Του Leonid Bershidsky

 

Η Ελλάδα άρχισε να εγκαταλείπει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων από όταν ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επανεξελέγη για να κυβερνήσει τη χώρα το Σεπτέμβριο. Η απουσία είδησης είναι καλή είδηση και η Ελλάδα τα πηγαίνει καλύτερα του αναμενόμενου, παρά τη συνήθη βραδύτητα της όταν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των πιστωτών. Αυτός όμως δεν είναι λόγος εφησυχασμού.
 
Αν και τα προβλήματα δεν έχουν τελειώσει, στην Ελλάδα οι μεγάλες τράπεζες εμφανίζουν σημάδια ζωής. Το σχέδιο διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει έως 25 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα εντόπισαν συνολική υστέρηση κεφαλαίων ύψους από 4,4 δισ. ευρώ έως 14,4 δισ. ευρώ (σε ένα σενάριο που υποθέτει σημαντικά χαμηλότερη ανάπτυξη) στις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες. Οι τράπεζες οφείλουν να υποβάλουν στην ΕΚΤ τα σχέδια τους για την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών έως τις 6 Νοεμβρίου, δίνοντας το σήμα για την εκκίνηση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης.
 
Ένα άλλο καλό σημάδι είναι ότι ο ελληνικός Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) -βασικός δείκτης της οικονομικής ανάπτυξης- έχει ανακάμψει στο υψηλότερο επίπεδο από το Μάιο έχοντας στο μεταξύ κάνει βουτιά 30 μονάδων τον Ιούλιο, όταν οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο:

Αν και ο τρέχων PMI, στις 47,3 μονάδες, εξακολουθεί να είναι κάτω των 50 μονάδων, καταδεικνύοντας συρρίκνωση της δραστηριότητας, η ελληνική οικονομία είναι πιθανό να επιβραδύνει λιγότερο από ό,τι αναμένουν οι διεθνείς πιστωτές της. Την περασμένη εβδομάδα, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης είπε στο ελληνικό κοινοβούλιο ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΥΠΟΙΚ, το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 1,4%, αντί της πτώσης 2,3% που αναγράφεται στο σχέδιο διάσωσης και στο βασικό σενάριο της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι αν η πρόβλεψη του Χουλιαράκη επαληθευτεί, οι τράπεζες θα χρειαστούν ακόμη λιγότερα κεφάλαια από αυτά που εκτιμά η ΕΚΤ. Οι μέσες εκτιμήσεις αναλυτών που ρωτήθηκαν από το Bloomberg για την ελληνική οικονομία τοποθετούν την ύφεση στο 1,1% φέτος.
 
Εν ολίγοις, οι προβλέψεις των πιστωτών ήταν μάλλον υπερβολικά απαισιόδοξες. Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι άσχημη, αλλά δεν είναι φρικτή. Το μόνο που πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση είναι να καταφέρει να μείνει στην επιφάνεια και να υλοποιήσει τα λεγόμενα “προαπαιτούμενα” -μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ασφαλιστικό και άλλα ζωτικά ζητήματα που αποτελούν προϋποθέσεις της διάσωσης στην Ελλάδα. Η Ελλάδα εργάζεται πάνω σ’ αυτό παρότι έχασε την άτυπη προθεσμία της 29ης Οκτωβρίου για τα προαπαιτούμενα και δεν “ξεκλείδωσε” τη δόση των 2 δισ. ευρώ από το πακέτο στήριξης.
 
Κατά πάσα πιθανότητα, οι πιστωτές της Ελλάδας θα αποδεσμεύσουν σύντομα αυτά τα κεφάλαια. Η κυβέρνηση δυσκολεύτηκε να περάσει το μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων νόμων. Ενώ μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, είχε ψηφιστεί μόνο το 30% αυτών, έως τα τέλη του μήνα η κυβέρνηση έφτασε στο 90%. Οι εναπομένουσες δυσκολίες είναι επουσιώδεις: η κυβέρνηση και οι πιστωτές διαφωνούν για πράγματα όπως ο ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση και οι άδειες των φαρμακείων. Αυτό δείχνει πόσο σοβαρά έχουν αναμιχθεί οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες στα ζητήματα της Ελλάδα αυτές τις ημέρες. Η κυβέρνηση δεν έχει σχεδόν κανένα περιθώριο, αλλά έχει μάθει να δέχεται τις συνταγές χωρίς να καλεί για μαζικές συγκεντρώσεις ή να οργανώνει παράλογα δημοψηφίσματα. Ο Τσίπρας έχει επίσης αποδειχθεί αποτελεσματικός στο να πιέζει να ληφθούν τα απαιτούμενα μέτρα λιτότητας μέσω του κοινοβουλίου, μην θυμίζοντας σχεδόν σε τίποτα το ριζοσπαστικό εκείνο μαχητή που σχεδόν εκτροχίασε το project του ευρώ μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι.
 
Το κίνητρο για την καλή διαγωγή είναι ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν υποσχεθεί να ξεκινήσουν συνομιλίες για ελάφρυνση του χρέους εάν η Ελλάδα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Σε μια πρόσφατη μελέτη, οι Christopher House και Linda Tesar του Πανεπιστημίου του Michigan δείχνουν ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων στο χρόνο που προβλέπεται από το σχέδιο διάσωσης έχει κάποιο κόστος, εκτός εάν οι αποπληρωμές του χρέους μπορούν να μειωθούν από το τρέχον 4% του ΑΕΠ ετησίως. Εάν αυτό συμβεί, όμως, θα ενισχυθούν τα αναπτυξιακά οφέλη από την αναβολή της περαιτέρω λιτότητας.
 
Ο Τσίπρας ελπίζει πως, εάν συνεργαστεί, θα μειώσει τις δόσεις των δανείων που αποπληρώνονται. Υπό τους υφιστάμενους όρους, η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει το απαγορευτικό ποσό των 319,5 δισ. ευρώ έως το 2057. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ενισχύει αυτή την ελπίδα προβάλλοντας την αναδιάρθρωση του χρέους ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στην επιχείρηση της ελληνικής διάσωσης.
 
Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών θα μπουν σε μεγάλο πειρασμό να αναβάλλουν τις διαπραγματεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους, αφού η Ελλάδα φαίνεται να τα πηγαίνει καλύτερα από το αναμενόμενο. Το να αποφευχθεί μια συμφωνία, η οποία θα περιλαμβάνει κατά πάσα πιθανότητα παράταση των προθεσμιών ωρίμανσης και ελάφρυνση τόκων, είναι επικίνδυνο: ανά πάσα στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να κουραστεί να παίζει το κατοικίδιο ζώο του αφεντικού, αν δεν υπάρχει ανταμοιβή στον ορίζοντα για εκείνη.

Από την άλλη, βέβαια, μια συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να μειώσει το κίνητρο του Τσίπρα για αλλαγές.
 
Πρέπει να επιτευχθεί μια λεπτή ισορροπία. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι πιστωτές υπαγόρευσαν τις μεταρρυθμίσεις -η Ουκρανία είναι ένα άλλο παράδειγμα- η προσοχή στην Ελλάδα έχει στραφεί κυρίως στα δημοσιονομικά μέτρα. Είναι εύκολο, τόσο για την κυβέρνηση και τους πιστωτές να ξεχνούν ότι, με τους σοβαρούς περιορισμούς της μακροοικονομικής πολιτικής, ο μόνος τρόπος για να δοθεί ώθηση στην οικονομία είναι μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και απελευθέρωσης αγοράς -ο μόνος τομέας στον οποίο η κυβέρνηση έχει κάποια περιθώρια ελιγμών. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση πρέπει βρει τρόπο να κάνει τις εξαγωγικά προσανατολισμένες βιομηχανίες της πιο ανταγωνιστικές και να άρει τα ρυθμιστικά εμπόδια που καθιστούν την Ελλάδα έναν από τους πιο αφιλόξενους προορισμούς της Ευρώπης για το επιχειρείν. Όπως σημείωσε πρόσφατα ο Dani Rodrick του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Ντάνι “όσο πιο ορθόδοξη είναι η μακροοικονομική και δημοσιονομική στρατηγική της Ελλάδας τόσο πιο ετερόδοξη πρέπει να είναι η στρατηγική ανάπτυξης”.
 
Ο Τσίπρας έχει αποδείξει ότι μπορεί να μάθει από τα λάθη του. Τώρα, όμως, πρέπει να προχωρήσει πέρα ​​από αυτό και να αρχίσει να εφευρίσκει τρόπους για να κάνει τη ζωή ευκολότερη για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τους επενδυτές, την ώρα που θα κρατά τους πιστωτές απασχολημένους. Χωρίς δημιουργικότητα, η υπακοή θα οδηγήσει σε ένα μέτριο αποτέλεσμα.

Πηγή: Capital.gr