του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ                                                                                          

Αθήνα, 12.12.08

 

Το πρόσφατο ξέσπασμα της νεολαίας μας (η περίπτωση των κουκουλοφόρων και των αλλοδαπών είναι ξεχωριστή περίπτωση) δίνει αφορμή να συγκρίνουμε το γεγονός αυτό με την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο κατά της χούντας των συνταγματαρχών το 1973.

Διαπιστώνουμε εξ αρχής ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην τυφλή βία που στόχο είχε την καταστροφή,και στο ξέσπασμα της νεολαίας που έλαβε χώρα με αφορμή τον θάνατο του 15χρονου μαθητή,   που δεν οδηγεί παρά στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και ό,τι αυτό συνεπάγεται και στην απελευθερωτική εξέγερση του Πολυτεχνείου που είχε όραμα, προοπτική και διακήρυξε αρχές και αξίες,  που συμβολικά εκφράστηκαν με τα συνθήματα, όπως «ψωμί, παιδεία, ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία, έξω οι Αμερικάνοι, έξω το ΝΑΤΟ κ.λπ., άσχετα αν πολλοί αγωνιστές του Πολυτεχνείου αργότερα εξαργύρωσαν αυτούς τους αγώνες.

Καμία απολύτως σύγκριση δεν μπορεί να γίνει σε ενέργειες και δράσεις που από τη μια οδηγούν μόνο και αποκλειστικά στην καταστροφή, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχα μια θετική πρόταση.  

Το ερώτημα είναι αμείλικτο: Κατέστρεφαν τώρα οι νεολαίοι για να οικοδομήσουν τι; Το απόλυτο κοινωνικό χάος; Για να επικρατήσουν οι εξωθεσμικοί παράγοντες, (οι διαπλεκόμενοι εντός και εκτός Ελλάδας), που καραδοκούν, όπως ο λύκος στην αναμπαμπούλα και απεργάζονται το κακό της πατρίδας μας, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα άνομα τους συμφέροντα και που είναι οι κύριοι και ουσιαστικοί υπαίτιοι για τα γεγονότα;

Αντίθετα οι νεολαίοι του Πολυτεχνείου ήθελαν να καταστρέψουν την χούντα και ό,τι αυτή συμβόλιζε για να οικοδομήσουν μια άλλη Ελλάδα των οραμάτων και των ιδανικών, έτσι όπως την περιγράφει στο βιβλίο του, που εκδόθηκε πρόσφατα, ο Λαοκράτης Βάσσης:

«Ερχόμαστε οι Έλληνες από πολύ μακριά. Και η πορεία μας είναι μια συγκλονιστική περιπέτεια, που δεν χωράει σε απλές αναγνώσεις.

Για να πάμε πολύ μακριά, διατηρώντας την (αεί) υπάρχουσα και αεί κτιζομένη πολιτιστική ιδιοπροσωπία μας, στην οποία συναντώνται και συναιρούνται αλλεπάλληλα στρώματα αιώνων και χιλιετιών πολιτισμού, απαιτείται πνευματική ανοιχτοσύνη τόσο στη θεώρηση του παρελθόντος μας, όσο και στο αγνάντεμα του μέλλοντός μας. Απαιτείται, στο ίδιο πάντοτε πνεύμα, μακράς πνοής και ανοιχτών οριζόντων πολιτιστική στρατηγική, που, διεμβολίζοντας οριστικά το παγιδευτικό δίπολο των ελληνοκεντρικών και των αντιελληνοκεντρικών ακροτήτων, θα στηρίξει την ποιοτική πολιτιστική δημιουργία του λαού μας και συνακολούθως τον ιδιαίτερο πολιτιστικό του βηματισμό στον πολύ δυσανάγνωστο αγώνα μας».[1]

Τα κόμματα σ' αυτή την περίπτωση, όπως και τότε δεν φάνηκαν αντάξια των περιστάσεων. Αποδείχτηκαν αφερέγγυα και αναξιόπιστα, ως ιδιοτελείς κομματικοί μηχανισμοί, μακριά από τα πραγματικά προβλήματα του ελληνικού λαού. Τόσο τα κόμματα του δικομματισμού, όσο και τα κόμματα της Αριστεράς. Δεν υπάρχει δυστυχώς εξαίρεση. Πολύ περισσότερο μάλιστα τα κόμματα της Αριστεράς, που κατά τεκμήριο θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικά. δεν έπραξαν το καθήκον τους.

Τον μεν ΚΚΕ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα γεγονότα για μικροκομματικές σκοπιμότητες, ο δε συνασπισμός (δεν μιλάω για τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν εμφανίστηκε πουθενά) – λόγω ιδεολογικής σύγχυσης, την οποία θα ερμηνεύσω – δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει θετικά την κρίση για να προβάλει την εναλλακτική λύση. Και τα δύο κόμματα της Αριστεράς παρακολουθούν απλώς τα γεγονότα, χωρίς δυνατότητα προληπτικής παρέμβασης και αντιδρούν εκ των υστέρων λανθασμένα.

Αντί να ενεργούν παιδευτικά ως πολιτικοί φορείς και να εμπνέουν τόσο την νεολαία, όσο και την ελληνική κοινωνία με τις αρχές και αξίες του Ελληνισμού κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Προσπαθούν αντί να γαλουχήσουν την νεολαία, μόνο να καταστρέψουν, όχι όμως να κτίσουν.

Δεν αρκεί να είσαι ενάντια στην κατάργηση του άρθρου 16, (για την οποία πρωτοστάτησαν σε πρώτη φάση αγωνιστές που έχουν την πρωτοβουλία γύρω από το περιοδικό «Νέος Αγωνιστής», για να αποκαθιστούμε την ιστορική αλήθεια). Πρέπει να καθορίσεις ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός και το περιεχόμενο των σπουδών, ποιες αξίες πρέπει να προάγει, ποια κοινωνία συγκεκριμένα και όχι αφηρημένα να οικοδομεί, με ποιες αρχές και αξίες, με ποια ιδανικά, με ποια οράματα. Αυτά λείπουν από τις προτάσεις της Αριστεράς. Δεν αρκεί μόνο να αφουγκραζόμαστε τις αγωνίες τους.  Επαναλαμβάνουμε: Δεν αρκεί μόνο να καταστρέφεις, πρέπει στη θέση του να οικοδομείς κάτι που δίνει προοπτική και διέξοδο. Σ' αυτό το παιδευτικό καθήκον δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί η Αριστερά όλων των αποχρώσεων.

Το τι εννοούμε συγκεκριμένα, αποκαλύπτει μια ανάλυσή μας από το παρελθόν, που λόγω των γεγονότων, αποκτά επικαιρότητα.

Την παραθέτω για να ξαναδούμε το μέγεθος της βαθιάς κρίσης της Αριστεράς, ή τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς, κυρίως από τις ηγετικές ομάδες, για να μην μηδενίζουμε τους πάντες.

 

 

Ενάντια στον εθνομηδενισμό, αλλά με ποιούς;

                                                            του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού

                                                                                                        Αθήνα,1.1.2007 

 

Στην εφημερίδα της ΑΚΟΑ «Εποχή» και σε σχετικό αφιέρωμα που αποκαλείται «εντός εποχής» δημοσιεύτηκε ένα αποκαλυπτικό άρθρο του κ. Ηλία Ιωακείμογλου με τίτλο «ενάντια στον εθνικισμό, αλλά με ποιούς;»

Στο άρθρο αυτό στρέφεται, σύμφωνα με τις απόψεις μιας συγκεκριμένης σχολής σκέψης, στην οποία ανήκει και ο ίδιος, με τρόπο αποφασιστικό και αδιαμφισβήτητο, ενάντια σε όλες τις μορφές του εθνικισμού, όπως νομίζει ο ίδιος, τις οποίες παρουσιάζει σχηματικά σε ομόκεντρους κύκλους: «από τον σκληρό πυρήνα του βάρβαρου εθνικισμού των ακροδεξιών, μέχρι την εξωτερική στοιβάδα του γλυκανάλατου πατριωτισμού». Στην τελευταία κατηγορία διακρίνεται κι ένας τόνος ή καλύτερα μια χροιά λεπτής, υποτιμητικής ειρωνείας. Καλό είναι να βλέπουμε και την αισθητική του πράγματος και του ύφους, γιατί καμιά φορά προδίδουν και το ήθος του γράφοντος.

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας θα ήθελα με δυο λόγια να αναφέρω ποια είναι η βασική αντίληψη αυτής της σχολής σκέψης. Τον ορισμό τον δίνουν οι Γιάννης Μηλιός, μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, η Σίσσυ Βωβού, μέλος της ΑΚΟΑ και ο Νάσος Θεοδωρίδης, μέλος του ΣΥΝ,  εκπρόσωποι και αυτοί της ίδιας  σχολής, λένε σε ένα άρθρο τους στην εφημερίδα της ΑΚΟΑ «Εποχή»: «οι ‘εμμονές περί έθνους' είναι εντελώς – μα εντελώς (και δίχως περιστροφές) ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική και εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας….».[2] Μ' αρέσει η επιλογή της λέξης «εμμονές»!. Χαρακτηρίζει – φαίνεται – και κάποια μορφή ψυχοπαθολογίας. Μάλιστα μου θυμίζει μια συναφή έκφραση του γνωστού εκσυγχρονιστή σημιτικής κοπής (σχολής) κ. Αντώνη Λιάκου, ο οποίος χαρακτήρισε κάποτε όσους είναι υπέρ του έθνους της εθνικής συνείδησης, του ελληνισμού γενικότερα ως ιστορικής συνέχειας και  εναντίον του βιβλίου της Στ΄ Δημοτικού «ψυχωτικούς».  

Βασικά όμως ο κ. Ιωακείμογλου είναι σκληρός τιμητής! και ανελέητος καταπέλτης! και χωρίς οίκτο ενάντια σ' αυτούς που αποκαλεί εθνικιστές.

Ο υποφαινόμενος που αποτολμά με μεγάλο κίνδυνο μπροστά στον κ. Ιωακείμογλου να χαρακτηρίσει τον εαυτό του πατριώτη και γι' αυτό διεθνιστή, γιατί πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχει διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον διεθνισμό, ασφαλώς και θα αναβαθμιστεί με το άρθρο του αυτό από γλυκανάλατο πατριώτη σε σκληροπυρηνικό εθνικιστή!

Θα προσπαθήσω  να ανασκευάσω τα δικά του επιχειρήματα, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό στην άλλη άποψη. Ας μου επιτρέψει μόνο το χιούμορ. Βέβαια, απ' ότι φαίνεται, η προσπάθειά μου είναι άνιση και εκ των προτέρων καταδικασμένη, γιατί ο κ. Ιωακείμογλου ανήκει σε μια συγκεκριμένη σχολή σκέψης που «θέλει» και μάλιστα «ιδιοκτησιακά» να αντλεί τα επιχειρήματά της από τον μαρξισμό και με τον τρόπο αυτό να προσπαθήσει να ασκήσει και μια μορφή ιδεολογικής τρομοκρατίας.

 Ποιος τολμά να τα βάλει με τον Μαρξ. Ποιος είδε τον θεό (Μαρξ) και δεν τον φοβήθηκε; Αυτό θα αποτελούσε πραγματική «ύβριν». Πάντως ομολογώ: Εμένα προσωπικά δεν με τρομοκρατεί ο Μαρξ. Μου είναι απεναντίας, ως θεωρητικός πολύ συμπαθής. Βέβαια, όπως δεν πιστεύω τον Χριστό ως θεό, έτσι δεν πιστεύω και τον Μαρξ ως θεό!

Αλλά ας έλθουμε στο προκείμενο θέμα και στην επιχειρηματολογία του κ. Ιωακείμογλου, για να καταλάβει και ο αναγνώστης περί τίνος ακριβώς πρόκειται.

Ερωτά λοιπόν στο άρθρο του, ενώ έχει έτοιμη την απάντηση, την οποία θα δούμε πιο κάτω: «ενάντια στον εθνικισμό, αλλά με ποιους;» Για να προχωρήσει στην απάντησή του με ποιους θα κάνει αυτόν τον εθνικιστικοαποδομητικό αγώνα αναφέρεται στην κοινωνική συγκυρία «της πατρίδας μας» (την λέξη την βάζω σε εισαγωγικά, για να μην προκαλέσω την συναισθηματική του αντίδραση και για να παραμείνουμε στο έδαφος του «καθαρού λόγου»).

Στα πλαίσια αυτής της συγκυρίας εντάσσει τους Έλληνες σε δύο κατηγορίες. Στη μια ανήκουν οι «ηττημένοι της αγοράς», όπως λέει, τους οποίους εκπροσωπεί η Νέα Δημοκρατία. Στους άλλους οι «νικητές της αγοράς», στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ και μάλλον, απ' ότι κατάλαβα, όλο το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, σύμφωνα με την άποψή του – και δεν είμαι απολύτως βέβαιος, τι θέλει να ισχυριστεί ακριβώς – γιατί ο κ. Ιωακείμογλου  συμπεριλαμβάνει (τσουβαλιάζει κατά το λαϊκότερον) στους εθνικιστές περίπου το 80% των Ελλήνων (ίσως και τον όρο «Έλληνες» να πρέπει να καταργήσουμε, γιατί κατά την άποψη αυτής της σχολής σκέψης, που αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ο κ. Ιωακείμογλου, δεν υπάρχει συνέχεια του ελληνισμού. Όσοι επικαλούνται τον Ελληνισμό, είναι κατά την άποψή του σίγουρα εθνικιστές. Το θέμα μάλιστα το αναλύει μαζί με την κ. Σώτη Τριανταφύλλου και ψυχολογικά και ψυχαναλυτικά στο βιβλίο του «Για τη σημαία και το έθνος»).

Επιπλέον δεν διέκρινα, αν ο κ. Ιωακείμογλου κάνει διάκριση στην κοινωνική βάση των δύο κομμάτων από την ηγετική ομάδα. Μάλλον όχι, είναι η δική μου αντίληψη της δικής του σύλληψης. Γι' αυτό τον λόγο, όπως διακηρύττει και ο ίδιος σε υπότιτλο του άρθρου του, δεν του μένουν και πολλοί, μόνον «Τριάντα για μια επανάσταση», μιας και όλοι οι Έλληνες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «πρέπει» να είναι εθνικιστές. Δεν αφήνει ο κ. Ιωακείμογλου, ως άλλος Ιαβέρης, να του ξεφύγει κανείς «εθνικιστής»!!!

Τριάντα λοιπόν για μια επανάσταση, επειδή, όπως λέει πάλι ο ίδιος, «μια κριτική του εθνικισμού έχει μηδενική πιθανότητα να γίνει κατανοητή από την συντηρητική πλειοψηφία, για τον πολύ απλό λόγο, ότι αυτούς που κέρδισε ο εθνικισμός τους έχουμε χάσει για πάντα». (Θέλει να πει με το «εμείς» και να προσθέσει βασικά: Εμείς οι επαναστάτες που κατέχουμε ιδιοκτησιακά την αλήθεια). Και τελικά καταλήγει στο αναπόδραστο συμπέρασμα, αποτυπώνοντας τη «διαλεκτική, μαρξιστική  του σκέψη» με το ερώτημα: «Ποιος μας απομένει, λοιπόν;» Αυτός είναι ο δεύτερος υπότιτλος του άρθρου του.

Αυτοί λοιπόν που απομένουν για μια επανάσταση (άκουσον, άκουσον!) μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού, θα' λεγε κάποιος καλόπιστος. Σπεύδω να δηλώσω ότι δεν θέλω να συμπεριλάβω τον εαυτό μου σ' αυτούς. Στην προκείμενη περίπτωση ο κ. Ιωακείμογλου δε μιλάει για ταξική πάλη. Μας κρατάει στην αγωνία και το σκοτάδι: Αυτοί οι «επαναστάτες» στους οποίους αναφέρεται θα πάνε με την εργατική τάξη, δεν θα πάνε ! θα αγωνιστούν μαζί της, δεν θα αγωνιστούν! Θα πάνε ενάντια στην εργατική τάξη, δεν θα πάνε ενάντια.! θα την αγνοήσουν τελείως; Και, αν δεν την αγνοήσουν, που θα την βρουν, αφού η κοινωνική βάση της χώρας (δεν λέω «πατρίδα»), κατά την άποψή του είναι, εθνικιστική; Φυσικά με μια εργατική τάξη, εθνικιστική, δεν θα κάνεις επανάσταση!

Έχω την «αποχρώσα» υποψία κατά το αποχρώσες ενδείξεις, ότι ο κ. Ιωακείμογλου μάλλον χαίρεται γι' αυτό. Φαίνεται πως βολεύεται άνετα και αυτάρεσκα με την θεωρία του.

Ιδού ένα απάνθισμα απ' αυτούς που απομένουν για την επανάσταση: «Όσοι ασφυκτιούν από το πάρτι του εθνικισμού στην πολιτική σκηνή, στις οθόνες της τηλεόρασης και στην καθημερινή ζωή, όσοι δεν πανηγυρίζουν με την νίκη της εθνικής Ελλάδος, όσοι δεν συγκινούνται με την έπαρση της σημαίας και τις νίκες των Ελλήνων αθλητών, όσοι νιώθουν άβολα ή αδιάφορα, όταν ακούν τις διηγήσεις πατριωτισμού, των αγωνιστών του ΕΑΜ, τα νεκρόφιλα τραγούδια του Θεοδωράκη και την ποίηση του Ελύτη, όσοι είναι έτοιμοι να επανεξετάσουν την πατριωτική ιστορία του ΕΑΜ σε βάρος του, όσοι δεν υποκλίνονται στον σημερινό πατριωτισμό των υποτελών κοινωνικών τάξεων, όσοι καίνε τις ελληνικές σημαίες και όσοι δεν τις καίνε, αλλά χαίρονται γι' αυτό, όσοι δεν πιστεύουν ότι η Ελλάδα ‘είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου', όσοι γελούν με το μύθο της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, όσοι δεν λυπήθηκαν για τον βανδαλισμό του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, όσοι σιχαίνονται τις παρελάσεις και τις εθνικές εορτές…».

Αυτά λοιπόν είναι τα χαρακτηριστικά των επαναστατών, που διαπνέονται φυσικά από τον μαρξισμό και η δράση τους πρέπει να φτάνει στα άκρα. (Μερικές δεκάδες χούλιγκανς των γηπέδων ταυτίζονται με ολόκληρο τον ελληνικό λαό!!!)

Θα ήθελα να επισημάνω, ότι τα σχετικά με τους αγωνιστές του ΕΑΜ αναφέρονται κυρίως στον Μανώλη Γλέζο και «ξόφαλτσα» «γλυκανάλατα» περιλαμβάνω και τον εαυτό μου στην κατηγορία αυτή, γιατί θαυμάζω το μοναδικό στην ελληνική ιστοριογραφία έργο του Μανώλη Γλέζου για την εθνική αντίσταση, που έγραψε, και αποτελεί πατριωτικό μνημείο και ύμνο του πατριωτισμού των Ελλήνων. Επιπλέον θα έλεγα, ότι θα θαύμαζα παράλληλα και τον κ. Ιωακείμογλου (και τους ομοϊδεάτες του), αν για να δώσει το παράδειγμα και στην πράξη, που αυτό μετράει σύμφωνα με αυτά που πιστεύει και που λέει ο Μαρξ, να πήγαινε να κάψει μαζί με τους άλλους «επαναστάτες» την ελληνική σημαία και να μετείχε στον βανδαλισμό του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη.

Θα είχα φυσικά και άλλα σχόλια για τα όσα «ανιστόρητα και απίθανα» αναφέρει, αλλά μένω κατ' επιλογήν μόνο στα δύο ανωτέρω.

Μετά απ' όλα αυτά τα «επαναστατικά» που απαριθμεί ο κ. Ιωακείμογλου, και που ανήκουν όπως ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του πιστεύουν στην «ταξική θεώρηση της ιστορίας», ευτυχώς που δεν έχω πάθει παράκρουση, γιατί μελετώντας τον Μαρξ, τον οποίο μετά πάθους επικαλείται αυτή η συγκεκριμένη σχολή σκέψης και της οποίας δείγμα ανέφερα πιο πάνω, αναρωτιέμαι εμβρόντητος, με ποιον και για ποιον θα κάνουν την επανάστασή τους αυτοί οι τριάντα «αριστεροχούλιγκανς» μικροαστικής και συνεπώς αριστερίστικης συνήθως προέλευσηςαντί αλλά εκείνο που μετράει είναι να είσαι υπέρ κάποιας θετικής προοπτικής, να δίνεις εναλλακτικές λύσεις θετικής διεξόδου από τα αδιέξοδα, να δημιουργείς οράματα κι εφαρμόζεις αρχές κι αξίες και προπάντων να δίνεις θετικό παράδειγμα. του κ. Ιωακείμογλου; Αν δεν την κάνουν μαζί με την εργατική τάξη, τότε με ποιον και για ποιον, αναρωτιέμαι αγωνιωδώς και πάλι. Αυτή είναι «η ταξική θεώρηση της ιστορίας» την οποία διακηρύττουν; Και κάτι ακόμη: Εύκολα είναι να είσαι

Η κρίση που υπάρχει στη «λεγόμενη» Αριστερά δεν είναι φυσικά μόνο ελληνικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα όμως αποκτά χαρακτηριστικά θεάτρου του παραλόγου, όπως αυτά που αναφέρει με τους τριάντα ο κ. Ιωακείμογλου. Να  ήταν τουλάχιστον σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα !!!

 Στην Ελλάδα η κρίση της Αριστεράς είναι απίθμενα βαθιά και έχει τις δικές της ιδιομορφίες. Όσο η ιδεολογική αυτή κρίση δεν βγαίνει στην επιφάνεια, δεν πρόκειται η Αριστερά να ξεφύγει από τα αδιέξοδα, για να μπορέσει να δημιουργήσει μια ελπιδοφόρα και νικηφόρα προοπτική. Λες και της αρέσει να παίζει στο περιθώριο.

Δεν έχει καταλάβει, έχω την πεποίθηση και ίσως να κάνω λάθος, για να μην κάνω και τον αλάθητο Πάπα,  ότι στην Ελλάδα τα εθνικά – πατριωτικά θέματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ταοικονομικά – κοινωνικά. Δε γνωρίζει αυτή η σχολή σκέψης στην οποία ανήκει και ο κ. Ιωακείμογλου την απλή αλήθεια, ότι «αυτό που πάντα τρόμαζε την αντίδραση ήταν η ενότητα του εθνικού με τον κοινωνικό αγώνα, γιατί όποτε αυτό επιτεύχθηκε, έπεσαν θρόνοι, κατέρρευσαν αυτοκρατορίες, ανατράπηκαν καθεστώτα.[3] Δε ζούμε ούτε στη Γαλλία ούτε στις σκανδιναβικές χώρες, για να έχουμε προβλήματα μόνο κοινωνικά. Έτσι τα προβλήματα τα εθνικά τα αφήνει στο ΛΑΟΣ. Φτάνει κανείς καμιά φορά αναγκαστικά και στο συμπέρασμα: Μήπως επιθυμεί να υπάρχει κάποιος Καρατζαφέρης, για να δικαιολογεί την ύπαρξή της; Μου θυμίζει μάλιστα το ποίημα του μεγάλου Έλληνα ποιητή «Τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους». Τι θα γίνει αυτή η σχολή σκέψης που λέει ότι λίγο πολύ όλοι οι Έλληνες είναι εθνικιστές, αν δεν υπάρχουν πραγματικά εθνικιστές στην Ελλάδα;  Απλούστατα δεν θα έχει λόγο ύπαρξης. Άρα πρέπει να τους κατασκευάσει! Γιατί αλλιώς δεν ευσταθεί η θεωρία της. Αλλά κι' αν κάνουμε, υπόθεση εργασίας, και πούμε ότι οι Έλληνες είναι στην πλειοψηφία τους εθνικιστές (και συνεπώς σοβινιστές, ρατσιστές κ.λπ) τι έκανε η Αριστερά για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη; Ή μήπως οι Έλληνες από κληρονομικότητα είναι εθνικιστές; Άρα δεν αλλάζουν; Πολύ πιθανόν αυτή η σχολή σκέψης να φαντάζεται ότι αυτή είναι η πραγματικότητα.

Ας δούμε όμως τι λέει ο Μαρξ πάνω σ' αυτά τα ακατανόητα και επικίνδυνα και τα χαρακτηρίζω, γι' αυτό το λόγο προκαταβολικά, αντιδραστικά για το κρίσιμο θέμα. Όχι από πρόθεση, το λέω για να μην υπάρχει παρεξήγηση. Πρόθεση καταλογίζω πάντα σε εκείνους που ενεργούν με ιδιοτέλεια.

Λέει λοιπόν ο Μαρξ κάτι πολύ σημαντικό: «Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει νακατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη».[4]     Και μόνο μ' αυτή τη φράση διαγράφει αυτομάτως τους τριάντα επαναστάτες του κ. Ιωακείμογλου από τη λίστα των επαναστατών και όλη την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει στο άρθρο του.

Δε χρειάζεται άλλη επιχειρηματολογία κατά την γνώμη μου, γι' αυτό θα συνεχίσω με το ερώτημα: Τι εννοεί άραγε ο Μαρξ μ' αυτό του τον αφορισμό, που μπορεί να πει κανείς πως σ' αυτόν περιλαμβάνεται όλη η κοσμοθεωρία του για την εργατική τάξη; Στη βαρυσήμαντη αυτή θέση, η λέξη «πρέπει», κατά την άποψή μου, δεν είναι τυχαία. Ο Μαρξ ήθελε καθαρά και ξάστερα να υποδηλώσει ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης δεν ήταν κατοχυρωμένη,  γιατί μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση ή να αναιρεθεί. Για να γίνει ή αλήθεια αυτή πιο κατανοητή: Όταν η εργατική τάξη (και οι σύμμαχοί της) δεν απελευθερώνεται με δική της αυτενέργεια (ο Μαρξ μιλάει μάλιστα για «αυτοκυβέρνηση των παραγωγών» (βλ. Η Κομμούνα του Παρισιού του 1871), όταν δηλαδή η ίδια δεν φτάνει σ' εκείνο το βαθμό συνειδητότητας, που είναι απαραίτητη, για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της χειραφέτησης ή απελευθέρωσης από την ίδια, χωρίς έναν οποιονδήποτε εξαναγκασμό απ' έξω, τότε δεν διασφαλίζεται με κανέναν τρόπο η πραγματική της χειραφέτηση. Για να γίνει αυτή η απελευθερωτική διαδικασία ακόμη πιο σαφής, γιατί έχει τεράστια σημασία, για τη συζήτηση και του τρόπου  και των μέσων αυτής της απελευθέρωσης, πρέπει να τονίσω ότι κανένας εξωγενής παράγοντας (σ' αυτούς δεν περιλαμβάνονται και οι τριάντα του κ. Ιωακείμογλου, γιατί δεν έχουν καμία σχέση με την εργατική τάξη) είτε είναι φωτισμένη ηγεσία είτε είναι πρωτοπορία της πρωτοπορίας, δηλ. κομμουνιστικό κόμμα, δεν μπορεί να οδηγήσει στην αληθινή χειραφέτηση. Η ιστορία γενικά απέδειξε, αλλά και η σοβιετική εμπειρία επιβεβαίωσε ειδικότερα ότι ήταν όχι μόνο αδύνατο, μα και ολέθριο (βλ. υπαρκτό σοσιαλισμό και που κατέληξε).

Θα επικαλεστώ και την μαρτυρία για το ίδιο θέμα της καλύτερης μαθήτριας του Μαρξ, της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Κάνοντας κριτική στον Λένιν για τις αυταρχικές και συγκεντρωτικές μεθόδους που ακολουθούσε απέναντι στο προλεταριάτο εξέφρασε και την ακόλουθη άποψη: «Ακόμη αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι το έργο της τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας που διευθύνει στο όνομα της τάξης. Με άλλα λόγια πρέπει να προχωρεί  ανάλογα με την ενεργό συμμετοχή των μαζών, να παραμένει κάτω από την άμεση επίδρασή τους, να υποτάσσεται  στον έλεγχο ολόκληρου του λαού και να είναι προϊόν της αυξανόμενης διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών».[5] Σχεδόν προφητικές οι απόψεις της. Όμως καλό είναι να θυμηθούμε και τα λόγια ενός μεγάλου Έλληνα επαναστάτη, του Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη), που το απόσταγμα της μακρόχρονης εμπειρίας του εμπεριέχεται στην ακόλουθη φράση: «Η επανάσταση για να ολοκληρωθεί απαιτεί την κινητοποίηση και την οργάνωση των μαζών, που εξασφαλίζουν την πιο πλατιά, συνειδητή συμμετοχή τους σε όλες τις αποφάσεις που πραγματώνουν το περιεχόμενό της. Η κατοχύρωση της πραγματικής συμμετοχής των μαζών πρέπει να είναι ο στόχος κάθε κυβέρνησης, κόμματος ή συνδικάτου που θέλει να λέγεται σοσιαλιστικό».[6] Περαιτέρω ανάλυση στα σχετικά αυτά θέματα στη μελέτη μου: Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006.

Εν κατακλείδι ως αναμφισβήτητο συμπέρασμα: Οι θέσεις που εκφράζονται στο άρθρο του κ. Ηλία Ιωακείμογλου όχι μόνο δεν είναι μαρξιστικές, αλλά – ας με συμπαθά – είναι απεναντίας βαθιά σκοταδιστικές.

 Και ως επίλογος: επανάσταση δεν γίνεται χωρίς την εργατική τάξη και τους συμμάχους της  Και για να μην υπάρχει παρεξήγηση: Για τους «αριστεροχούλιγκανς», όπως τους ονομάζω, έχω απόλυτη κατανόηση και πραγματική συμπάθεια, γιατί είναι θύματα. Άλλοι είναι, οι θεωρητικοί και ιδεολογικοί αυτουργοί. Τους διδάσκουν πως και τι θα καταστρέφουν, αλλά όχι τι θα οικοδομούν στη θέση αυτού που καταστρέφουν. Τους διδάσκουν πως θα καταστρέψουν τις, όπως τις λένε, αστικές αξίες πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, αλλά όχι τι θα οικοδομήσουν στη θέση τους  κι αυτό γιατί οι ίδιοι δεν έχουν όραμα για μια καλύτερη κοινωνία τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. 

Οφείλω όμως μια απάντηση στο ερώτημα που έθεσα με τον τίτλο του άρθρου μου: Με ποιους είμαι ?

 Είμαι με την αυτόβουλη εργατική τάξη του Κ. Μαρξ, την ελευθερία έκφρασης του διαφορετικού της Ρ. Λούξεμπουργκ, την Εθνική Αντίσταση  του Μανώλη Γλέζου και τον εθνισμό του Πάμπλο. Ο τελευταίος μάλιστα, πριν πεθάνει, άφησε ως παρακαταθήκη στις καινούργιες γενιές τον τίτλο τιμής: «Είμαι εθνιστής».    

 

 



[1] Βλ. Λαοκράτης Βάσης, Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. «Ταξιδευτής», Αθήνα 2008, σ. 42.

[2] βλ. άρθρο τους στην «Εποχή», 24.12.2006

[3] βλ. «Νέος αγωνιστής», τεύχος 1, Απρίλιος 2007, σ. 11

[4] βλ. Κ. Μαρξ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης των εργατών, στο Κ. Μαρξ – Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Ι, σ. 452

[5] βλ. Ρ. Λούξεμπουργκ, «Δημοκρατία και ελευθερία», στο Ρ. Λούξεμπουργκ, Όλα τα έργα, τόμ. Ι, εκδ. «Υδροχόος», Αθήνα 1972, σ. 104

[6] βλ. Μιχάλης Ράπτης, (Πάμπλο), Αυτοδιαχείριση – Σοσιαλισμός, πολιτικά κείμενα, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σ. 72.