ των προτέρουν προκαθορίσει και υποβέλτιστες στρατηγικές: Το λεγόμενο Plan B (όταν εξακολουθούμε να επιδιώκουμε τον ίδιο τελικό στόχο, αλλά αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο κόστος), το Plan C (όταν επιδιώκουμε τον ίδιο στόχο, αλλά με μεγαλύτερο ρίσκο), το Plan X (όταν αλλάζουμε τον τελικό στόχο, σε κάτι λιγότερο φιλόδοξο), ή τέλος το Plan Z (ή «Σχέδιο Ω»), όταν τα πράγματα πάνε άσχημα και επιδιώκουμε συμβιβασμό, ενώ έχουμε ακόμα κάποιο έλεγχο στις εξελίξεις, πριν χάσουμε κάθε έλεγχο και εξαναγκαστούμε σε πλήρη συνθηκολόγηση).

* Τρίτον εφαρμογή της στρατηγικής: όταν υλοποιούνται όλοι οι ανωτέρω σχεδιασμοί, βήμα-βήμα. Εδώ είναι απαραίτητο να ελέγχουμε, αν ο εκάστοτε ενδιάμεσος στόχος είναι «συμβατός» με τα εργαλεία που έχουμε κάθε στιγμή στη διάθεσή μας και με τις υποθέσεις εργασίας που είχαμε κάνει αρχικά, αλλά και με το τελικό στόχο που επιδιώκουμε. Στο στάδιο της εφαρμογής πρέπει να συνδυάζεται η μέγιστη τακτική αποφασιστικότητα με τη μέγιστη στρατηγική σύνεση

Η τέχνη του…ανέφικτου!

Η στρατηγική δεν είναι «η τέχνη του εφικτού»! Αυτό ισχύει συνήθως για προβλήματα τακτικής. Εκεί όποιος διαθέτει δεδομένες δυνάμεις για να επιτύχει το καλύτερο, δεδομένη στιγμή σε δεδομένο σημείο, οφείλει να έχει απόλυτη αίσθηση εφικτότητας. Αλλιώς το πληρώνει ακριβά…

Στη στρατηγική, όμως, τα πάντα εξαρτώνται από τις υποθέσεις εργασίας, από το πόσο ρεαλιστικές θα αποδειχθούν…

Η τακτική αφορά αξιοποίηση ευκαιριών που ήδη υπάρχουν ή ελαχιστοποίηση απειλών που έχουν ήδη προκύψει. Η στρατηγική, αντίθετα, αφορά τη βέλτιστη αξιοποίηση ευκαιριών που μπορεί να δημιουργήσει κανείς στην πορεία, για να επιτύχει στόχους που εκ των προτέρων μοιάζουν δύσκολοι ή «άπιαστοι».

Με αυτή την έννοια, η στρατηγική δεν είναι τη τέχνη του εφικτού, είναι μάλλον η «τέχνη του ανέφικτου»…

Για την ακρίβεια, η στρατηγική καθιστά καθ' οδόν «εφικτούς», στόχους που εκ των προτέρων μοιάζουν «άπιαστοι».

Ας δούμε κάποια παραδείματα:

— Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκινούσε το 334 π.Χ. με 50-70 χιλιάδες στρατό μόνο, για να καταλύσει τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη – αλλά και τη μεγαλύτερη και πιο σταθερή αυτοκρατορία – που είχε γνωρίσει ως τότε ο κόσμος, ασφαλώς δεν πληρούσε εκ των προτέρων προϋποθέσεις «εφικτότητας» – τουλάχιστον με τη συμβατική έννοια. Κι όμως τα κατάφερε και πήγε και πολύ πιο πέρα…

— Όταν ο βυζαντινός στρατηγός του Ιουστιανού Βελισσάριος, ξεκινούσε το 533 μ.Χ. με μικρό εκστρατευτικό σώμα, ενάντι στα βαρβαρικά βασίλεια που είχαν καταλύσει ολόκληρη τη δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι και και τη Βόρειο Αφρική, δεν είχε ούτε αυτός με το μέρος του συμβατικές «προϋποθέσεις εφικτότητας». Κι όμως μέσα σε έξη χρόνια διέλυσε τα βασίλεια των Αβάρων και των Οστρογότθων, αντιμετωπίζοντας πολλαπλάσιους και εμπειροπόλεμους αντιπάλους.

            — Τέλος, για να έλθουμε στη σύγχρονη εποχή και να ξεφύγουμε από τα καθαρώς στρατιωτικά πεδία, όταν το 1983 ο Μπίλ Γκέϊτς ξεκινούσε την επιχειρηματική του σταδιοδρομία, προσπαθώντας να πουλήσει το λογισμικό του στις μεγάλες βιομηχανίες hardware των ΗΠΑ (στην ΙΒΜ και την Texas Instruments, τότε), ουδείς πίστευε ότι μέσα σε μια δεκαετία περίπου, η εταιρία του Μπίλ Γκέϊτζ θα είχε γιγαντωθεί τόσο, ώστε να μπορεί να εξαγοράσει τους πάντες, ανατρέποντας τα επιχειρηματικά και επικοινωνιακά δεδομένα σε όλο τον κόσμο.

Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Γκέϊτζ δεν είχε καμία συμβατική «προϋπόθεση εφικτότητας» για το σχέδιο του, το οποίο και να τόλεγε δεν θα το πίστευε κανείς. Το πίστεψε όμως, ο ίδιος, το έβαλε μπροστά και τα κατάφερε…

Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η στρατηγική είναι αυθαίρετη επιδίωξη χιμαιρικών στόχων. Το αντίθετο: Από τη στιγμή που διατυπώνονται οι υποθέσεις εργασίας και προδιαγράφονται τα «ενδιάμεσα βήματα» και οι «εναλλακτικές επιλογές» (τα εναλλακτικά σενάρια), η εφαρμογή μιας στρατηγικής απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή επιμονή στην λεπτομέρεια και τον πραγματισμό.

Εκείνο το στοιχείο, λοιπόν, που καθιστά τον, εκ των προτέρων «άπιαστο», στόχο τελικά εφικτό, εκείνο το στοιχείο που «δένει» το στρατηγικό όραμα με τον πραγματισμό είναι οι υποθέσεις εργασίας που αποτελούν και την ουσία μιας στρατηγικής. Και οι οποίες είναι συνήθως αφανείς (tacit assumptions).

— Η προσεκτική διατύπωση αυτού του σώματος υποθέσεων εργασίας αποτελεί την ουσία του στρατηγικού σχεδιασμού

— Η προσεκτική εξέταση του πόσο επιβεβαιώνονται από τα πράγματα και υλοποιούνται από τα ενδιάμεσα βήματα αυτές οι υποθέσεις εργασίας, αποτελεί την ουσία της εφαρμοσμένης στρατηγικής

— Και η αποτίμηση τους εκ των υστέρων, αποτελεί την ουσία της στρατηγικής κριτικής.

           

            Τέχνη ή επιστήμη…

Η στρατηγική ονομάστηκε «η δύναμη του αδυνάτου». Πράγματι, οι παντοδύναμοι σπάνια νιώθουν την ανάγκη να καταφύγουν σε στρατηγικό σχεδιασμό που τους «υπερβαίνει». Συνήθως υποκύπτουν στον πειρασμό να αξιοποιήσουν, απλώς, την συντριπτική υπεροχή τους. Τη στρατηγική την ανάπτυξαν, πάντα, άνθρωποι, ηγέτες ή έθνη που υστερούσαν σε συσχετισμούς, που αντιμετώπιζαν άνισα ισχυρότερους αντιπάλους ή έθεταν στόχους που τους υπερέβαιναν αρχικά…

Η τακτική σου επιτρέπει να κάνεις την καλύτερη χρήση δυνάμεων που ήδη διαθέτεις και ευκαιριών που σήμερα σου παρουσιάζονται, για να νικήσεις σε μιαν αναμέτρηση. Η στρατηγική σου επιτρέπει να αξιοποιήσεις τις μεγιστες δυνατότητες που μπορείς να αποκτήσεις και τις ευκαιρίες που μπορούν να σου παρουσιαστούν, ή που μπορείς να δημιουργήσεις ο ίδιος, στο μέλλον.  

Σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς, η τακτική είναι ακριβής «επιστήμη», ενώ η στρατηγική είναι «τέχνη». Μόνο που σήμερα, πλέον, στο αναλυτικό της σκέλος η στρατηγική είναι πλήρης επιστήμη. Ενώ στο σκέλος εφαρμογής είναι «υψηλή τέχνη». Για την ακρίβεια, στην εφαρμογή της η στρατηγική είναι ταυτόχρονα η «τέχνη» του καλλιτέχνη, δηλαδή μοναδική έμπνευση δημουργίας, η «τέχνη» του τεχνίτη, δηλαδή ακριβής εφαρμογή ενός σύνθετου σχεδίου, και η «τέχνη» του τεχνοκράτη, δηλαδή χρήση σύνθετων μέσων, καθυπόταξη ισχυρών δυνάμεων και έλεγχος μη προφανών αυτοματισμών, προς επίτευξη σύνθετων στόχων.

            Από τον καιρό που επεκτάθηκε σε μη πολεμικά πεδία, η στρατηγική έγινε  περισσότερο «ανθρώπινη»: Δηλαδή αντανακλά την ανθρώπινη φύση: τις άμετρες φιλοδοξίες που δεν υποκύπτουν σε αναγκαιότητες, δεν σταματάνε σε εμπόδια, δεν αναχαιτίζονται από δισταγμούς. Και που καταλήγουν ενίοτε σε θριάμβους πέραν πάσης προσδοκίας, και όχι σπάνια σε αδιανόητες τραγωδίες. Περισσότερο ανθρώπινη δεν σημαίνει, κατ' ανάγκην, και περισσότερο «φιλάνθρωπη»…

Η συνυπαρξη του επικού με το τραγικό, είναι βαθύτερη ουσία της στρατηγικής. Κι όσο επεκτείνεται σε τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, πέραν του πολέμου, τόσο γίνεται πιο επική και πιο τραγική ταυτόχρονα