Αποπληρωμή του χρέους με βάση την οικονομική ανάπτυξη.

Από τον Paolo Mauro, Ινστιτούτο Peterson 

Στην επαναδιαπραγμάτευση του πακέτου βοήθειας με τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ελλάδα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να εμμείνουν στην απαιτητική δημοσιονομική βιωσιμότητα και τις  μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να απορρίψουν τις καλές ιδέες που έχει η Αθήνα.

Μια ιδέα που αξίζει να ενστερνιστούν είναι η αποπληρωμή του χρέους προς τις κυβερνήσεις-πιστωτές της ευρωζώνης που θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται βάσει των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Εάν η Ελλάδα σημειώνει γρήγορη ανάπτυξη, θα πρέπει να πληρώνει πιο πολλά. Αν συνεχίζει να βρίσκεται σε στασιμότητα, θα πρέπει να πληρώνει λιγότερα. Η ιδέα διαθέτει καλή οικονομική λογική: Οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα μοιραστούν τον κίνδυνο, σύμφωνα με μια συμφωνημένη φόρμουλα, αντί να αντιμετωπίζουν περιοδικές κρίσεις σε περίπτωση οικονομικής στασιμότητας και υπερβολικού χρέους ως προς το ΑΕΠ. Για να είναι συνεπής ως προς τον επιμερισμό του κινδύνου μεταξύ των μελών της ζώνης του ευρώ, η αποπληρωμή εκ μέρους της Ελλάδος προς τις κυβερνήσεις-πιστωτές της ευρωζώνης μπορεί να αναπροσαρμόζεται βάσει της διαφοράς στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης.

Για να λειτουργήσει το σχήμα ωστόσο, η Ελλάδα πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων φορολογουμένων, διασφαλίζοντας την ποιότητα των οικονομικών στατιστικών της και την ανεξαρτησία της στατιστικής υπηρεσίας της από πολιτικές παρεμβάσεις.

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και αρκετοί υπουργοί της κυβέρνησής του έχουν υποστηρίξει εύγλωττα και με συνέπεια οι αποπληρωμές να συνδέονται με την οικονομική απόδοση και, ως εκ τούτου, την ικανότητα της Ελλάδας να πληρώνει, για τουλάχιστον ένα ή δύο χρόνια. Η υπόθεση του χρέους με ρήτρες ανάπτυξης και τα πιθανά εμπόδια που θα προκύψουν αναλύονται εδώ και καιρό από τους οικονομολόγους. Μέχρι στιγμής, πραγματική έκδοση τίτλων που αναπροσαρμόζονται βάσει του δείκτη ανάπτυξης στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχει παρατηρηθεί μόνο στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων χρέους, με τη μορφή των warrantsπου συνδέονται με το ΑΕΠ. Η πιο πρόσφατη περίπτωση είναι αυτή της Αργεντινής. Αναφορικά με τις υποχρεώσεις κυβέρνησης σε κυβέρνηση,  υπάρχει ένα προηγούμενο, αυτό της αγγλοαμερικανικής οικονομικής συμφωνίας του 1946, η οποία προέβλεπε την διαγραφή στις πληρωμές τόκων σε κάθε έτος κατά το οποίο τα έσοδα συναλλάγματος του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ανεπαρκή για να καλύψουν το προ του πολέμου επίπεδο των εισαγωγών σε πραγματικούς όρους.

Στην περίπτωση της ελληνικής πρότασης, είναι πιθανό να τεθούν τρία αντεπιχειρήματα. Το πρώτο αφορά την προέλευση του χρέους: Οι σκεπτικιστές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου προέκυψε από τις αμυντικές δαπάνες του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ το ελληνικό χρέος προήλθε από αλόγιστη κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών της.

Για να προκαταλάβει την άποψη αυτή, η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας φαίνεται να δηλώνει ότι το χρέος της είναι «απεχθές», ένα τεχνικό νομικό όρο που αναφέρεται σε χρέη που προκύπτουν από αποτυχημένες πολιτικές από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, και της διευθέτησής τους με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γνωστή και ως Τρόικα. Αυτές οι απόψεις είναι ουσιαστικά ηθικού χαρακτήρα και δεν πρόκειται να πείσουν καμιά από τις πλευρές. Είναι δύσκολο να κινηθούν εποικοδομητικά προς μια λύση στο σημερινό αδιέξοδο.

Το δεύτερο αντεπιχείρημα μπορεί να εστιάσει στην πιθανότητα, σύμφωνα με την οποία οι αποπληρωμές που εξαρτώνται από την οικονομική ανάπτυξη είναι πιθανό να μειώσουν τα κίνητρα της ελληνικής κυβέρνησης και των Ελλήνων πολιτών και να προωθήσουν την ανάπτυξη, μια παραλλαγή της έννοιας του «ηθικού κινδύνου». Αυτό είναι απίθανο. Ποια κυβέρνηση δεν θα ήθελε ανάπτυξη, και ποιος επιχειρηματίας δεν θα ήθελε η εταιρία του να πάει καλά; Οι υποστηρικτές της άποψης περί «ηθικού κινδύνου» είναι πιθανό να υποδεικνύουν τη μείωση των κινήτρων για “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις”. Για να είμαστε σίγουροι, οι περισσότεροι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η άρση του υπερβολικού κανονιστικού πλαισίου, το άνοιγμα των αγορών και, γενικότερα, η βελτίωση των σημερινών αδύναμων δεικτών της Ελλάδας σχετικά με τις διάφορες διαστάσεις της επιχειρηματικότητας, θα ενισχύσει το ρυθμό ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Ωστόσο οι οικονομολόγοι είναι απλά ανίκανοι να παράγουν αποδεκτές γενικά εκτιμήσεις για το μέγεθος και το χρονοδιάγραμμα των επιπτώσεων των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομική ανάπτυξη. Η πεποίθηση, λοιπόν, ότι η αναπροσαρμογή βάσει των δεικτών ανάπτυξης θα μειώσει τα κίνητρα για τις μεταρρυθμίσεις, δεν είναι πειστική.

Το τρίτο αντεπιχείρημα είναι πιο πεζό και πρέπει να ληφθεί πιο σοβαρά. Αντιμέτωποι με μεγάλες αποπληρωμές που συνδέονται με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε κάλλιστα να μπει στον πειρασμό να παρέμβει στα στοιχεία για το ΑΕΠ. Αυτό συνέβη στη Βραζιλία τη δεκαετία του 1980, όταν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό δεν δόθηκαν σωστά προκειμένου να μειώσει τις αποπληρωμές για τα τιμαριθμοποιημένα ομόλογα. Από πολιτική σκοπιά, το κίνητρο να δοθούν ψεύτικα στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη είναι ασθενέστερο από ό, τι για τον πληθωρισμό: Ενώ οι κυβερνήσεις δεν έχουν πρόβλημα να προσποιηθούν ότι ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος από ό, τι είναι στην πραγματικότητα (πρόσφατο παράδειγμα η Αργεντινή), τα λανθασμένα στοιχεία για την αύξηση του ΑΕΠ έχουν μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.

Τα ελλιπή, λοιπόν, στοιχεία για τα δημοσιονομικά ελλείμματα που έδωσε η Ελλάδα -προκαλώντας μετά από όλα την κρίση το 2009-, ορθώνεται απειλητικά στο μυαλό των Ευρωπαίων που χαράσσουν πολιτική, καθώς και στο ευρύ κοινό. Οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει, ως εκ τούτου, να δεσμευτούν με πειστικό τρόπο ότι δεν θα παρέμβουν στα στοιχεία για το ΑΕΠ τους στα χρόνια και στις δεκαετίες που έρχονται. Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να ακούσουν με ανοιχτό μυαλό για τις ιδέες της νέας ελληνικής κυβέρνησης, να παραμείνουν σταθεροί όπου απαιτείται και να αποδεχτούν τις καλές ιδέες που μπορούν να οδηγήσουν σε αμοιβαίο επωφελή συμβιβασμό.

Η ελληνική πλευρά, αντίστοιχα, πρέπει να δώσει την ένδειξη ότι θα αντιμετωπίσει την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων της ως κάτι ιερό και απαραβίαστο και ότι θα σέβεται πλήρως την πολιτική ανεξαρτησία της στατιστικής υπηρεσίας της. Αφήνοντας κάποιους ευρωπαίους τεχνικούς να ανακατευτούν στην στατιστική υπηρεσία  για να βεβαιωθούν ότι λειτουργεί σωστά ίσως να είναι το τίμημα που αξίζει να πληρωθεί για να μετατρέψει τις καλές οικονομικές ιδέες σε πραγματικότητα.