Οι οικονομολόγοι του Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών τάσσονται κατά ενός κουρέματος του χρέους

Οι αποφάσεις της Ευρώπης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι σκόπιμο να περιλαμβάνουν εκτός από την επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανείων που έλαβε η Ελλάδα από τον Μηχανισμό Στήριξης και την περαιτέρω μείωση του επιτοκίου, μια περίοδο χάριτος πληρωμής τόκων, καθώς και την εφαρμογή του επικείμενου μέτρου της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης (ESM) αναδρομικά και για τις ελληνικές τράπεζες, αναφέρει σε τελευταία μελέτη του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (ΚΕΠΕ). Όμως, οι οικονομολόγοι του τάσσονται κατά ενός κουρέματος του χρέους.

Στη μελέτη του ΚΕΠΕ αναφέρεται ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, μετά την ένταξη της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης, έχει αυξηθεί σε απόλυτο μέγεθος, αλλά κυρίως ως ποσοστό του ΑΕΠ δεδομένης της σημαντικής πτώσης του εθνικού προϊόντος με το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης που ακολουθήθηκε την υπό εξέταση περίοδο, έχοντας φτάσει το ανώτατο όριο του 175,1% του ΑΕΠ το 2013, ωστόσο αναμένεται πλέον να έχει μειούμενη πορεία.

Το ερώτημα που απομένει να απαντηθεί είναι αν η πορεία αυτή είναι επαρκής για να καταστεί το χρέος βιώσιμο το 2022 φτάνοντας κάτω από το 120%, με την παραδοχή που έγινε τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όσο και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Αν η οικονομική πολιτική, που έχει συμφωνηθεί με τα μέλη της τρόικας στο Μνημόνιο Συνεργασίας, συνεχίσει να εφαρμόζεται πιστά και υλοποιηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη συμφωνηθεί, με την ταυτόχρονη επίτευξη των απαραίτητων πρωτογενών πλεονασμάτων, γεγονός που καταδεικνύει τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών της χώρας, τότε θα οδηγηθούμε, το φθινόπωρο, και μετά την επόμενη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα, σε αποφάσεις σχετικά με την ελάφρυνση του βάρους του δημοσίου χρέους της χώρας.

Στη διαπραγμάτευση αυτή, σκόπιμο είναι να διεκδικηθεί η περαιτέρω βελτίωση των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί από τους Ευρωπαίους εταίρους, σημειώνει το ΚΕΠΕ. Τα μέτρα αυτά αφορούν στην επιμήκυνση του χρόνου ωρίμανσης των διμερών ευρωπαϊκών δανείων στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος χρηματοδότησης, από τα 30 έτη που είναι σήμερα σε τουλάχιστον 50 έτη, και τη μείωση των επιτοκίων των δανείων αυτών σε ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο βασισμένο στο κόστος χρηματοδότησης του ΕΤΧΣ, όπως ισχύει για τα δάνεια του δεύτερου Προγράμματος Στήριξης.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να υπάρξει περίοδος χάριτος για τις πληρωμές των τόκων αυτών των δανείων κατά τουλάχιστον μια δεκαετία, έτσι ώστε αφενός να μην προκύψει χρηματοδοτικό κενό τα επόμενα χρόνια και αφετέρου να υπάρξει μεγαλύτερη διασπορά της αποπληρωμής των δανείων για να καταστεί το χρέος βιώσιμο. Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα που θα πρέπει να τεθεί στη διαπραγμάτευση είναι η εφαρμογή του επικείμενου μέτρου της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης (ESM) αναδρομικά και για τις ελληνικές τράπεζες, μέτρο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους κατά περίπου 50 δισ. ευρώ.

Πρέπει να γίνει σαφές ότι μια ενδεχόμενη λύση που θα περιλάμβανε ένα νέο «κούρεμα» του χρέους που διακρατείται από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που το κατέχουν, ενέχει τον κίνδυνο
να προκαλέσει πολλά και σημαντικά προβλήματα τόσο στους Ευρωπαίους εταίρους οι οποίοι θα αντιμετώπιζαν πολιτικό πρόβλημα να το περάσουν από τα εθνικά τους κοινοβούλια, όσο και για την Ελλάδα που θα έδινε ένα λάθος σήμα προς τις αγορές, σε μια στιγμή μάλιστα που υπάρχει μια θετική άποψη των διεθνών επενδυτών για την ελληνική οικονομία, όπως αποδείχθηκε από την πορεία του προσφάτως εκδοθέντος ομολόγου 5ετούς διάρκειας, καταλήγει το ΚΕΠΕ.