Του Gerald Knaus

 

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2015, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Jean-Claude Juncker απηύθυνε μια φορτισμένη συναισθηματικά έκκληση στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: “Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος που σχεδόν όλοι υπήρξαν κάποια στιγμή πρόσφυγες”. Φέρνοντας στο νου την τύχη των Ισπανών Ρεπουμπλικάνων, των Ούγγρων επαναστατών, και των Τσέχων και Σλοβάκων προσφύγων από τον Κομμουνισμό, υποστήριξε ότι η ΕΕ έπρεπε να κάνει περισσότερα για να επιβάλει τα υψηλά της πρότυπα για την αντιμετώπιση όσων ζητούν άσυλο: “Εμείς οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να γνωρίζουμε και να μην ξεχνάμε ποτέ το γιατί να δίνουμε άσυλο και να συμμορφωνόμαστε με το θεμελιώδες δικαίωμα στο άσυλο, είναι τόσο σημαντικό”.

Ήταν τονωτικές λέξεις σε μια εποχή όπου η ΕΕ ήταν στο μέσον του μεγαλύτερου προσφυγικού κινήματος που έχει αντιμετωπίσει εδώ και δεκαετίες. Για να το θέσουμε σε μια προοπτική: το 2013, ένα μέσο έτος, η υπηρεσία συνόρων της ΕΕ μέτρησε 107.400 διελεύσεις παράτυπων. Κατατέθηκαν 431.000 αιτήσεις για άσυλο, εκ των οποίων έγιναν δεκτές 132.000 σε όλη την ΕΕ. Αντιθέτως, το 2015, οκτώ φορές περισσότεροι άνθρωποι πέρασαν από την Τουρκία μόνο στην Ελλάδα, σχεδόν 1,3 εκατ. αιτήσεις για άσυλο υποβλήθηκαν, και δόθηκε προστασία σε περίπου 300.000, με εκατοντάδες χιλιάδων ακόμη στη Γερμανία να περιμένουν να ζητήσουν καταφύγιο.

Δυστυχώς ωστόσο, ενώ η ομιλία του Juncker στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν ισχυρή σε ιστορικά γεγονότα, ήταν “μέτρια” όταν αφορούσε τις προτάσεις πολιτικής για αυτή την κρίση. Ο Juncker υπέβαλλε τέσσερις συγκεκριμένες προτάσεις. Πρώτον, να χρησιμοποιήσει τις διαδικασίες επί παραβάσει για να διασφαλίσει ότι τα κράτη-μέλη θα σεβαστούν τα κοινά πρότυπα του νόμου περί ασύλου που είναι ήδη σε ισχύ. Δεύτερον, να καθιερώσει μια ευρωπαϊκή υπηρεσία συνόρων. Τρίτον, να καταρτιστεί ένας κοινός ευρωπαϊκός κατάλογος με ασφαλείς χώρες καταγωγής. Και τέταρτον, πιο φιλόδοξη και αμφιλεγόμενη, να μοιραστεί το βάρος των προσφύγων εντός της ΕΕ μέσω ενός άνευ προηγουμένου εσωτερικού σχήματος μετεγκατάστασης, μετακινώντας 160.000 ανθρώπους που είχαν αιτηθεί ασύλου, ως μια χειρονομία αλληλεγγύης και ένα πρώτο βήμα προς ένα μόνιμο σύστημα.

Εκείνη την ίδια εβδομάδα τον Σεπτέμβριο του 2015, ενώ ο Juncker μίλησε εμφατικά για τους πρόσφυγες, ένας άλλος Ευρωπαίος ηγέτης, ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Viktor Orban, έκανε λόγο για μια πρωτοφανή απειλή -και μια χρυσή ευκαιρία. Η απειλή ήταν η φερόμενη εισβολή στην Ευρώπη των φτωχών μουσουλμάνων του κόσμου, για την οποία η μόνη θεραπεία ήταν να χτιστούν ανυπέρβλητοι φράχτες. Η ευκαιρία που είδε ο Orban ήταν ότι αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να υποχρεώσει την ΕΕ να γυρίσει επιτέλους την πλάτη της σε κάθε δέσμευση για τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το Σεπτέμβριο, μια τέτοια ρητορική φαινόταν ακόμη ότι θα απομόνωνε τον Orban. Περίπου μισό χρόνο μετά, είχε γίνει πηγή έμπνευσης για πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες, παρά το ότι η ρητορική του είχε γίνει ακόμη πιο σκληρή. Στις 15 Μαρτίου 2016, εξήγησε: “στις Βρυξέλλες κατασκευάζουν σχήματα για την μεταφορά ξένων (στην Ουγγαρία) όσο το συντομότερο δυνατό και να τους εγκαταστήσουν μεταξύ μας… Ο στόχος της εγκατάστασης αυτών των ανθρώπων εδώ είναι για να ξανασχεδιαστεί ο θρησκευτικός και πολιτιστικός χάρτης της Ευρώπης και να αναμορφωθούν τα εθνικά του θεμέλια, εξαλείφοντας έτσι τα εθνικά κράτη”. Αυτή ήταν η γλώσσα του πολέμου. Ο Orban συνέχισε: “η μαζική μετανάστευση είναι σαν ένα αργό Και σταθερό ρεύμα νερού που ξεπλένει την ακτή. Εμφανίζεται με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής δράσης, αλλά η αληθινή της φύσης είναι η κατάληψη του εδάφους. Και τα εδαφικά τους κέρδη είναι η απώλεια δικών μας εδαφών”.

Αυτό που βοήθησε τον Orban να αποκτήσει επιρροή ήταν το απλό γεγονός ότι καμία από τις πολιτικές που προτάθηκαν από άλλους Ευρωπαίους ηγέτες είχε αποτέλεσμα. Πάρτε για παράδειγμα τις προτάσεις του Juncker τον Σεπτέμβριο. Δεν υπήρξε καμία πρόοδος στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής υπηρεσίας συνόρων, και παρέμενε ασαφές πώς μια τέτοια υπηρεσία θα είχε κάνει κάποια διαφορά στην κρίση στο Αιγαίο σε κάθε περίπτωση. Δεν υπήρξε κανένας κατάλογος της ΕΕ με ασφαλείς χώρες, ο οποίος και πάλι δεν θα είχε εφαρμοστεί για εκείνους τους ανθρώπους που είχαν διασχίσει την θάλασσα. Υπήρξαν μερικές διαδικασίες επί παραβάσει αλλά ούτε μία φορά η Κομισιόν δεν οδήγησε ένα κράτος-μέλος στο δικαστήριο για τα πρότυπα, τα οποία συνέχισαν να διαβρώνονται. Τέλος, το πρόγραμμα-ναυαρχίδα της ΕΕ για την μετεγκατάσταση, εξελίχθηκε σε φάρσα. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2016, λιγότεροι από 1.000 άνθρωποι από τους 16.000 είχαν μεταφερθεί, ενώ εκατοντάδες χιλιάδων συνέχισαν να διασχίζουν το Αιγαίο, ακόμη και με δύσκολες συνθήκες.

Ευτυχώς για την ΕΕ, αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Στις 6 Μαρτίου, η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel -η νέμεσις του Orban στη διάρκεια της κρίση- και ο Τούρκος πρωθυπουργός Ahmet Davutoglu, κατέληξαν σε μια συμφωνία. Προέβλεπε την επιστροφή στην Τουρκία εκείνων που έφθαναν στην Ελλάδα, στη βάση του ισχύοντος νόμου της ΕΕ για το άσυλο, και πρότεινε -μόλις μειωνόταν τα νούμερα- μιας μεγάλης κλίμακας εθελοντική επανεγκατάσταση στην ΕΕ, Σύρων προσφύγων από την Τουρκία.

Ο στόχος της συμφωνίας ήταν να “σπάσει το επιχειρηματικό μοντέλο των λαθρεμπόρων και να προσφέρουν στους μετανάστες μια εναλλακτική του να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο”. Αυτή η λύση τέθηκε σε ισχύ ως μια συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία στις 20 Μαρτίου. Αμέσως, ο αριθμός των ανθρώπων που διέσχισαν το Αιγαίο μειώθηκε, από περισσότερους από 1.150 ανθρώπους καθημερινώς στις πρώτες 20 ημέρες τον Μάρτιο σε λιγότερους από 160 ημερησίως στις δύο πρώτες εβδομάδες του Απριλίου.

Αυτή η άμεση επίπτωση δημιουργεί μια τεράστια ευκαιρία για την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Κομισιόν και του προέδρου της, προσφέροντας στην Ένωση μια δεύτερη ευκαιρία για να ανταπεξέλθει στις υποσχέσεις της του Σεπτεμβρίου 2015. Σήμερα, η πρώτη, δεύτερη και τρίτη προτεραιότητα στην πολιτική ασύλου της ΕΕ, αφορούν την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας καλή τη πίστει.

Η πρώτη προτεραιότητα είναι να ελεγχθεί η ροή των ανθρώπων που διασχίζουν το Αιγαίο, μια διαδρομή που έχει κοστίσει χιλιάδες ζωές. Για να γίνει αυτό, η ΕΕ έχει δεσμευτεί πως οποιοσδήποτε θα φθάνει στα ελληνικά νησιά, θα έχει μια ευκαιρία να αιτηθεί ασύλου. Αυτοί που θα κρίνονται ότι είναι ασφαλείς στην Τουρκία, θα στέλνονται πάλι πίσω στην χώρα, μετά από μια συνέντευξη και μια ευκαιρία για έφεση. Αυτό αφορά τους Σύρους που έχουν ήδη ή είναι σε θέση να λάβουν προστασία στην Τουρκία και σε άλλους που μπορούν να αιτηθούν για το καθεστώς πρόσφυγα υπό όρους εκεί. Το να καθησυχαστούν οι αμφιβολίες σχετικά με το εάν είναι στα αλήθεια ασφαλές να επιστρέψουν αυτοί οι άνθρωποι στην Τουρκία, δεν είναι δύσκολο: η ΕΕ θα μπορούσε να δώσει στην υπηρεσία προσφύγων του ΟΗΕ μια λίστα όσων επιστρέφουν και η Τουρκία θα πρέπει να προσκαλέσει την υπηρεσία να αναφέρει τακτικά τι συμβαίνει σε αυτούς τους ανθρώπους, προσφέροντας πλήρη πρόσβαση και διαφάνεια.

Με την ραγδαία πτώση του αριθμού των ανθρώπων που φθάνουν στην Ελλάδα, όλο αυτό είναι εφικτό. Αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να διαχειριστεί όλες τις αιτήσεις ασύλου μόνη της εάν θέλει επίσης να αποφύγει να κρατά για μεγάλες περιόδους και σε άσχημες συνθήκες, τους ανθρώπους που φθάνουν στα ελληνικά νησιά. Για να το προλάβει αυτό, η Κομισιόν θα πρέπει άμεσα να θέσει μία αξιόπιστη αποστολή υποστήριξης, έτσι ώστε οι διαδικασίες ασύλου να είναι γρήγορες και δίκαιες.

Δεύτερον, στη συνέχεια γίνεται απαραίτητο να επανεγκαταστήσει με επιτυχία μεγάλους αριθμούς Σύρων προσφύγων από την Τουρκία, όπως έχει υποσχεθεί η ΕΕ. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να κάνει η Κομισιόν: θα χρειαστεί ένας συνασπισμός πρόθυμων κρατών0μελών υπό την Γερμανία, για να το κάνει αυτό. Αλλά η Κομισιόν μπορεί να κάνει την υπόθεση για το σχέδιο και να βοηθήσει να αναπτυχθούν μέθοδοι για να επανεγκατασταθούν με ασφάλεια, πρωτοφανείς αριθμοί, στο πλαίσιο της συμφωνίας. Η ΕΕ χρεια΄ζται να μάθει από την αποτυχία της μετεγκατάστασης και να καταστήσει την μετεγκατάσταση ένα κεντρικό στοιχείο κάθε μελλοντικής πολιτικής ασύλου της ΕΕ.

Τέλος, η ΕΕ πρέπει να προσπαθήσει από κοινού να βοηθήσει τους πρόσφυγες να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους εκεί που ειναι. Μέρος της συμφωνίας ΕΕ-ΤΟυρκίας είναι μια πρωτοφανής χορηγία 6 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια, για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες στην Τουρκία. Η σωστή διαχείριση αυτών των χρημάτων, και με το καλύτερο αποτέλεσμα, θα είναι ία μεγάλη συμβολή στη βελτίωση των συνθηκών της χώρας που φιλοξενεί τους περισσότερους πρόσφυγες στον κόσμο σήμερα.

Εάν η ΕΕ τα καταφέρει όλα αυτά, θα πετύχει διάφορες επιδράσεις. Θα βελτιώσει τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Τουρκία και στην ΕΕ. Θα θέσει την ΕΕ σε μια αξιόπιστη θέση για να απευθύνει έκκληση σε άλλες πλούσιες χώρες για να αναλάβουν μεγάλους αριθμούς προσφύγων μέσω της επανεγκατάστασης. Και θα επαναφέρει τον Orban στην απομόνωση που του αξίζει. Τελευταίο αλλά όχι λιγότετο σημαντικό, θα αποδείξει ότι η ΕΕ μπορεί να βοηθήσει να επιλυθούν προβλήματα για τα οποία νοιάζονται οι πολίτες της, χωρίς να πουλήσει την ψυχή της.

Πηγή