Της Αγγελικής Σπανού

Ενας συνταξιούχος του ΟΤΕ έκανε την αρχή προπηλακίζοντας τον Κωστή Χατζηδάκη και από τότε οι επιθέσεις εναντίον πολιτικών προσώπων ή άλλων “συστημικών” έγιναν συρμός. Κρεμάλες στήθηκαν έξω από τη Βουλή, οι ιαχές για Γουδιά και εκτελέσεις αντήχησαν παντού και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ο Καστανίδης αποδοκιμάστηκε στο σινεμά, ο Βενιζέλος γιαουρτώθηκε από μέλος τοπικής οργάνωσης ΠΑΣΟΚ στην Εθνική Συνδιάσκεψη, η παρουσία στις παρελάσεις θεωρείται extreme sport και το πολιτικό σύστημα ψάχνεται πώς να κατευνάσει ή να αποφύγει τη λαϊκή οργή.

Υπάρχουν πολλοί και σοβαροί λόγοι για να περάσει κανείς τα όρια: Την κρίση πληρώνουν μισθωτοί, συνταξιούχοι και κάθε ειλικρινής φορολογούμενος, ενώ γύρω μας κυκλοφορεί βαρύς και μαύρος πλούτος. Το πολιτικό προσωπικό έχει κάκιστες επιδόσεις στη διαχείριση και ελέγχεται για τον αξιακό του κώδικα. Το βιοτικό επίπεδο των πολλών υποβαθμίζεται βίαια την ώρα που δεν έχει γίνει καμία σοβαρή προσπάθεια για ανάταξη της ελληνικής οικονομίας με δίκαιο τρόπο: Σύλληψη της φοροδιαφυγής, αποκρατικοποιήσεις, εξορθολογισμός της δημόσιας διοίκησης, ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας, δημιουργία πρόσφορου για επενδύσεις περιβάλλοντος.

Ο συνταξιούχος φτωχαίνει, ο δημόσιος υπάλληλος φτωχαίνει κι αυτός, στον ιδιωτικό τομέα η απλήρωτη εργασία θεωρείται προνόμιο μπροστά στην απόλυση, η αγορά ασφυκτιά, τα λουκέτα πολλαπλασιάζονται, οι φόροι πληθαίνουν, η κοινωνία εξουθενώνεται. Πώς να μην εκραγεί ο απογοητευμένος, ο πικραμένος, ο απελπισμένος;

Ομως: Είναι άλλη η οργή του πελάτη του δικομματισμού, που αλλιώς του τα είχαν πει κι αλλιώς τα βρήκε. Είναι άλλος ο θυμός της νέας γενιάς που πληρώνει και θα πληρώσει λάθη και παραλείψεις των προηγούμενων. Είναι άλλο το μέγεθος και το βάθος του αδιεξόδου των αποκλεισμένων που ζουν ήδη σε έναν κόσμο χωριστά.

Οχι, δεν έχει δίκιο ο συνταξιούχος που έμαθε στα γεράματα να πετάει νεράντζια ούτε ο κομματικός που εξεγείρεται ρίχνοντας γιαούρτια. Δεν υπάρχει καμία σοβαρή αιτιολογία για τον εκφασισμό μέρους της ελληνικής κοινωνίας που αποδίδει τιμές στους παπάδες και στο στρατό (όπως συνέβη στη Ρόδο) και χουλιγκανίζει όταν βλέπει πολιτικούς -γενικώς. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμία ανοχή στη ριζοσπαστικοποίηση της μεσαίας τάξης, όταν εκδηλώνεται με αυτόν τον τρόπο. Γιατί η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που προπηλάκισαν τον Χατζηδάκη και σε εκείνους που έκαψαν το “Αττικόν” δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θα ήθελαν οι χειροκροτητές του μικροαστικού τραμπουκισμού. Τους χωρίζει μια κλωστή.

Πηγή