Η μεγάλη ληστεία των Μνημονίων
 
Του Λεωνίδα Βατικιώτη

 
Η Ελλάδα είναι η τελεταία Σοβιετική Δημοκρατία; Η χώρα των βολεμένων εργαζόμενων και συνταξιούχων, που με τα προνόμιά τους προκάλεσαν τη δημοσιονομική κρίση; Μήπως τα τελευταία χρόνια τα μέτρα του μνημονίου ήρθαν να «ισιώσουν τη βέργα», περιορίζοντας τις υπερβολές; Ή μήπως, τα βάρη της λιτότητας κατανεμήθηκαν ισότιμα μεταξύ όλων των εισοδηματικών κατηγοριών, αφήνοντας στο απυρόβλητο τα πιο φτωχά στρώματα, όπως υποσχόταν το πρώτο μνημόνιο πριν από τέσσερα χρόνια;
 
Μια ματιά σε ορισμένα στατιστικά στοιχεία που εκδόθηκαν πρόσφατα αρκεί για να αποδειχθεί ότι όλες αυτές οι χιλιοεπαναλαμβανόμενες κοινοτυπίες, που λέγονταν χωρίς ποτέ να αποδειχτούν, μόνο και μόνο για να δώσουν υπόσταση και σοβαρότητα στη ρήση του Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε», ήταν το προπέτασμα καπνού για να καλλιεργηθεί η συλλογική ενοχή. Ήταν ο ψυχολογικός πόλεμος που προηγείται κάθε καλά οργανωμένης επίθεσης, είτε διεξάγεται στα πεδία των μαχών είτε στο κοινωνικό μέτωπο, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα από το 2010 χωρίς διάλειμμα.
 
Διάκριση ντροπής
Η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να περιλαμβάνεται στη λίστα των δέκα χωρών του αναπτυγμένου κόσμου με την πιο άνιση κατανομή εισοδήματος. Τα νούμερα, μάλιστα (προερχόμενα από τον ΟΟΣΑ, όπως τα επεξεργάστηκε ο διαδικτυακός τόπος 247wallstr.com), αφορούν στο 2010, στην υποτιθέμενη εποχή της εημερίδας. Το μέγεθος είναι ο λεγόμενος δείκτης Gini, που περιγράφει πόσο αποκλίνει μία οικονομία από την πλήρη ισότητα. Οι τιμές που λαμβάνει αυτή η μεταβλητή ξεκινούν από 0, που είναι η τέλεια ισότητα και φτάνουν μέχρι το 1, που είναι η απόλυτη ανισότητα, το ιδεώδες κάθε νεοφιλελεύθερου.
 
Η χώρα με την καλύτερη βαθμολογία που πλησίαζε όσο καμία άλλη την τέλεια ισότητα είναι η Ισλανδία! Η μικρή νησιωτική χώρα που κήρυξε παύση πληρωμών, ανέτρεψε τις κυβερνήσεις των υποτελών, ψήφισε νέο Σύνταγμα, εθνικοποίησε το χρεοκοπημένο πιστωτικό της σύστημα και εδώ και χρόνια απολαμβάνει δημοσιονομικό πλεόνασμα, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλή ανεργία, και, το… σημαντικότερο, διεθνή σεβασμό! Η Ισλανδία, λοιπόν, είναι η χώρα με τις λιγότερες ανισότητες.
 
Στην άλλη άκρη της κλίμακας, των κρατών με τις μεγαλύτερες ανισότητες, βρίσκονται τρεις ομάδες χωρών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι οχτώ από τις δέκα χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες. Πρώτη είναι η ομάδα όπου εφαρμόστηκε μέχρι τέλους ο πιο κτηνώδης νεοφιλελευθερισμός (Χιλή, ΗΠΑ, Αγγλία), δεύτερη είναι η ομάδα των χωρών που πέρασαν από κρίση χρέους και το καμίνι του ΔΝΤ (Μεξικό, Τουρκία) και τρίτη η ομάδα του ευρωπαϊκού νότου, που ήταν ανέκαθεν η «δεύτερη ταχύτητα» της Ευρωζώνης και στη συνέχεια εξελίχθηκε στο πειραματόζωο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα).
 
Συγκεκριμένα, ο δείκτης Gini στη Χιλή το 2010 –κι αφού μάλιστα πέρασαν είκοσι χρόνια από την πτώση της νεοφιλελεύθερης χούντας του στρατηγού Πινοσέτ, κατά την διάρκεια των οποίων κυβερνούσαν κατά βάση κεντροαριστερές κυβερνήσεις- ήταν 0,501.
Η Χιλή, πειραματόζωο της Σχολής του Σικάγου, κρατά τα σκήπτρα παγκοσμίως, στις εισοδηματικές ανισότητες.
Στη δεύτερη θέση της λίστας με τις ανισότητες είναι το Μεξικό (0,466), όπου ξέσπασε η πρώτη κρίση χρέους τη δεκαετία του 1980 και εφαρμόστηκε ένα από τα πιο σκληρά και παρατεταμένα χρονικά διαρθρωτικά προγράμματα του ΔΝΤ.
Ακολουθούν η Τουρκία (0,411), τακτικός πελάτης κι αυτή του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ (0,38), κοιτίδα της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον –όπως αποκαλείται ο νεοφιλελευθερισμός στην άλλη όχθη του Ατλαντικού-, το στρατιωτικοποιημένο Ισραήλ (0,376), η Πορτογαλία (0,344) που ανέκαθεν βρισκόταν στο ναδίρ όλων των κοινωνικών δεικτών στην ΕΕ, η Αγγλία (0,341) παρότι μάλιστα, με το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 αύξησε τις κοινωνικές δαπάνες και η Ισπανία (0,338), που είχε από τότε το ρεκόρ της ανεργίας πανευρωπαϊκά.
Τέλος, στην ένατη θέση των ανισοτήτων ήταν η «Ελλάδα της ευημερίας» και των «πλουσιοπάροχων κοινωνικών πολιτικών», που επικρίνεται πρώτα και κύρια από τη σημερινή ΝΔ, με τους αλλεπάλληλους μύδρους του Βορίδη εναντίον της οικονομικής πολιτικής του Κ. Καραμανλή να μην αποτελούν μόνο την εκδίκηση της ακροδεξιάς πτέρυγας, αλλά και ασύστολα ψεύδη. Πολιτική απάτη!
 
Στο δρόμο για τη Χιλή και το Μεξικό
Η ζοφερή συνέχεια μετά το 2010 (όπως απεικονίζεται στους δείκτες) μπορεί εύκολα να προβλεφθεί, αν συγκρίνουμε τις κοινωνικές δαπάνες από χώρα σε χώρα. Σε Χιλή και Μεξικό, τις χώρες πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού, ανέρχονταν στο 10,2% και 7,4% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα, αντίθετα, ήταν 27,4%. Σχετικά υψηλές, με βάση τη διεθνή σύγκριση, ήταν επίσης στην Πορτογαλία και την Ισπανία: 26,4% και 23,8%.
 
Φυσικά, το αν οι κοινωνικές δαπάνες είναι επί της ουσίας υψηλές ή μη, αποδεικνύεται από τη φτώχεια και τις ανισότητες. Αν υπάρχουν ανισότητες, όπως βεβαιωμένα πλέον υπάρχουν στην Ελλάδα, τότε οι κοινωνικές δαπάνες χρήζουν αύξησης. Είναι χαμηλές. Η συζήτηση για τη δυνατότητα βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς τους είναι αστεία –και επίσης προσχηματική, καθώς στοχεύει να τις στιγματίσει ως κυψέλη διαφθοράς ή ανορθολογικής κατανομής πόρων-, αν σκεφτούμε σε τι πραγματικά αντιστοιχεί: μετακίνηση κονδυλίων από νοσοκομεία σε συντάξεις ή από επιδόματα ανεργίας σε επιδόματα μητρότητας… Δεδομένης, ωστόσο, της σημασίας που έχει αποδώσει η κυβέρνηση Σαμαρά στη μείωση των δαπανών, και δη των κοινωνικών, ώστε να επιτευχθεί ακόμη κι αυτό το ψευδεπίγραφο πλεόνασμα, η εξέλιξη του δείκτη ανισοτήτων από το 2010 μέχρι σήμερα δεν παρουσιάζει καμία έκπληξη. Θα αυξάνεται όσο θα μειώνονται οι κοινωνικές δαπάνες.
 
Αυτή ακριβώς η εύκολα προβλέψιμη δυναμική αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έτος 2013, που αφορά στα εισοδήματα του 2011. Αναφέρει κατά λέξη:
«Σε όρους ανισότητας, η Ελλάδα βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ (συντελεστής Gini, Ελλάδα 34,3, ΕΕ 30,4) με εξαίρεση την Ισπανία (30,5), τη Λετονία (35,9) και την Πορτογαλία (34,5). Επιπλέον, το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών στη χώρα μας κατέχει 6,6 φορές μεγαλύτερο μερίδιο εισοδήματος από ότι το φτωχότερο 20% (δείκτης S80/20), ενώ ο αντίστοιχος λόγος λαμβάνει τιμή 5,1 για το σύνολο των χωρών της ΕΕ-28. Πάντως, τα τρία πρώτα έτη της τρέχουσας κρίσης για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι ανωτέρα δείκτες ανισότητας (συντελεστής Gini και S80/20) διατηρήθηκαν σχεδόν σταθεροί το πρώτο έτος (εισοδήματα 2009), ενώ αυξήθηκαν συγκρατημένα το επόμενο έτος (2010 κατά 1,8% και 7,1% αντίστοιχα) και πιο σημαντικά το τελευταίο διαθέσιμο έτος (2001, κατά 2,4% και 10% αντίστοιχα)».
Στη συνέχεια η έκθεση του διοικητή, που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για λαϊκισμό, επιχειρεί μία καταγραφή των ομάδων που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο φτώχειας:
«Τα τελευταία έτη στην Ελλάδα η φτώχεια φαίνεται να μετατοπίζεται ταχύτατα από την ομάδα των ηλικιωμένων στην ομάδα των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, αλλά και προς τους νέους εργαζόμενους και κυρίως τους ανέργους».
Καταλήγει δε στα εξής συμπεράσματα, τα οποία, μάλιστα, υπογραμμίζει: «Το πρόβλημα της προστασίας των παιδιών και των ανέργων από τις χειρότερες συνέπειες της οικονομικής κρίσης θα πρέπει πλέον να αντιμετωπιστεί ως ένα από τα πιο επείγοντα ζητήματα δημόσιας πολιτικής στην Ελλάδα»!
 
Η μεγάλη ληστεία των Μνημονίων
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τα βάρη της κρίσης (αύξηση φορολογίας, μείωση μισθών, επιδομάτων και συντάξεων, απολύσεις, αύξηση του κόστους περίθαλψης κ.α.) δεν κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα. Εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, που ήταν ήδη σε δεινή θέση πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, κλήθηκαν από τις κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά να αναλάβουν σχεδόν αποκλειστικά το κόστος εξόδου, με αποτέλεσμα η κοινωνική συνοχή να έχει τιναχτεί στον αέρα και ο κοινωνικός χάρτης πλέον να παραπέμπει σε αντιθέσεις που θυμίζουν τριτοκοσμική χώρα.
Σε αυτό το εκρηκτικό έδαφος, παροχές όπως το πρόσφατο μέρισμα δεν είναι παρά σταγόνα στον ωκεανό και αδυνατούν ακόμη και να επουλώσουν τις βαθιές πληγές που άνοιξαν τα Μνημόνια, ενώ οι κυβερνητικές θριαμβολογίες για την έξοδο στις αγορές ή την ανάκαμψη, στερούνται περιεχομένου για την πλειονότητα. Ανέξοδες μεγαλοστομίες, που στόχο έχουν να κρύψουν τη μεγάλη ληστεία που συντελέστηκε με ευθύνη όλης της πολιτικής ελίτ της Ελλάδας!
 
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 242