Ο χρόνος της Ευρώπης μοιάζει να τελειώνει

Γράφει ο Νικόλαος Α. Μπινιάρης*

Το 1992 υπεγράφη η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ηταν η συμφωνία για τη δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος για την Ευρώπη και η αποδοχή της ρήτρας «της συνεχόμενης κίνησης προς μια πιο ενωμένη Ευρώπη». Το κοινό νόμισμα έγινε πραγματικότητα, αλλά η ρήτρα για μια όλο και πιο ενωμένη Ευρώπη από το 2008 και μετά άρχισε να ξεφτίζει.

Αρχισε να ξεφτίζει μαζί με το ήδη υπαρκτό ευρώ όταν η οικονομική κρίση του 2007 έφερε στο προσκήνιο την ατελή και στην ουσία ουρανοβάμονα συνθήκη του 1992. Μια συνθήκη η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να συμπληρωθεί με την πολιτική ένωση, δηλαδή με την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης.

Σήμερα η Ευρώπη έχει δυστυχώς όχι μόνο διαφορετικές απόψεις, αλλά έχει διαφορετικά συμφέροντα προς συζήτηση και επίλυση. Για την Ελλάδα, το οικονομικό της πρόβλημα, το οποίο δεν έχει φτάσει σε κάποιο απτό αποτέλεσμά, παραμένει άλυτο και στην κόψη του ξυραφιού. Ταυτόχρονα το προσφυγικό, το μεγαλύτερο από όλα τα προβλήματα της χώρας, οδηγείται σε πλήρες και καθολικό αδιέξοδο.

Για τη Γερμανία, το προσφυγικό αποτελεί καίριο πρόβλημα, αλλά οι προσπάθειές της να το επιλύσει βασίζονται κυρίως στην Τουρκία. Στις 7 Μαρτίου έχει συγκληθεί σύνοδος κορυφής με τη συμμετοχή της γείτονος, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές σε τρία γερμανικά κρατίδια.

Η σύνοδος έχει άμεσο στόχο τη βελτίωση της εικόνας της κυβερνώσας πλειοψηφίας, η οποία έχει υποστεί πλήγματα από την πολιτική των ανοιχτών συνόρων της καγκελαρίου Μέρκελ.

Η Γαλλία δεν τολμά να αντιπαρατεθεί στη Γερμανία, αλλά το προσφυγικό άνοιξε ένα χάσμα το οποίο εμφανίστηκε με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Βαλς στη σύνοδο του Μονάχου: «Εμείς δεν είπαμε ποτέ ελάτε στη Γαλλία». Επίσης αρνήθηκε πως η Γαλλία θα δεχτεί περισσότερους από 30.000 πρόσφυγες, δηλαδή την αρχική ποσόστωση για τους 160.000 πρόσφυγες που θα διαμοιραστούν στα κράτη της Ε.Ε.

Στην Ισπανία, το μεγάλο ζήτημα είναι η διακυβέρνηση της χώρας και η πιθανή επανάληψη των εκλογών. Ταυτόχρονα η χώρα έχει πρόβλημα διάσπασης, με την Καταλονία να ζητά ανεξαρτησία.

Η Βρετανία βρίσκεται σε πλήρη πολιτική αναταραχή με το δημοψήφισμα για έξοδό της από την Ε.Ε. ή όχι. Το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα είναι διασπασμένο ανάμεσα σε υπουργούς και βουλευτές υπέρ ή κατά της Ε.Ε. και ο δήμαρχος του Λονδίνου τα έσπασε με τον πρωθυπουργό Κάμερον υποστηρίζοντας το Brexit, για λόγους καθαρά εσωκομματικούς.

Η Πορτογαλία έχει μια αριστερή κυβέρνηση η οποία προσπαθεί να νομοθετήσει εκτός της συμφωνίας με την Ε.Ε. για ζητήματα τραπεζών και αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις.

Οι χώρες του Βίζεγκραντ στην ανακοίνωσή τους για το μεταναστευτικό στις 15/2/2016 επανέλαβαν πως η Ε.Ε. «…πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο των εξωτερικών της συνόρων…» αναφέροντας συγκεκριμένα την Ελλάδα. Βέβαια η Ε.Ε. δεν είχε ποτέ τον έλεγχο των εξωτερικών της συνόρων γιατί δεν είχε ποτέ εξωτερικά σύνορα.

Αυτό είναι το κομβικό σημείο της σημερινής κρίσης, το οποίο βέβαια θα λυθεί de facto με την επαναφορά του ελέγχου των συνόρων εκάστης χώρας από την ίδια τη χώρα, δηλαδή την ακύρωση της Συνθήκης Σένγκεν.

Αλλά οι Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία και οι χώρες της Βαλτικής έχουν ένα επιπλέον σχέδιο στην ατζέντα τους: τη δημιουργία ενός αντι-ρωσικού κινήματος στην Ευρώπη και την ενίσχυση του ΝΑΤΟ στα σύνορα με τη Ρωσία, όπως και την υποστήριξη της Ουκρανίας.

Η τελευταία κίνηση της Αυστρίας, να συγκαλέσει σύνοδο με εννέα βαλκανικές χώρες χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας και την απόφαση για δραστικό κλείσιμο των συνόρων προς την Ευρώπη, συνέβαλε τα μέγιστα για μια νέα διασπαστική κίνηση στην ευρωπαϊκή ατζέντα.

Επισήμως η Γερμανία άσκησε κριτική στην Αυστρία, αλλά εφόσον η κίνηση αυτή εξυπηρετεί την κ. Μέρκελ, η κριτική ήταν μάλλον ένα από τα γνωστά παιχνίδια: καλός ανακριτής, κακός ανακριτής.

Οι χώρες της Ε.Ε. έχουν αντιτρομοκρατική θέση, αλλά μόνο η Γαλλία και η Βρετανία, στην ουσία, βομβαρδίζουν το ισλαμικό «Χαλιφάτο». Οι υπόλοιπες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της τρομοκρατίας με αστυνομικά μέτρα. Η Ε.Ε. ως σύνολο δεν έχει κοινή αντιτρομοκρατική πολιτική, αλλά μόνον ευχολόγια.

Στην πράξη, η ατζέντα για συζήτηση των προβλημάτων της Ε.Ε. και της ευρωζώνης δεν τίθεται πλέον από ένα οργανωμένο σχέδιο, αλλά ως αντίδραση σε εξωτερικές και εσωτερικές προκλήσεις στις επί μέρους χώρες. Προβλήματα τα οποία άπτονται του συνόλου της Ε.Ε. είναι απόντα από τις συναντήσεις των ηγετών και μετά βίας τίθενται προς επίλυση.

Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών συνηθισμένη σε μια ομαλή πορεία θεμάτων, τα οποία κυρίως έθεταν οι πολιτικοί με ορίζοντα για λύσεις σε δεκαετίες και ανάλογα με τις πολιτικές προτεραιότητές τους, έχει βρεθεί σε αδιέξοδο.

Προσπαθεί να χτυπήσει καμπανάκια για το προσφυγικό, κάνει ανοίγματα κατά της λιτότητας, επιχειρεί να αμβλύνει τις διαφορές Βρετανίας-Ε.Ε. ή επικρίνει τις κινήσεις χωρών όπως η Ουγγαρία και θέλει να βοηθήσει την Ελλάδα. Δεν διαθέτει όμως τα μέσα.

Βρισκόμαστε σε μια προϊούσα παράλυση, η οποία οδηγεί στην αποσύνθεση της Ε.Ε. Ο φόβος της de facto διάλυσης είναι πλέον ορατός με γυμνό μάτι.

* συγγραφέας

Πηγή