Ο Δημήτρης Παρούσης ο οποίος αναζητά «χαμένους» Έλληνες σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση για το μεγάλο ταξίδι σκοπό ζωής που κάνει εδ'ω και χρόνια

 

Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

 

Άλλοι κάνουν το γύρο του κόσμου με ποδήλατο, άλλοι με αυτοκίνητο, ή με κάποιο άλλο μεταφορικό μέσο. Ως Έλληνας, αποφάσισε το δικό του «όχημα» να είναι ο ελληνικός πολιτισμός και ειδικότερα η ελληνική γλώσσα την οποία μπορεί ο καθένας  να συναντήσει σε όλα τη μήκη και πλάτη του κόσμου.  Ο λόγος για το Δημήτρη Παρούση, (www.godimitris.gr) ο οποίος έπειτα από 940 μέρες περιπλάνησης στον κόσμο έγραψε το πρώτο βιβλίο της σειράς ταξιδιωτικών βιβλίων, «Πάρε ένα σάκο κι έλα…». Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Κούβα. Ο Δημήτρης Παρούσης είναι παιδί Ελλήνων μεταναστών, γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ολλανδία. Πέρασε την εφηβεία του στην Νέα Ορεστιάδα, την τελευταία βόρεια πόλη της Ελλάδας. Στα 19 του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με τις κυριότερες εφημερίδες και ραδιόφωνα της πόλης και το 1998 αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του . Πέρασε από τις σχολές δημοσιογραφίας της Ουτρέχτης στην Ολλανδία και του Άρχους στη Δανία και πήρε το μεταπτυχιακό του από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στην Ουαλία της Μεγάλης Βρετανίας. Κάποια στιγμή, το 2005, θεωρώντας ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε περισσότερες από 20 χώρες.

Η συνέντευξη

 

Έχει σύνορα η Ελληνική γλώσσα; Ο πολιτισμός μας; Ποιες οι εμπειρίες σας;

 

«Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου, είπε ένας Γερμανός φιλόσοφος. Νομίζω έτσι είναι. Ως Έλληνας δεν έχω σύνορα. Συναντώ τη γλώσσα μου παντού στην μέχρι τώρα περιπλάνησή μου. Η ισπανική γλώσσα είναι γεμάτη από ελληνικές λέξεις. Οι κάτοικοι εδώ δεν το γνωρίζουν. Νομίζουν ότι είναι λατινικές λέξεις. Όταν συνειδητοποιούν ότι γνωρίζουν ελληνικά ενώ δεν το ήξεραν, μένουν άφωνοι.  Άφωνος μένω κι εγώ με τις γνώσεις τους για τον πολιτισμό μας. Μπορεί να μην ξέρουν τίποτα για την σύγχρονη Ελλάδα, ούτε καν που είναι στο χάρτη, αλλά αν τους ρωτήσεις για τη μυθολογία μας για την αρχαία ιστορίας μας, τότε διαπιστώνεις ότι ξέρουν πολλά.  Είναι ίσως η μεγαλύτερή μου τιμή να ταξιδεύω ως Έλληνας. Δεν περνάς απαρατήρητος. Επίσης στα πανεπιστήμια, η Ελληνική γλώσσα κυριαρχεί. Να μπαίνεις σε αίθουσες στο Μπουένος Αίρες, στο Μοντεβιδέο, σε μικρότερα πανεπιστήμια και να βλέπεις στον πίνακα ελληνικές λέξεις και τους φοιτητές να κρατούν σημειώσεις. Γιατί πρέπει να φύγουμε από την Ελλάδα για να συνειδητοποιήσουμε πόσο περήφανοι πρέπει να είμαστε για τους προγόνους μου, για την ιστορία μας, που μιλάμε την ελληνική γλώσσα»; 

 

 

Και με τους  «χαμένους Έλληνες»; Πώς τους εντοπίζετε;

 

«Όποιος γυρίζει, μυρίζει. Αυτή είναι η βασική μου αρχή. Ξέρω ότι σε κάθε περιοχή σίγουρα υπάρχει κάποιος χαμένος Έλληνας. Ψάχνω, ρωτώ και πολλές φορές με βοηθά και η τύχη.  Ζητώ την βοήθεια των τοπικών ΜΜΕ που πραγματικά με συμπαραστέκονται και με βοηθούν. Μέχρι σήμερα περισσότερα από 200 εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις στη Λατινική και Κεντρική Αμερική έχουν αναφερθεί στην προσπάθειά μου. Και οι άνθρωποι ανταποκρίνονται. Υπάρχουν πολλοί που ψάχνουν να βρουν τις ρίζες τους γιατί ο παππούς τους ήταν Ελληνας, γιατί έχουν ελληνικό επίθετο. Η αναζήτηση χαμένων Ελλήνων είναι μια πρόκληση για μένα. Θεωρώ ότι εκπληρώνω μια αποστολή ως Έλληνας. Δεν μου το ζήτησε κανένας, αλλά μου το έβγαλε η ψυχή μου στην πορεία. Επιστρατεύω όλες τις γνώσεις μου και όλες τις δυνάμεις μου. Ομολογώ ότι είναι πολύ δύσκολο. Ειδικά στην αρχή που δεν ήξερα τη γλώσσα. Τώρα είναι ευκολότερο μιας και όλοι μιλάνε ισπανικά σε αυτό το κομμάτι του ταξιδιού μου. Με τον καιρό έμαθα και πώς να χειρίζομαι την έρευνα, ώστε να είναι πιο αποδοτική».

 

Κάποια παραδείγματα;

 

«Υπάρχουν πάνω από 30 περιπτώσεις που έχω εξιστορήσει. Στις περισσότερες από αυτές βρήκαμε άκρη. Υπάρχουν συγγενείς που μετά όχι χρόνια, αλλά γενιές, έσμιξαν και πάλι. Η συγκίνηση είναι απίστευτη. Τα μηνύματα που δέχομαι από χαμένους Έλληνες είναι πολλά. Το ίντερνετ μηδενίζει τις αποστάσεις και από ότι φαίνεται και το χρόνο.  Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να χειριστώ περισσότερες. Ένας είμαι, τι να πρωτοπρολάβω. Αυτή η προσπάθεια απαιτεί όχι μόνο χρόνο αλλά και χρήματα τα οποία δεν με περισσεύουν. Προχτές συνάντησα για παράδειγμα στην Οαχάκα του Μεξικό κάποιον Παπαγιανόπουλο. Υπάρχει ολόκληρη οικογένεια με αυτό το όνομα στον τηλεφωνικό κατάλογο. Ο παππούς τους ήταν από την Ελλάδα. Κράτησαν το επίθετο με την ελπίδα να μάθουν κάποια μέρα τις ρίζες τους. Δεν ξέρουν ελληνικά. Κάποια παιδιά προσπαθούν να μάθουν. «Όλοι μας θεωρούν Έλληνες, ζούμε με αυτό πια, είναι στο… επίθετό μας. Είναι στιγμές που στα γλέντια σε αντίθεση με τα έθιμά μας εδώ σπάζουμε πιάτα, μας βγαίνει το ελληνικό μέσα μας. Ακόμη και στα φαγητά μας έχουμε γεύσεις από την Ελλάδα. Η συνταγή της γιαγιάς με το κατσικάκι περνάει από γενιά σε γενιά», μου είπε ο Έκτωρ Παπαγιανόπουλος. Ο αδερφός του πριν 8 χρόνια μάζεψε οικονομίες από όλη την οικογένεια και πήγε στην Αθήνα για να βρει τις ρίζες τους. Κατέληξε κάπου στον Πύργο Ηλείας όπου έχει πολλούς Παπαγιανόπουλους, αλλά δεν βρήκε αυτό που έψαχνε. Γύρισε στο Μεξικό με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα μάθουν».

 

Κάπως πιο σημαντικοί σταθμοί; Θα θέλατε να αναφερθείτε;

 

« Κάθε μέρα είναι διαφορετική. Κάθε προορισμός και μια έκπληξη.

Υπάρχουν περιοχές που σε καθηλώνουν με την ομορφιά τους. Άλλες σε γοητεύουν με τους ανθρώπους τους. Όταν συμβεί να συνυπάρχουν και οι δύο λόγοι απλά ζεις στον παράδεισο. Όπως στην Ουσουάια της Αργεντινής, στο τέλος του κόσμου. Μικρός έβλεπα την Παταγονία στην υδρόγειο και πίστευα ότι ο κόσμος εκεί κυκλοφορεί ανάποδα, ότι ήταν η χώρα του πάνω κάτω, ότι οι άνθρωποι κρατιόντουσαν να μην πέσουν. Στο μυαλό μου είχα δημιουργήσει μια μαγική χώρα. Μαγική την βρήκα. Ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα γιατί απλά έπρεπε να βρει τρόπο η ψυχή μου να εκφράσει τον οργασμό της. Στην Φιλαδέλφεια της Παραγουάης, κοντά στα σύνορα με την Βολιβία σε μια απόμακρη περιοχή στην κυριολεξία στο πουθενά, σε ένα τοπίο έρημο και ξερό, έζησα επίσης συναρπαστικές στιγμές. Οι άνθρωποι μου το προσέφεραν αυτό. Πώς να το περιγράψω σε μερικές γραμμές. Βρέθηκα σε ένα νησάκι στη Βραζιλία, δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά νομίζω ότι ο παράδεισος δεν απέχει και πολύ από εκεί. Στο Ρίο πήγα για λίγο και έμεινα 33 μέρες. Στην κυριολεξία ζήτησα από τους φίλους που έκανα εκεί να με διώξουν γιατί διαφορετικά θα έμενα για πάντα. Στο Μεξικό νόμισα ότι τα όνειρά μου ξύπνησαν και ταξιδεύουν μαζί μου.

Όταν ζεις το όνειρό σου, όταν αισθάνεσαι ελεύθερος και δεν φοβάσαι πια τίποτα. Όταν δεν ελπίζεις σε τίποτα (όχι από απόγνωση ή απελπισία) και είσαι ανοιχτός σε νέες περιπέτειες, όταν εκπέμπεις απλά θετική ενέργεια, θετική ενέργεια λαμβάνεις. Και αν δεν την λαμβάνεις απλά σηκώνεσαι και φεύγεις. Μερικές φορές επιμένεις να τη βρεις και ναι, τη συναντάς κάπου σε μια γωνία και σε αποζημιώνει για όλη την προσπάθεια. Κάθε μέρος έχει και έναν κρυφό παράδεισο που αξίζει να τον ψάξεις. Ίσως και μόνο η προσπάθεια αυτή να σε αποζημιώνει στο τέλος. Όπως λέει και ο Καβάφης, η Ιθάκη δεν έχει τίποτα να σου δώσει παρά μόνο το ταξίδι».

 

Προσπαθείτε να επανασυνδέσετε ανθρώπους με τον ομφάλιο λώρο τους, όπως στην περίπτωση του Demetrio στην Αργεντινή, που αναφέρετε.. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η επανασύνδεση για το χαμένο Έλληνα και τι για σας; 

 

« Ο άνθρωπος αυτός είχε για χρόνια την Ελλάδα στην ψυχή του. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο. Τον ανακάλυψα τυχαία έπειτα από μια ραδιοφωνική συνέντευξη. Ο άνθρωπος αυτός μου ζήτησε απλά μια μεγάλη ελληνική σημαία για να παρελάσει στην πόλη του και να δείξει ότι ο Έλληνας στο τέλος του κόσμου δεν πέθανε. Τον είχα συναντήσει τον Μάιο του 2006. Τον Οκτώβριο του 2006 είχε στη διάθεσή του περίπου 30 ελληνικές σημαίες που του έστειλαν άνθρωποι, εγώ θα έλεγα Έλληνες, που θέλησαν να τον βοηθήσουν. Στις 12 Οκτωβρίου του 2006 παρέλασε με την ελληνική σημαία κρατώντας στο από το χέρι και τα εγγόνια του. Του ζήτησα να μου στείλει μια φωτογραφία. Όταν την έστειλε, όταν τον είδα με πόση περηφάνια κρατούσε τη σημαία, έκλαψα. Ένιωσα γεμάτος. Συγκίνηση μεγάλη».

 

 Μπορούμε στη ζωή μας να κάνουμε περισσότερα από όσα νομίζουμε πως είμαστε ικανοί να κάνουμε;

 

«Στη ζωή μας μπορούμε να κάνουμε περισσότερα από όσα νομίζουμε ότι είμαστε ικανοί να πραγματοποιήσουμε. Τα όριά μας είναι απεριόριστα. Όλα είναι πιθανά, αρκεί να μη νομίζουμε ότι όλο το σύμπαν συνωμοτεί στο να γίνουν πραγματικότητα όταν θέλουμε κάτι. Πρέπει πρώτα να φέρουμε το σύμπαν άνω κάτω. Η ανατροπή και η διεκδίκηση είναι το βασικό συστατικό για την επίτευξη των ονείρων.

Με αυτό το σκεπτικό ο γύρος του κόσμου, ειδικά στις μέρες μας, αν το θέλει κάποιος, είναι εύκολο. Δεν ξέρω κατά πόσο όμως προλαβαίνει κανείς να τον κάνει. Αλλά και ένα μικρό κομμάτι του να γευτείς είναι αρκετό. Έχεις κάνει την ανατροπή. Είδες πως είναι ο κόσμος πέρα από τα όρια που σου έχουν μάθει ότι έχεις. Συνειδητοποιείς ότι ο κόσμος σου δεν είναι μόνο η καθημερινότητα. Άνοιξες πόρτες στη ζωή σου».

 

Και μια τελευταία ερώτηση… Υπήρξαν φορές που το μετανιώσατε; Πού απογοητευτήκατε; Τι είναι αυτό που ζείτε;

 

«Ποτέ δεν το μετάνιωσα και ούτε στιγμή σκέφτηκα να τα παρατήσω. Αντιθέτως παρά τις περίπου 800 μέρες περιπλάνησης, νιώθω τόση ενέργεια και διάθεση για το ταξίδι αυτό, σαν να το ξεκίνησα μόλις χτες.

Ζω ίσως την υπέρβαση του ονείρου μου, δεμένη γερά, χωμένη στην πραγματικότητα. Δύσκολο να το εξηγήσεις. Οι ανάγκες για ασφαλές ταξίδι δεν σου επιτρέπουν να ουρανοβατείς, αυτά που βλέπω, βιώνω και ζω όμως με εκτοξεύουν στα ουράνια. Είναι στιγμές που η ψυχή μου είναι αδιάβαστη μπροστά στα πρωτόγνωρα συναισθήματα που με κατακλύζουν. Το ταξίδι, τα επόμενα σχέδια και για το πού βρίσκομαι  συνεχίζεται μέσα από το www.godimitris.gr

 

Ο Δημήτρης Παρούσης ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και μέσα από το www.godimitris.gr