Του Ντίνου Τουμάζου

 

Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Θεωρώ πως ευτύχησα να έχω τους καλύτερους φίλους. Αισθάνομαι ότι πήρα μέχρι τώρα τόσα πολλά απ’ αυτούς, που είμαι γεμάτος για δέκα τουλάχιστον ζωές.

Κι όμως ξαφνικά ένιωσα φτωχός. Πολύ φτωχός. Ένας από αυτούς τους φίλους-θησαυρούς, τους φίλους-μέντορες, που ήρθε απρόσμενα στη ζωή μου τις πρώτες μόλις μέρες των φοιτητικών μου χρόνων, ταξιδεύει τώρα για τις ουράνιες πολιτείες, παραμένοντας όμως αθάνατος για μένα. Γιατί παρότι δυο-τρία μόλις χρόνια μεγαλύτερός μου στην ηλικία, στα είκοσι και στα είκοσι δύο μας, μου φάνηκε θεός όταν τον πρωτοσυνάντησα: Εγώ να ανάβω από πάθος για τις ιδέες μας, αυτός ήρεμος, πράος, γαλήνιος (σε βαθμό που τότε δεν ανεχόμουν), με το παιδικό του πρόσωπο να αποπνέει κατανόηση και καλοσύνη, να με ξεναγεί στη βιβλιοθήκη του μέσα στο ημιυπόγειο διαμέρισμα στους Αμπελοκήπους, να με μυεί στη διαδικασία άντλησης της γνώσης, στη σοφία που ο ίδιος αποθησαύριζε.

 

Τον θυμάμαι να μας γνωρίζει αργότερα όλο το φάσμα της πολιτικής και πνευματικής ζωής της τότε Αθήνας, να μας οδηγεί στον Ηλιού και στον Κύρκο, στην Τσουδερού και στον Πεσματζόγλου, στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μόλις είχαν ανοίξει στη Βασιλίσσης Σοφίας, μαζί με τον Νίκο, τον Χρήστο και τη Φρύνη, τη Βαρβάρα και τη Νίτσα, τη Σωτηρούλα, τον Λάκη, τον Σίμο, με όλους τους καλούς φίλους, πατριώτες και συναγωνιστές της εποχής εκείνης.

 

Ανέκαθεν κοινωνικά ευαίσθητος, με προωθημένες για την εποχή απόψεις και θέσεις, συγκεκριμένος και πρακτικός, ύφαινε αθόρυβα τον ιστό της φιλοσοφικής μου προσέγγισης στα διάφορα που μας απασχολούσαν.

 

Χωρίσαμε έκτοτε, ακολουθώντας διαφορετικούς γεωγραφικούς δρόμους και επαγγελματικές πορείες. Αγαθή όμως τύχη μας έφερε και πάλι κοντά: συναντηθήκαμε ξανά στους αντίποδες και συνεχίσαμε από εκεί που ξεκινήσαμε, με τον Σταύρο πάντα έτοιμο να συνδυάζει ιδεολογία και ρεαλισμό, πάντα ικανό να ισορροπεί ανάμεσα στη σχετικότητα της πραγματικότητας και το απόλυτο των ιδανικών, με την πίστη ότι αξίζει να ζούμε για κάτι υψηλό, κάτι ικανό να κάνει τους ανθρώπους περισσότερο ανθρώπους.

 

Λένε πως οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους ξεχνούμε. Άλλοι πάλι λένε πως οι ωραίοι αυτού του κόσμου μεταμορφώνονται σε πουλιά, πετούν ελεύθερα πάνω από τα κεφάλια μας και μας θυμίζουν ότι οι αληθινές αξίες επιβιώνουν ακόμη και στους πιο σαθρούς καιρούς. Το βάρος της απώλειας για μένα αντισταθμίζει κάπως η ευτυχία να γνωρίσεις τέτοιους ανθρώπους. Ακόμη μεγαλύτερη απώλεια θα ήταν αν δεν τους είχες συναντήσει

 

Καλό ταξίδι, φίλε και αδερφέ!