Των Cinzia Alcidi και Daniel Gros, Thinking Ahead for Europe

Γιατί η Ελλάδα παραμένει βυθισμένη στην ύφεση; Γιατί το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει περί το 20%; Μέρος της εξήγησης είναι ασφαλώς η αναστάτωση που προκλήθηκε από την de facto χρεοκοπία και την παρατεταμένη αβεβαιότητα για το εάν η χώρα θα παραμείνει στην ευρωζώνη. Αλλά ένα άλλο μέρος της εξήγησης για την πολύ μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες που βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια και υποβάλλονται σε δημοσιονομική εξυγίανση, είναι απλώς ότι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιδιαίτερα δυσμενή συνδυασμό παραγόντων: την ανάγκη να διεξάγει σε μεγάλη δημοσιονομική διόρθωση, υψηλούς πολλαπλασιαστές και κακή επίδοση των εξαγωγών.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει μια μεγάλη δημοσιονομική διόρθωση. Η αβεβαιότητα προκύπτει από το εύρος των συνεπειών της στην οικονομία. Κάθε δημοσιονομική εξυγίανση έχει αρνητική επίδραση στη ζήτηση μέσω του λεγόμενου (Κεϋνσιανού ή) δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή: όταν οι δημόσιες δαπάνες υποχωρούν, το εισόδημα μειώνεται και το ίδιο κάνει και η κατανάλωση, που με τη σειρά του οδηγεί σε επιπλέον πτώση του ΑΕΠ.

Τα πρότυπα κείμενα εμφανίζουν ότι το μέγεθος του κεϋνσιανού πολλαπλασιαστή, ο οποίος μας λέει για το τελικό αποτέλεσμα της δημοσιονομικής εξυγίανσης στην παραγωγή, αποφασίζεται από τρεις παράγοντες: από την τάση για αποταμίευση, το βαθμό ανοίγματος του εμπορίου και τη (μη εφάπαξ) φορολογία. Ειδικότερα, ο πολλαπλασιαστής είναι μεγάλος όταν ο ρυθμός αποταμίευσης είναι χαμηλός, ο βαθμός στον οποίο θεωρείται «ανοιχτό» το εμπόριο είναι χαμηλός και ο μέσος φορολογικός συντελεστής είναι χαμηλός. Πραγματικά, υπό αυτές τις υποθέσεις, οι διαρροές είναι μικρές και οι αλλαγές σε εξωγενείς συνιστώσες της ζήτησης τροφοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό, και σε διαφορετικές φάσεις, του ΑΕΠ. Η ελληνική οικονομία ενσωματώνει έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών που οδηγούν σε ένα μεγάλο πολλαπλασιαστή: χαμηλές αποταμιεύσεις, σχετικά χαμηλή βαρύτητα του εμπορίου και χαμηλούς (αποτελεσματικούς) φορολογικούς συντελεστές. Ασφαλώς, ο μηχανισμός αυτός χρησιμοποιείται τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές αλλαγές στη ζήτηση, η οποία κάνει έναν μεγάλο πολλαπλασιαστεί είτε ευλογία είτε κατάρα.

Ένας χαμηλός βαθμός απελευθέρωσης του εμπορίου δεν επηρεάζει μόνο το μέγεθος του πολλαπλασιαστή, σημαίνει επίσης ότι είναι δύσκολο για τις εξαγωγές να λειτουργήσουν ως αντιστάθμισμα σε μια δημοσιονομική σύσφιξη. Αντιστοίχως, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα θα μπορούσε να περιγραφεί ως την ανάγκη για μια πολύ μεγάλη προσαρμογή χωρίς βαλβίδα ασφαλείας.

Ο συνδυασμός ενός υψηλού πολλαπλασιαστή με ένα μεγάλο αρχικό έλλειμμα, το οποίο πρέπει να μειωθεί, χωρίς αμφιβολία, υποδηλώνει ότι το κόστος παραγωγής της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής θα είναι μεγάλο. Αυτό θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ήδη από την αρχή του πρώτου ελληνικού προγράμματος. Πραγματικά, υπάρχει κάποια σύγκλιση ότι απλοί κεϋνσιανοί πολλαπλασιαστές παρέχουν ένα χρήσιμο κανόνα σε ένα περιβάλλον μηδενικού επιτοκίου ή σε ένα στο οποίο το τραπεζικό σύστημα είναι δυσλειτουργικό, όπως στην Ελλάδα, για να εκτιμηθεί η επίδραση των δημοσιονομικών πολιτικών στο ΑΕΠ. Μια πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ (2012) το επιβεβαιώνει αυτό και βρίσκει αποδείξεις πολύ μεγαλύτερων πολλαπλασιαστών στη διάρκεια της περιόδου της κρίσης, από ό,τι είχε προηγουμένως υποτεθεί. Οι νέες εκτιμήσεις του ΔΝΤ υποδηλώνουν ότι, σε προηγμένες οικονομίες, οι πραγματικοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές κυμαίνονται μεταξύ 0,9-1,7. Αυτό το εύρος είναι σχεδόν όμοιο με τις εκτιμήσεις ενός απλού κεϋνσιανού πολλαπλασιαστή που βρίσκει κανείς εάν χρησιμοποιήσει πραγματικά στοιχεία για τις αποταμιεύσεις, τους φόρους και τις εισαγωγές για τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, χρησιμοποιώντας παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια ενός αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος πριν από την κρίση.

Η πρώτη στήλη του Πίνακα 1, η οποία βασίζεται στο κείμενο του Gros (2012), αναφέρει πολύ απλοϊκές εκτιμήσεις των κεϋνσιανών πολλαπλασιαστών για τις χώρες της ευρωζώνης που βρίσκονται υπό πίεση. Αυτές κυμαίνονται από 0,8% για την Ιταλία, μέχρι το 1,4% για την Ελλάδα, πολύ κοντά δηλαδή στο εύρος που αναφέρεται στη μελέτη του ΔΝΤ.

Με βάση αυτούς τους πολλαπλασιαστές και την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή (αναφέρεται στη στήλη 2 από το 2010), είναι δυνατό να υπολογίσουμε την αναμενόμενη πτώση στην παραγωγή (σε σχέση με την αρχική τιμή) που φαίνεται στη στήλη 3.

Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει τους μεγαλύτερους πολλαπλασιαστές και την μεγαλύτερη απαιτούμενη προσαρμογή, δεν αποτελεί έκπληξη ότι εμφανίζει επίσης την μεγαλύτερη «αναμενόμενη» πτώση στο ΑΕΠ. Αυτό είναι εξαιρετικά μεγάλο, δηλαδή στις τάξεις του 17% και, εκ των υστέρων, όχι μακριά από ό,τι έχει υλοποιήσει μέχρι τώρα.

Αυτό σημαίνει ότι μια πολύ μεγάλη, διψήφια πτώση στο ελληνικό ΑΕΠ, θα πρέπει συνεπώς να αναμενόταν ήδη από την αρχή του πρώτου προγράμματος. Δεν ήταν μυστικό ούτε και τότε ότι η Ελλάδα έπρεπε να αναλάβει μια πολύ μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή και ότι ήταν μια σχετικά κλειστή οικονομία με χαμηλή φορολογία και ρυθμούς αποταμίευσης. Ασφαλώς, η αναποφασιστικότητα γύρω από την αναδιάρθρωση του χρέους του 2012 και το ρίσκο μετατροπής, συνεισέφεραν και πιθανώς ακόμη το κάνουν ως περαιτέρω πηγές αρνητικών σοκ, αλλά ακόμη και χωρίς αυτές, οι προσαρμογές θα ήταν πολύ επώδυνες.

Τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα είναι: πόσα ακόμη μένει να γίνουν και ποιες περαιτέρω απώλειες θα πρέπει να περιμένει κανείς αναφορικά με το ΑΕΠ μέχρι να κλείσει το χάσμα; Αυτά τα ερωτήματα είναι δύσκολο να απαντηθούν όχι μόνο καθώς ο πολλαπλασιαστής παρέχει έναν rule of thumb (ένα μέσο εκτίμησης που γίνεται σύμφωνα με έναν έτοιμο πρακτικό κανόνα, και που δεν βασίζεται σε επιστημονική ή ακριβή μέτρηση), αλλά επίσης διότι τα σχετικά στοιχεία που μετρούν τη δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα είναι πολύ αβέβαια (το Πλαίσιο 1 εξετάζει λεπτομερώς αυτό το ζήτημα).

Εξισορροπώντας τη δημοσιονομική συρρίκνωση μέσω εξαγωγών;
Στην πιο απλή ανάλυση πολλαπλασιαστή, εξετάζονται δύο αυτόνομες συνιστώσες των δαπανών της συνολικής ζήτησης:  οι δημόσιες δαπάνες (πλην εφάπαξ φόρων) και οι εξαγωγές. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, και τα δύο θα πρέπει να έχουν την ίδια επίδραση πολλαπλασιαστή στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι μια αύξηση των εξαγωγών θα μπορούσε να αντισταθμίσει, τουλάχιστον εν μέρει, τη συσταλτική επίδραση της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Πραγματικά, αυτό φαίνεται να συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης (Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία), αλλά όχι στην Ελλάδα. Οι ελληνικές εξαγωγές (αγαθών και υπηρεσιών) είναι τώρα (2012) χαμηλότερες σε σχέση με το αποκορύφωμά τους το 2008.

Box 1: Η αβέβαια δημοσιονομική θέση της Ελλάδας
Εν μέρει, διαπιστώνουμε ότι είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε τη δημοσιονομική θέση της Ελλάδας σήμερα και να αξιολογήσουμε που βρίσκεται η διαδικασία προσαρμογής. Δεδομένου των μεγάλου (κατ’ εκτίμηση) ελλείμματος στην παραγωγή, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του πραγματικού δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος, προσαρμοσμένου είτε για τον κύκλο, είτε για την απόκλιση του πραγματικού ΑΕΠ από την τάση του.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιεύει τρεις σειρές στοιχείων για το έλλειμμα:
1. Το headline ή πραγματικός αριθμός (καθαρός δανεισμός),
2. Το έλλειμμα που θα μπορούσε κάποιος να αποκτήσει υποθέτοντας ότι το έλλειμμα της παραγωγής είναι αντίστοιχο με μηδέν (κυκλικά προσαρμοσμένος καθαρός δανεισμός) και
3. Το έλλειμμα που ένας θα μπορούσε να έχει υποθέτοντας ότι το ΑΕΠ είναι αντίστοιχο με την τάση του προηγουμένου έτους (η τάση του ΑΕΠ προσαρμοσμένη με τον καθαρό δανεισμό)

Δυστυχώς, πέρα από τις διαφορές μεταξύ των πραγματικών και των προσαρμοσμένων στοιχείων, υπάρχει επίσης μια σημαντική διαφορά μεταξύ των προσαρμοσμένων στοιχείων για το δημοσιονομικό έλλειμμα, από τη στιγμή που υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του «δυναμικού» ΑΕΠ και του ΑΕΠ με βάση την «τάση».

Ο πίνακας δείχνει ότι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας και των κυκλικά προσαρμοσμένων αξιών το 2012, είναι μεγαλύτερη από το 5% του ΑΕΠ. Ενώ το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές ισοζύγιο ήδη παρουσιάζει ένα σχετικά άνετο πλεόνασμα (το οποίο μαζί με ένα χαμηλό επιτόκιο θα υποδήλωνε ότι η προσαρμογή έχει ολοκληρωθεί ή σχεδόν ολοκληρωθεί), τα στοιχεία του ΑΕΠ προσαρμοσμένα με βάση την τάση, είναι λιγότερο αισιόδοξα και η πραγματική εικόνα συνεχίζει να εμφανίζει έλλειμμα στο ισοζύγιο. Το ερώτημα είναι ποιος δείκτης μας δίνει την πιο ρεαλιστική εικόνα για την πραγματική ελληνική κατάσταση;

Ο Πίνακας Β1 υποδηλώνει επίσης ότι εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε ότι το έλλειμμα στην παραγωγή (-13%) δεν είναι πολύ μακριά από τη διαφορά μεταξύ του ΑΕΠ μετά από την προσαρμογή και της αρχικής τιμής (-17%) που εκτιμάται στον Πίνακα 1.

Ο Πίνακας 2 εμφανίζει την εκτιμώμενη επίδραση της μεταβολής των εξαγωγών στην παραγωγή. Η πρώτη στήλη απλώς επαναλαμβάνει τους πολλαπλασιαστές από τον Πίνακα 1 και η δεύτερη στήλη εμφανίζει την αλλαγή στις εξαγωγές (αξία των αγαθών και υπηρεσιών) μεταξύ του 2008 (κορυφή) και του 2012, σε σχέση με το ΑΕΠ το 2008: η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με αρνητικό αριθμό. Πραγματικά, είναι η μόνη οικονομία της οποίας οι εξαγωγές είναι χαμηλότερες από ό,τι το 2008, πριν από την κρίση. Η τελευταία στήλη εμφανίζει την επίδραση στο ΑΕΠ που έχουν οι αλλαγές στις εξαγωγές μέσω των απλώς πολλαπλασιαστών από την πρώτη στήλη. Το αποτέλεσμα είναι σαφές: για την Ελλάδα, το εμπόριο πρόσθεσε περί το 3% στην εκτιμώμενη πτώση του ΑΕΠ, όταν για την Ισπανία και την Πορτογαλία συνέβη το αντίθετο (για την Ιρλανδία η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη). Για την Ιταλία, το trade μέχρι στιγμής είναι ουδέτερο και δεν έχει παράσχει ένα σημαντικό αντιστάθμισμα στη δημοσιονομική σύσφιξη.

Ήταν η κακή απόδοση των ελληνικών εξαγωγών το αποτέλεσμα μιας απουσίας της ζήτησης στις βασικές της αγορές ή μια απώλεια των μεριδίων της αγοράς, κυρίως λόγω του φαινομένου μετατόπισης εξαιτίας της αύξησης του ανταγωνισμού από τις αναδυόμενες αγορές;

Η πρώτη εξήγηση είναι απίθανο να έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο, κοιτάζοντας τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη δυναμική του μεριδίου στις εξαγωγικές αγορές. Σύμφωνα με το δείκτη που παρέχεται από τη Eurostat, η Ελλάδα έχασε το 23% του μεριδίου της στην αγορά, στο διάστημα από το 2008 μέχρι το 2011.

Αυτό μας αφήνει με τη δεύτερη εξήγηση: η ενίσχυση του ανταγωνισμού από άλλες πηγές. Μια πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ παρουσιάζει ότι οι εξαγωγές από τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης έχουν εκτοπιστεί από τις κινεζικές εξαγωγές στην ενιαία αγορά, και αυτό συμβαίνει και με την περίπτωση της Ελλάδας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα περίπου τα δύο τρίτα των ελληνικών εξαγωγών είναι υπηρεσίες, που δεν υπόκεινται στην πραγματικότητα σε ανταγωνισατική πίεση από την Κίνα και από άλλες αναδυόμενες αγορές.

Υποστηρίζεται συχνά ότι οι φτωχές επιδόσεις των εξαγωγών οφείλονται στο γεγονός ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να προσφέρει ούτε καν πιστώσεις για εξαγωγές και άλλες απαιτήσεις του κεφαλαίου κίνησης. Ωστόσο, οι ελληνικές εξαγωγές του τουρισμού είναι τώρα χαμηλότερα από ό,τι το 2008. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ταξιδιωτικές υποδομές που χρειάζονται για να φιλοξενήσουν περισσότερους τουρίστες, υπάρχουν ήδη. Αυτό υποδηλώνει ότι  κάτι άλλο πρέπει να συγκρατεί την ανάκαμψη του τουρισμού στην προηγούμενη κορυφή του.

Συμπεράσματα

Στην κατανόηση των λόγων για τους οποίους καταρρέει η ελληνική οικονομία, παραβλέπονται συχνά δύο πτυχές: ένας μεγαλύτερος πολλαπλασιαστής και οι κακές επιδόσεις στις εξαγωγές. Πραγματικά όταν συνδυάζονται με την ανάγκη για μια μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, βοηθούν να εξηγηθεί πώς η δημοσιονομική εξυγίανση στην Ελλάδα έχει συνδεθεί με μια τόσο μεγάλη μείωση του ΑΕΠ.

Τα στοιχεία που παρέχονται σε αυτό το κείμενο φαίνεται να υποδηλώνουν ότι όλοι οι μηχανισμοί που είναι σε λειτουργία στην ελληνική οικονομία, λειτουργούν με ένα δυσμενή τρόπο. Εάν η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να αυξήσει τον όγκο των εξαγωγών της, αντιστοίχως με αυτόν της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας, δηλαδή κατά 3%, αυτό θα της έδινε ώθηση περίπου 5% στο ΑΕΠ της. Αυτό δεν θα ήταν επαρκές για να εξισορροπήσει την αρνητική επίδραση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά θα εξακολουθούσε να παράσχει κάποια επίδραση σταθεροποίησης.