Ιωάννης Μιχαλέτος, Αναλυτής θεμάτων ασφάλειας στα Βαλκάνια, Ινστιτούτο RIEAS (www.rieas.gr)

 

Οι τωρινές εξελίξεις στο Βαλκανικό χώρο μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν ενδεχομένως και την αναγνώριση εκ μέρους της Αθήνας της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και πρέπει να σημειωθεί εντόνως ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μέγα ολίσθημα των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της Ελλάδος ως αξιόλογης Βαλκανικής δύναμης. Η συνεπής μελέτη της ιστορίας και η ενδελεχής ανάλυση των διεθνών σχέσεων και συστημάτων αποτελεί το μόνο ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης των προκλήσεων που προέρχονται από τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας των Αλβανών του Κοσόβου.

 

 

Άλλωστε σε θέματα που άπτονται μακροπρόθεσμων εθνικών προσανατολισμών και καίριων εθνικών συμφερόντων ο ασφαλέστερος τρόπος προσέγγισης και πραγμάτευσης είναι η υλοποίηση πολιτικών που δεν σχετίζονται με προσωπικές-κομματικές και  κυβερνητικές φιλοδοξίες, αλλά με κριτήρια καθαρά Εθνικά και ιστορικά. Οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί  έρχονται και παρέρχονται αλλά η Ελλάδα παραμένει, ωσαύτως  και τα συμφέροντα της.

Η Ελλάδα και Η Σερβία είναι δύο έθνη που παραδοσιακά εκτιμώνται ως οντότητες με στενούς δεσμούς αναμεταξύ τους, τόσο ιστορικά όσο και στη τωρινή περίοδο. Σύμφωνα με την εν πολλοίς αφελή Δυτική και τεχνοκρατική αντίληψη που επιθυμεί να κατηγοριοποιεί τις διεθνείς σχέσεις σε στέρεα-αμετάβλητα διανοητικά κατασκευάσματα, ο λόγος της Έλληνό-Σερβικής "Συνεννόησης", οφείλετε στη κοινή Ορθόδοξη πίστη. Βεβαίως το γεγονός ότι δύο Ορθόδοξα έθνη όπως οι Έλληνες και οι Βούλγαροι αντιμάχονταν μανιωδώς αλλήλους για περισσότερο από χίλια έτη, μάλλον καταρρίπτει εύκολα τη προηγούμενη διαπίστωση. Επιπλέον οι Έλληνες και οι Σέρβοι παρόλο που έχουν αντιπαρατεθεί μεταξύ τους για την κυριαρχία στη Βαλκανική Χερσόνησο, δεν έχουν εμπλακεί σε πόλεμο , ένα φαινόμενο μοναδικό για μία περιοχή του πλανήτη που φημίζεται για τη συχνότητα και τη δυναμική των τοπικών της συγκρούσεων που συχνά έχουν και παγκόσμιο ενδιαφέρον και αποτελούν το καταλύτη για εξελίξεις στον ευρύτερο Ευρασιατικό χώρο.

Οι σχέσεις των δύο αυτών κρατών πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα της γεωπολιτικής ανάλυσης (Τέχνης) και συγκεκριμένα στην ιδιαιτερότητα της αντιδιαμετρικής ταξινόμησης του καθενός από αυτά. Η Σερβία είναι μία κλασσική "Ηπειρωτική δύναμη", που εδρεύει στο μέσον των Βαλκανίων, χωρίς έξοδο στην θάλασσα και ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τη ροή του Δούναβη (Προς τον Εύξεινο Πόντο) και τον άξονα κεντρικής Ευρώπης και Αιγαίου. Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά είναι μία τυπική "Ναυτική δύναμη" που είναι εμποδίζει καθολικώς τη προσπέλαση στην Α. Μεσόγειο των Βαλκανικών γειτόνων της και παραλλήλως αποτελεί το πρώτο ανάχωμα των δυνάμεων "Εξ'Ανατολών" που πρέπει να ιδιοποιηθούν το Αιγαίο για οποιαδήποτε προσβολή προς τη Δύση, όπως οι Πέρσες, Άραβες, Οθωμανοί Τούρκοι. Ο συνδυασμός χερσαίας και ναυτικής ισχύος σε ένα περιορισμένο για τα πλανητικά δεδομένα γεωγραφικό χώρο όπως τα Βαλκάνια παρέχει σταθερότητα και ισορροπία στην περιοχή. Ακόμα τα υπόλοιπα κράτη παραπλεύρως της Ελλάδος-Σερβίας, δεν δύνανται να προκαλέσουν συνθήκες αποσταθεροποίησης εάν και εφόσον ο άξονας Βελιγραδίου-Αθηνών είναι ενεργός και ισχυρός.

Το αντίστοιχο- Τηρουμένων των αναλογιών- σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο θα ήταν μία αλληλεξάρτηση και συμμαχία μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γερμανίας. Παρόλα τα ανωτέρω υπάρχει μεταξύ των λαών των δύο εθνών και μία σχέση που ξεπερνά το επίπεδο της λογικής ανάλυσης των διακρατικών σχέσεων και αγγίζει τη σφαίρα της μεταφυσικής και του συναισθηματικού επιπέδου. Ενδεχομένως αυτό να οφείλετε στη κοινή πεποίθηση της πλειονότητας των πληθυσμών ότι αποτελούν τους πραγματικούς κληρονόμους και θεματοφύλακες της "Λαμπρότερης Αυτοκρατορίας επί της γης", της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινή)

Οι πρώτες καταγεγραμμένες ιστορικά αλληλεπιδράσεις μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων ανάγονται στα μέσα του 7ου αιώνα μΧ, όταν οι πρώτοι Σέρβοι εγκαταστάθηκαν στα σύνορα της τότε Αυτοκρατορίας και παρείχαν υπηρεσίας ασφαλείας συνόρων. Ήταν συγκροτημένες στις λεγόμενες "Ζαντρούγκες", τα εκτεταμένα συγγενικά δίκτυα τα οποία ήταν ο πυρήνας της κοινωνίας τους προτού τη δημιουργία μία καθαρής εθνικής συνείδησης. Οι μοναχοί Κύριλλος και Μεθόδιος εκχριστιάνισαν τους τότε παγανιστές Σέρβους γεγονός που τους ταυτοποίησε πολιτισμικά και θρησκευτικά με τους Βυζαντινούς και παραλλήλως ενδυνάμωσε το κοινωνικό μετασχηματισμό τους και την μοντερνοποιησή τους. Ουσιαστικά η απαρχή της Σερβικής ιστορίας συνταυτίζεται απολύτως με τη σύνδεση τους με την Ελληνορθόδοξη παράδοση και έθος. Περί το 1000 τα πρώτα Σερβικά εθνικά βασίλεια δημιουργούνται από τους επικρατέστερους πρίγκιπες ανάμεσα τους οι οποίοι αναμείχθηκαν με τους Βυζαντινούς και σχημάτισαν συγγενικούς δεσμούς, όπως και εισήγαν έθιμα και νόρμες συμπεριφοράς από τη Βασιλεύουσα.

Ο Στέφαν Νεμάγια ο οποίος βασίλεψε στη Σερβία κατά το τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα ανακηρύχθηκε στο πρώτο ηγεμόνα του λαού του ο οποίος ήταν αποδεκτός από όλες τις παρατάξεις. Το 1217 η Σερβία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο Βασίλειο από τους Βυζαντινούς και το 1219 απέκτησε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Οι επόμενες δεκαετίες θα αποτελέσουν και το χρυσό αιώνα της Σερβίας -Με επίκεντρο το Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια-, με την επίδραση της τέχνης από τη Σέρβο-Βυζαντινή ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική και μουσική. Η επίδραση του Βυζαντίου είχε ως αποτέλεσμα τη στρατηγική τοποθέτηση των Σέρβων ως μία εν δυνάμει οντότητα η οποία ταυτόχρονα προσανατολιζόταν με βάση τη Κωνσταντινούπολη και επιθυμούσε τη καθιέρωση της ως κληρονόμο της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Κατά την ηγεμονία του Στέφαν Ντούσαν το 1330-1345, η Σερβία απέκτησε δυναμική και προσάρτησε το μεγαλύτερο τμήμα των σημερινών Νοτίων και Κεντρικών Βαλκανίων. Ο ίδιος ο Ντούσαν αυτοαναγορεύτηκε ως "Αυτοκράτορας Σέρβων και Ρωμαίων" και φαινομενικά η σύμμειξη Ελλήνων και Σέρβων εδραιωνόταν ως η εναλλακτική προοπτική για την αντικατάσταση της παρακμασμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η εμφάνιση των Οθωμανών Τούρκων και η μάχη στο Κόσοβο Πόλιε το 1389, εξάρθρωσε την Ορθόδοξη παρουσία στα Νότια Βαλκάνια και προετοίμασε τη τελική πτώση της Πόλης το 1453 και της Σερβίας το 1459. Η περίοδο της Τουρκικής δεσποτείας χαρακτηρίστηκε μεταξύ των άλλων και από ανταγωνισμό λόγω της κυριαρχίας του Ελληνικού στοιχείου στην υπόδουλη Ορθόδοξη Εκκλησία μέσω των Φαναριωτών -Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ιδιαιτέρως μετά το 1756 και την κατάργηση του Σερβικού Πατριαρχείου του Πετς στο Κοσσυφοπέδιο, οι Έλληνες έγιναν το αδιαμφισβήτητο κέντρο της Ορθοδοξίας με αποτέλεσμα τις τριβές και την έλλειψη εμπιστοσύνης με τους Σέρβους, Βούλγαρους και σε δεύτερο επίπεδο με την αναδυόμενη Ρωσική Αυτοκρατορία.

Περαιτέρω ο 18ος αιώνας σημαδεύτηκε από τη μαζική έξοδο Ελλήνων της Ηπείρου και της Μακεδονίας προς το Βορά και προς Σερβικές πόλεις, ως έμποροι και μεσοαστοί επαγγελματίες. Αξίζει να αναφερθεί ότι ως και τα μέσα του 20ου αιώνα οι έμποροι στη Σερβία ονομάζονταν "Γκρέκι". Επίσης σε πόλεις όπως η Βουδαπέστη, Βιέννη και Τεργέστη μία Ελληνική αλλά και Σερβική αστική τάξη εμφανίστηκε η οποία διαπνεόταν από κοινούς σκοπούς για την εθνική ανεξαρτησία, είχε την ίδια θρησκεία, ήθη και έθιμα. Ο Έλληνας διανοούμενος και αγωνιστής Ρήγας Φεραίος εμπνεύστηκε από τη Γαλλική επανάσταση και την όσμωση μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων και οραματίστηκε "Βαλκανική Δημοκρατική Συνομοσπονδία" προτού δολοφονηθεί από τους Τούρκους στο Βελιγράδι το 1798 και περάσει στην ιστορία ως ρομαντική και εμβληματική φυσιογνωμία τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Σέρβους.

Οι Σερβικές επαναστάσεις εναντίων των Τούρκων (1804, 1813) και η Ελληνική το '21, είχαν ως αποτέλεσμα την απαρχή της διάλυσης της Οθωμανικής εξουσίας στα Βαλκάνια (Και ευρύτερα) και απέδειξαν τη συνεργασία μεταξύ των δύο λαών, αφού σημαντικές προσωπικότητες μεταξύ των οπλαρχηγών πολέμησαν σε αμφότερα πεδία μαχών και συνεργάστηκαν στους τομείς ανταλλαγής πληροφοριών, συνωμοτικών ενεργειών και επιμελητείας.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η Ελλάδα φάνηκε να μην ενδιαφέρεται για την προώθηση κοινών σκοπών με το Βελιγράδι, προσδοκώντας την Δυτική βοήθεια για την εθνική της ολοκλήρωση, κάτι το οποίο απεδείχθη μάταιο, όπως και σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο που η τοπική πολιτική τάξη περιμένει των "Εκ μηχανής Θεό". Στη Σερβία ο πολιτικός Ιλία Γκαρασάνιν (1812-1874), ο οποίος είχε φοιτήσει σε Ελληνικό σχολείο στο προάστιο Ζεμούν του Βελιγραδίου, διακήρυσσε διακαώς την συνεννόηση μεταξύ των δύο κρατών με σκοπό την ανάληψη κοινής δράσης για την απελευθέρωση των Χριστιανικών εδαφών από τους Τούρκους.

Υπήρξαν διάφορες απόπειρες συγκρότησης συμμαχίας με σκοπό τη στρατιωτική δράση. Το 1867 στο Βόσλαου, το πρώτο επίσημο Έλληνό-Σερβικό σύμφωνα φιλίας και συνεργασίας υπογράφηκε. Εάν και δεν υπογράμμιζε λεπτομέρειες, υπήρξε το πρώτο σημαντικό βήμα προκείμενου να συντονιστούν τα δύο κράτη παρά τις πιέσεις από τη Δύση, ως προς τη προώθηση των συμφερόντων τους. Περιείχε πάντως πρόβλεψη για τη συγκρότηση μετώπου με τη συμμετοχή Βούλγαρων, Μαυροβούνιων και πιθανώς και Ρουμάνων.  Τα επόμενα έτη χαρακτηρίστηκαν από την ενδυνάμωση της Βουλγαρίας με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) και την αλλαγή των συνόρων με τη συνθήκη του Βερολίνου (1881). Η προοπτική οριστικής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αλλαγή της ισορροπίας στη περιοχή δραστηριοποίησε τις ηγεσίες των δύο κρατών και το 1885 ανεπίσημες, αλλά ουσιαστικές συνομιλίες διεξήχθησαν στο Βελιγράδι. Για πρώτη φορά αναγνωρίστηκαν ζώνες επιρροής και εμμέσως η Σερβία αναγνώρισε την μελλοντική Ελληνική κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη, αφού ζήτησε μια ελεύθερη εμπορική ζώνη από την Ελληνική πλευρά όταν και εφόσον απελευθερωνόταν η πόλη αυτή. Επίσης εκείνη την περίοδο η Σερβική οργάνωση "Ο Άγιος Σάββας" εμφανίστηκε στο Βελιγράδι υπό την αιγίδα του αριστοκράτη και συνδεόμενου με τη Βασιλική οικογένεια, Σβέτομιρ Νικολαγεβιτς που προωθούσε εντόνως την Έλληνό-Σερβική συμμαχία στα ανώτερα πολιτικά -στρατιωτικά κλιμάκια της χώρας.

Η τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα δημιούργησε προσδοκίες στις δύο πλευρές και ο Πρωθυπουργός Τρικούπης επισκέφτηκε το Βελιγράδι το 1891 ενώ το επόμενο έτος ο Σέρβος ομόλογος του, Τζόρτζεβιτς ανταπέδωσε την επίσκεψη. Τα συμπεράσματα των διμερών συνομιλιών επιβεβαίωσαν την κυριαρχία της Ελλάδος στη  Μακεδονία, ενώ οι Σέρβοι εξασφάλισαν την σημερινή ΠΓΔΜ, που λογιζόταν ιστορικά και παραδοσιακά, ως "Νότια Σερβία". Ακόμα τα δύο κράτη προετοίμασαν κοινή πολιτική αντιμετώπισης έναντι της Βουλγαρίας. Ο καταστρεπτικός για την Ελλάδα πόλεμος του '97, άλλαξε τις προτεραιότητες της ηττημένης Ελλάδα, ενώ η Ρωσική πρωτοβουλία συνέβαλλε στη δημιουργία Σερβό-Βουλγαρικών σχέσεων με σκοπό τη συγκρότηση "Σλαβικού άξονα".

Μία πολύ σημαντική επισήμανση είναι οι σχέσεις των δύο κρατών σε συνάρτηση με τις Βουλγαρικές φιλοδοξίες. Ιστορικά όποτε δυνάμωνε η Βουλγαρική ισχύς ενισχυόταν η Ελληνό-Σερβική συμμαχία και το αντίστροφο, γεγονός εύκολα εξηγήσιμο από τη σχολή της σκέψης που αποδίδει τη "Ρεάλ Πολιτίκ" ως το βασικό άξονα σκέψης και συμπεριφοράς των κρατών. Σε αυτό το σημείο πρέπει να λεχθεί και η σημασία του "Μακεδονικού ζητήματος", που εν τέλει είναι η κυριαρχία της εδαφικής έκτασης της Μακεδονίας (όπως ορίζεται από την αρχαία εποχή) και είναι η πλέον σημαντική περιοχή των Νοτίων Βαλκανίων. Αποτελεί μία εδαφική γέφυρα της Βαλκανικής ενδοχώρας με το Αιγαίο και περιέχει πλουσιότατο ορυκτό πλούτο αποτελούμενο από χρυσό, ουράνιο, χρώμιο, νικέλιο κ.α. Τέλος, η συνεργασία μεταξύ των Βαλκανικών κρατών διαχρονικά εξαρτάται από την επίλυση της οποιαδήποτε εκκρεμότητας του "Μακεδονικού ζητήματος", το οποίο με τη σειρά του αποτελεί ένα τμήμα του ευρύτερου "Ανατολικού ζητήματος". Η περιοχή ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή, δηλαδή τα Βαλκάνια, αποτελούσαν πάντοτε πεδίο αντιθέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και άρα οποιαδήποτε τοπική αντίθεση (π.χ Όνομα ΠΓΔΜ), δεν είναι ποτέ τοπική έριδα, αλλά μέρος ευρύτερης πλανητικής στρατηγικής, έστω και υπό τη μορφή τακτικών λεπτομερειών. Η παρούσα κατάσταση στο "Μακεδονικό ζήτημα", που πέρα από το "Όνομα" αφορά και την βιωσιμότητα της ΠΓΔΜ, μπορεί να συνοψιστεί στην αποστροφή ενός μεγάλου ηγέτη, " Είναι ένα αίνιγμα, παγιδευμένο σε ένα γρίφο", του οποίου οι χορδές χάνονται στο μακρινό παρελθόν, ασχέτως εάν οι εκάστοτε συνθήκες το παρουσιάζουν ως καινοφανές. Στη σημερινή εποχή το "Μακεδονικό ζήτημα" εξακολουθεί να είναι ένας από τους καίριους τομείς της Ελληνό-Σερβικής συνεννόησης παρόλη τη συνεχή προβολή ασύνδετων νοητικών παραστάσεων υπό τη μορφή προπαγάνδας στα Ελληνικά ΜΜΕ για τα Βαλκανικά θέματα.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13), αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της Ελληνό-Σερβικής σχέσης επιλύνοντας (Προσωρινά) το Μακεδονικό ζήτημα και ουδετεροποιώντας τη Βουλγαρική ισχύ. Ο 1ος Παγκόσμιος πόλεμος βρήκε τις δύο χώρες σύμμαχες ξανά εναντίον των "Ηπειρωτικών Δυνάμεων) και το τέλος του επέφερε δομικές-ιστορικές αλλαγές που διήρκησαν για περίπου 70 έτη. Η Σερβία απασχολήθηκε με το όραμα της Νοτιοσλαβίας και έγινε η πρώτη δύναμη στην περιοχή, ενώ η Ελλάδα επιζήτησε το όραμα της αναβίωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τη συμπαράσταση της Βρετανίας. Το 1922 η Ελλάδα απώλεσε τη Μικρά Ασία-Α. Θράκη-Πόντο και βίωσε τη δραματικότερη καταστροφή του Ελληνισμού από αρχαιοτάτων χρόνων.

Κατά τη δεκαετία του '20 η Ελλάδα ακολούθησε εσωστρεφή εξωτερική πολιτική, όπως και η Σερβία λόγω των φυγόκεντρων τάσεων μεταξύ Σλοβένενων, Σέρβων και Κροατών. Επίσης η επιρροή της Γαλλίας προς τη Νοτιοσλαυία και της Αγγλίας προς την Ελλάδα, όπως και η ανάμειξη της Ιταλίας, αποτέλεσαν αφορμές για την ψυχρότητα των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Στην ουσία και οι δύο χώρες ανταγωνίστηκαν διπλωματικά για τα βαλκανικά θέματα και απώλεσαν τις ευκαιρίες για μεγαλύτερη επιρροή στα Ευρωπαϊκά μέσω μίας κοινής γραμμής. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν για μία ακόμη ιστορική στιγμή ο κοινός αγώνας έναντι των "Επιδρομών από Βορρά" που ένωσε και τα δύο κράτη. Την επαύριον του Πολέμου η επικράτηση του Κομμουνιστή Σλοβένο-Κροάτη δικτάτορα Τίτο, η δημιουργία της "Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας" και η ανθελληνική και αντισερβική πολιτική στρατηγική του Τίτο απομόνωσε τα δύο έθνη για περίπου 50 χρόνια. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η πολιτική του Τίτο απέβλεπε στη δημιουργία "Σοσιαλιστικής Βαλκανικής Συνομοσπονδίας" υπό τη κυριαρχία του. Το αποτέλεσμα ήταν η υποστήριξη προς του αντάρτες του Ελληνικού εμφυλίου και η καταστροφή της Βόρειας Ελλάδος από την επιμήκυνση του πολέμου όπως και η απόσπαση της Νότιας Σερβίας, της Βοσνίας, Μαυροβουνίου και Κοσόβου από τη Σερβία, υπό την μορφή "Δημοκρατιών" και "Αυτόνομων περιοχών". Ο Τίτο προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του έπρεπε να διαλύσει τα ισχυρότερα έθνη των Βαλκανίων και σχεδόν το κατάφερε, ενώ παραλλήλως η πολιτική του υπήρξε η κινητήριος δύναμη πίσω από την αναβίωση του καταπιεζόμενου Σερβικού εθνικισμού τα τελευταία 2ο έτη. Η εμφάνιση του Μιλόσεβιτς και η αναθάρρηση των Σέρβων εθνικιστών κατά τα τέλη του '80 αποτέλεσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία που εκμεταλλεύτηκε η Ελληνική εξωτερική πολιτική για να αντιμετωπίσει την πτώση του Ανατολικού μπλοκ στα Βαλκάνια, την τυχόν εμφάνιση του Βουλγαρικού αταβισμού, της Αλβανικής εμπλοκής και της αδρανοποίησης του νεοφανούς αυτοαποκαλούμενου "Μακεδονικού" κρατιδίου που αποτελεί το απομεινάρι της αποτυχημένης Τιτοικής έμπνευσης για την χρησιμοποίηση του "Μακεδονικού ζητήματος" προς όφελος του και εις βάρος της Ελλάδος της Σερβίας αλλά και της Βουλγαρίας.

Το παρόν άρθρο δεν θα ερευνήσει τις καλά εδραιωμένες Ελληνό-Σερβικές σχέσεις εντεύθεν του 1991. Αυτό που θα σημειωθεί είναι η πραγματιστική πολιτική που έλαβε χώρα από την επιλογή των δύο κρατών για στενότερους δεσμούς μεταξύ τους και εμπόδισε τη μετάβαση των Νοτίων Βαλκανίων σε τελειωτικό χάος. Παρόλη τη συνεχή «μεταμοντέρνα» επεξήγηση των πρόσφατων ιστορικών γεγονότων στην Βαλκανική και τις βαρύτατες κατηγορίες έναντι της Σερβίας αλλά και της Ελλάδας από "Διεθνείς κύκλους", ο περιορισμός των Βουλγαρικών φιλοδοξιών, η αδρανοποίηση των Νέο-Οθωμανικών επιλογών της Τουρκίας, η συγκράτηση του συναισθηματικού αλλά και πρωτόγονου Αλβανικού εθνικισμού και ο περιορισμός του Ιταλικού παράγοντα κατέστη δυνατός χάρης την διαρκή  συνεννόηση Αθήνας-Βελιγραδίου. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πτώση ενός Αυτοκρατορικού συστήματος όπως έγινε το 1989, θα είχε οδηγήσει τα Βαλκάνια σε μία Ευρωπαϊκή ρεπλίκα του Ιράκ ή της φατριαστικής  κατάστασης του Αφγανιστάν. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ο χώρος των Βαλκανίων είναι ένα από τους πλέον σημαντικούς και ευαίσθητους στην Ευρασία και ο περιορισμός των συγκρούσεων στη Βοσνία και στο Κόσοβο μετά την ανατροπή των πάντων το '89-91, δεν αποτέλεσε απλώς μία ευτυχή συγκυρία, αλλά κυρίως απέδειξε τις δυνατότητες των δύο χωρών να αποτελούν τους βασικούς πυρήνες ειρήνης και ασφάλειας στην περιοχή.

Τα δύο έθνη αποτελούν τους απογόνους των Βυζαντινών και ως εκ τούτου απολαμβάνουν μίας εκπληκτικής και πλούσιας παράδοσης που τους δίνει τη δυνατότητα να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν στρατηγικές και τακτικές στο πεδίο των διεθνών σχέσεων που έρχονται σε αντίθεση με τη βιασύνη, αλαζονεία και ερασιτεχνισμό καινοφανών μακροιστορικά δυνάμεων που δεν διαθέτουν την ικανότητα βαθιάς αντίληψης των εσωτερικών διεργασιών των διακρατικών σχέσεων και της Ιστορίας. Ως εκ τούτου τείνουν στην επιφανειακή κατανόηση επιμέρους φαινομένων και βασίζονται σε διανοητικές προλήψεις. άσχετες και επικίνδυνες για την πορεία και την ασφάλεια του πλανήτη και του ανθρώπινου γένους.

Η ειρήνη, σταθερότητα και ευημερία στα σημερινά Βαλκάνια, εξαρτάται από την διατήρηση των γραμμών επικοινωνίας και φιλικών σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Βελιγραδίου. Είναι βέβαιο ότι θα εξακολουθήσουν και στο μέλλον παρόλες τις δομικές αλλαγές που σχεδιάζονται και βολιδοσκοπούνται από διεθνή κέντρα τα οποία διακρίνονται συστηματικά από την αξιοσημείωτη επιμονή για τους πειραματισμούς τους στην Παράδοση και την Ιστορία την οποία δεν κατανοούν και είναι καταδικασμένοι να την επαναλαμβάνουν με τον αντίστοιχο Σισύφειο τρόπο.

Επιλεγμένες πηγές

1) E. Κωφός , "Διλήμματα και προσανατολισμοί της Ελληνικής πολιτικής στη Μακεδονία, 1878-1886".

2) E. Κωφός "Ελληνό-Σερβικές σχέσεις και το ζήτημα της Μακεδονίας, 1879-1896

3) Petar Milosavljevic "Greek- Serbian cooperation 1830-1908"

4) Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος " Σύγχρονα εθνολογικά όρια του Ελληνισμού στα Βαλκάνια"

5) Στέφανος Σωτηρίου "Έλληνες και Σέρβοι"

6)http://en.wikipedia.org/wiki/Serbian-Greek_Friendship

*Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Στρατηγική», Δεκέμβριος 2007.