Του Νίκου Κοτζιά

Το αλφαβητάρι της εξωτερικής πολιτικής μάς διδάσκει ότι, προκειμένου να έχει μια χώρα περιθώρια κέρδους σε συστήματα διαπραγματεύσεων, όπως είναι η Ε.Ε., θα πρέπει έγκαιρα να διαμορφώνει ένα διπλό πλέγμα θέσεων και προτάσεων. Με αυτές οφείλει, πρώτον, να τοποθετείται ως προς το τι είδους Ε.Ε. επιδιώκει και ποια είναι εκείνη η διαδικασία ενοποίησης που αντιστοιχεί στα συμφέροντά της. Δεύτερον, να προσδιορίσει τις εθνικά συμφέρουσες άμεσες διεκδικήσεις. Δυστυχώς, στην ελληνική εξωτερική πολιτική, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, δεν υπάρχει καμία καινούργια και επικαιροποιημένη επεξεργασία θέσεων ως προς τις απόψεις της Ελλάδας για την Ε.Ε.

Η σημασία της έλλειψης μιας ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής

Η έλλειψη επεξεργασιών οφείλεται στο γεγονός ότι η πλειοψηφία της πολιτικής όπως και της ακαδημαϊκής κοινότητας διακρίνεται από μια αυξανόμενη τάση παθητικής καταγραφής του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Η μεν ακαδημαϊκή κοινότητα έχει υιοθετήσει άκριτα το σχήμα του «εξευρωπαϊσμού» από τα κέντρα της Ε.Ε. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το ζητούμενο είναι σε ποιον βαθμό μια χώρα αποδέχεται τον εισαγόμενο «εξευρωπαϊσμό», αλλά όχι σε ποιον βαθμό επηρεάζει η ίδια αυτή τη διαδικασία εξευρωπαϊσμού. Το τι είναι «ευρωπαϊκό» εμφανίζεται ως κάτι το «ξένο» και, ακόμα χειρότερα, κάτι το δοσμένο, έξω από εμάς. Η δε πολιτική περιορίζεται όλο και περισσότερο στην εκ των υστέρων αντίδραση. Αντί, δηλαδή, να ετοιμάζει προτάσεις της Ελληνικής Πολιτείας και να τις υποβάλλει και διεκδικεί με σθένος, αναμένει τις προτάσεις τρίτων και κατόπιν κάνει σχολιασμούς καθώς και προτάσεις αλλαγών σε ορισμένα σημεία. Αυτή η επιλογή σημαίνει, όμως, ότι στο κύριο σώμα των ευρωπαϊκών αποφάσεων, η Ελλάδα απλώς αποδέχεται τις προτάσεις τρίτων, τις οποίες και δεν επηρεάζει.

Το αποκορύφωμα της παθητικής πολιτικής του «εξευρωπαϊσμού» το ζήσαμε τα τρία τελευταία χρόνια. Ηταν εκείνη η στάση σύμφωνα με την οποία οι εντολές των ξένων, Βερολίνου, Βρυξελλών και τρόικας θεωρήθηκαν ισότιμες των Αγίων Γραφών και προαπαιτούμενο της παραμονής μας στην Ε.Ε. Με άλλα λόγια, αντί να καταστρώσουμε ένα σχέδιο ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής στην εποχή της κρίσης, παραιτηθήκαμε ως χώρα από αυτό το καθήκον και δικαίωμα. Στη συνέχεια, η αποδοχή αυτών των μονομερών οδηγιών από τις προαναφερθείσες δυνάμεις προβλήθηκε και θεωρήθηκε ως προϋπόθεση παραμονής στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν ωμές παραβιάσεις όχι μόνο των εθνικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δημοκρατικής κυριαρχίας του κοινοβουλίου, αλλά και των ίδιων των συνθηκών ίδρυσης και παραπέρα ανάπτυξης της ΕΟΚ και της Ε.Ε.

Η παθητική στάση στη διάρκεια της κρίσης

Η παθητική γραμμή –έναντι των εξελίξεων στην Ε.Ε.– εκδηλώθηκε σε όλο της το μεγαλείο στη διάρκεια της κρίσης. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διατύπωσαν ουσιαστικές εθνικές θέσεις. Δεν έχουν γνώμη επί των αλλαγών που σχεδιάζονται στην Ε.Ε. Μάλιστα, ο προηγούμενος υπουργός Εξωτερικών, για να μην ξεχνιόμαστε, έφτασε στο σημείο, πριν καν συνεδριάσει το πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον τότε πρωθυπουργό Παπαδήμο, να δηλώνει από το Βερολίνο ότι η Ελλάδα συμφωνεί με τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς της Γερμανίας!

Οι ελληνικές κυβερνήσεις που παριστάνουν τις φιλοευρωπαϊκές στην ουσία έχουν ταυτίσει την Ε.Ε. με τον νεοφιλελευθερισμό. Κάθε άλλη πολιτική πρόταση που έχει ως αφετηρία τις (ιδρυτικές) αρχές και αξίες της ΕΟΚ/Ε.Ε. τη θεωρούν αντιευρωπαϊκή και επικίνδυνη για την Ευρώπη και το μέλλον της χώρας σε αυτήν. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει χειρότερος αντιευρωπαϊσμός από το να ταυτίζει κανείς το σήμερα και το αύριο της Ευρώπης με τις επιλογές της Μέρκελ.

Στο πλαίσιο της πολιτικής παθητικότητας, όπως έδειξε και η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής, η ελληνική πλευρά δεν ερευνά ωφέλιμα σενάρια για την Ελλάδα και, κατά συνέπεια, δεν προβάλλει σχέδια για τη διαπραγματευτική της θέση στην Ε.Ε. Αντίθετα, υιοθετεί πανικόβλητα τα χειρότερα από τα σενάρια που προβάλλουν οι δανειστές και οι πολιτικοί κρατών της Ε.Ε. μέσω των ιδρυμάτων και των ΜΜΕ που ελέγχουν. Αυτοί όλοι κάνουν τη δουλειά τους, αλλά δεν είναι δική μας δουλειά να αναπαράγουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ τα δικά τους σενάρια. Οφείλουμε ως Ελλάδα να επεξεργαστούμε τα δικά μας.

Τρεις κατηγορίες σεναρίων

Τα σενάρια που διατυπώνονται και μπορούμε να διατυπώσουμε χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τι σχεδιάζουν οι άλλοι να κάνουν και πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό, τι μπορεί να συμβεί ανεξάρτητα από τους σχεδιασμούς όλων μας και τι μπορεί να αποφασίσει να πράξει η Ελλάδα και σε ποιον βαθμό μια τέτοια επιλογή έχει πιθανότητες επιτυχίας. Τα τελευταία προϋποθέτουν ότι σκεφτόμαστε με βάση τα ελληνικά συμφέροντα και την ελληνική αντίληψη για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, και όχι με βάση το τι μας λένε και μας επιτρέπουν οι ξένοι. Δυστυχώς, μεγάλο κομμάτι της επιστημονικής κοινότητας στηρίζει τα τελευταία και η κυρίαρχη πολιτική τα παπαγαλίζει. Το χειρότερο είναι ότι συχνά έχουν πείσει τον εαυτό τους πως τα σενάρια των δανειστών μας είναι μονόδρομος και ότι δεν έχουμε δυνατότητες επιλογών και δράσεων, παρά μόνο παθητικής αποδοχής τους «προκειμένου να μη συμβούν τα χειρότερα».

Η πρώτη ομάδα σεναρίων είναι αυτά που εισάγονται από το εξωτερικό (βέβαια, υπάρχουν αρκετοί Ελληνες νεοραγιάδες που έχουν συμβάλει στη διαμόρφωσή τους). Σύμφωνα με αυτά τα σενάρια, η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού και έχει μόνο έναν δρόμο να ακολουθήσει: να εφαρμόσει χωρίς πολλές κουβέντες τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Ακόμα κι αν αυτές είναι προβληματικές, είναι καλύτερες από «τον δρόμο της εξόδου από την Ευρωζώνη», μολονότι ορισμένα σενάρια προβλέπουν ότι τελικά, έτσι και αλλιώς, θα «μας διώξουν» από την Ευρωζώνη. Τα σενάρια αυτά συμβάλλουν στην πειθάρχηση της Ελλάδας στην τρόικα και της ελληνικής κοινωνίας στα συμφέροντα της ολιγαρχικής διαπλοκής. Αν και δεν έχουν νομική βάση, η συνεχής επίκλησή τους προκάλεσε τουλάχιστον δύο μεγάλα προβλήματα.

Το πρώτο πρόβλημα προέκυψε από την επαναλαμβανόμενη και επίμονη επίκληση του επιχειρήματος της χρεοκοπίας προκειμένου να υποταγεί η ελληνική κοινωνία. Αυτό δημιούργησε τρία κύματα πανικού (το τελευταίο προεκλογικά), που οδήγησαν 75 δισεκατομμύρια ευρώ καταθέσεις στο εξωτερικό ή κάτω από το στρώμα. Το αποτέλεσμα ήταν η περαιτέρω έλλειψη ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και η κατακόρυφη αύξηση του δανεισμού της χώρας. Οπως έχω επισημάνει, αυτός ακριβώς ο πανικός που δημιούργησαν πολλαπλώς οι φιλομνημονιακοί μπορεί να αποτελέσει πραγματική αιτία χρεοκοπίας της χώρας. Το δεύτερο πρόβλημα είναι πιο στρατηγικό. Στο όνομα των προβαλλόμενων κινδύνων συνεχίζεται μια πολιτική που βαθαίνει και παρατείνει την ύφεση στη χώρα και καθιστά τον κίνδυνο χρεοκοπίας όλο και μεγαλύτερο. Κατά συνέπεια, οι προβλέψεις του πρώτου σεναρίου μπορούν να επιβεβαιωθούν, αλλά για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που επικαλείται το σενάριο. Για αυτό, κάθε υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση οφείλει να επιβάλλει τη σιωπή στους φορείς αυτών των σεναρίων και να τους υπενθυμίσει ότι πράττουν ποινικό αδίκημα.

Τα δεύτερα σενάρια μπορεί να οδηγήσουν όλη την Ε.Ε. σε χάος. Να λειτουργήσουν ως μπούμερανγκ στη Γερμανία, που παίζει με τη φωτιά, ιδιαίτερα όταν ρίχνει βενζίνη στην καμένη γη. Η Ελλάδα οφείλει να εξηγήσει στους εταίρους τις ευθύνες που έχουν για αυτού του είδους τα παιχνίδια, αλλά και να ετοιμαστεί για μια τέτοια περίπτωση, την οποία δεν επιθυμεί, αλλά μπορεί να προκύψει. Κι αυτό διότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι η ίδια η Ε.Ε./Ευρωζώνη μπορεί να υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές εξαιτίας της ανευθυνότητας που επιδεικνύουν οι πλεονασματικές χώρες του Βορρά.

Τέλος, το τρίτο σενάριο είναι αυτό που έπρεπε να προβάλλει η Ελλάδα. Να προβάλλει την αδύναμη θέση της ως πρόβλημα όλης της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις σε Ισπανία, Ιταλία και πιθανόν σε Γαλλία. Μάλιστα, θα ήταν πειστική αν δεν είχαν προλάβει οι κυβερνώντες να δηλώσουν υποταγή στους σχεδιασμούς και τις απαιτήσεις των δανειστών. Να αξιοποιήσει το γεγονός ότι η δική της κρίση μπορεί να λειτουργήσει άκρως προβληματικά για εκείνους που εκβιάζουν τη χώρα. Με άλλα λόγια, να θέσει φραγμό στους εκβιασμούς και τους εκφοβισμούς, καθότι ήδη «βρεγμένη» και σε μεγάλο βαθμό καταστραμμένη. Να εξηγήσει γιατί για τη χώρα έχει μεγάλη σημασία από ποιο σημείο θα εκκινήσει την εκ νέου προσπάθεια να φτιάξει το μέλλον της. Για αυτό, χρειάζεται μια διαφορετική, δημοκρατική, πατριωτική, αντιμνημονιακή κυβέρνηση που να αντιστέκεται στις σειρήνες των κινδυνολόγων, να αξιολογεί με νηφαλιότητα τα σενάρια και σχέδιά τους. Να διαπραγματεύεται με υπομονή στη βάση δικών της συμφερόντων και σχεδιασμών.